Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

σφαίρες ορφανές

Είμαι ο ένοικος του τρίτου ορόφου. Το σπίτι μου βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, κοντά στην παραλία. Τη θάλασσά της, όμως, περισσότερο την ακούω, παρά τη βλέπω, αφού το διαμέρισμά μου προτιμά να αντικρίζει πεισματικά το δρόμο. Ο δρόμος αυτός, αν και οδηγεί στην έξοδο της πόλης, μόνο με έξοδος δε μοιάζει, με όλα ετούτα τα πολύχρωμα αυτοκινητάκια να τσαλαβουτάνε νευρικά στις γκρίζες του λακκούβες. Κοιτάζω τα αμάξια από το μπαλκόνι μου και ξεχνιέμαι παρατηρώντας τη ροή τους. Και ύστερα πάλι προσπαθώ να φανταστώ τα πρόσωπα των οδηγών, να αναλύσω τις κινήσεις και να μαντέψω τις προθέσεις τους. Αυτοί εδώ οι άνθρωποι δε θέλουν να βρουν την έξοδο της πόλης, όχι - μόνο έξω από το δρόμο νοιάζονται να βγουν. Βιάζονται σαν ρούχο βρώμικο το δρόμο αυτόν από πάνω τους να τον πετάξουν.
Στης πολυκατοικίας μου τον τελευταίο όροφο, εκεί όπου το ασανσέρ και τα διαφημιστικά φυλλάδια ποτέ δε φτάνουν, υπάρχει ένα δωμάτιο. Εκεί, εδώ και χρόνια, στην κορυφή του οικοδομήματος, μένει μονάχος του ένας ελεύθερος σκοπευτής. Αυτός ο παράξενος ένοικος του ουρανού από τη θέση του μετακινείται σπάνια. Δύσκολα αφήνει τη φωλιά και την ταράτσα του για να κατέβει στους χαμηλούς ορόφους. Λένε οι άλλοι πως έξω, στο δρόμο, δε βγαίνει πια ποτέ. Κάθε πρωί γυαλίζει, καθαρίζει, λύνει και δένει τα όπλα του και ύστερα, μέχρι που να βραδιάσει, στήνεται στου πείσματός του τα περβάζια και από τις πολεμίστρες του βάζει σημάδι κάτω στο δρόμο τους περαστικούς. Χρόνια τώρα, ολόκληρη η πόλη έχει περάσει μέσα από τις διόπτρες του. Δύσκολα βρίσκεται στην πόλη ετούτη άνθρωπος που, έστω για μια φορά, ο κάτοικος του τελευταίου ορόφου να μην τον έχει σημαδέψει. Που να μη του έχει μετρήσει τη ζωή χαϊδεύοντας νωχελικά του όπλου του τη σκανδάλη. Κανείς σε αυτήν την πόλη δεν έμαθε ποτέ πόσο κοντά του έχει ο θάνατος περάσει και όλοι τους, περαστικοί από το κέντρο της πόλης και της ζωής τις γειτονιές, συνεχίζουνε αδιάφοροι να διαφεύγουν του μοιραίου, ανυποψίαστοι τον κίνδυνο να προσπερνούν και ατάραχοι να προχωράνε. Αμέριμνοι να μπαινοβγαίνουνε στο μάτι του πολιορκημένου σκοπευτή και στο βεληνεκές του.
Περνάνε οι μέρες, τα χρόνια φεύγουν και ο μοναχικός ελεύθερος σκοπευτής της πολυκατοικίας μας, ακούραστος και αμετανόητος, συνεχίζει όλη τη μέρα να σημαδεύει στο δρόμου τους περαστικούς, μα ακόμα αρνείται να τραβήξει τη σκανδάλη. Με σφαίρες ορφανές το πείσμα του οπλίζει, μα μοιάζει πια σαν να μη μπορεί τη θέλησή του να πυροδοτήσει. Οι άλλοι ένοικοι των χαμηλών ορόφων έχουν αρχίσει τελευταία μαζί του να γελούν και πίσω από την πλάτη του τις αλλόκοτες συνήθειές του περιπαίζουν. «Τι ελεύθερος σκοπευτής είναι αυτός, που μόνο να σημαδεύει ξέρει; Τι περιμένει; Γιατί επιτέλους δεν χτυπά;»
Στη μικρή μου πόλη έχει στηθεί από καιρό γιορτή μεγάλη. Εκεί που έλεγες, πως τώρα τίποτα πια δεν αγοράζεται, σήμερα όλα ξεπουλιούνται και οι κάτοικοι κρύβουν τη μάσκα του επαίτη και ύστερα φοράνε όλοι τα καλά τους για να κατέβουν στης πόλης μου την ανθρωποπανήγυρη. Εκεί που νόμιζες πως έχουν όλοι τους πέσει σε λήθαργο βαθύ, τους βλέπεις όλους με μάτια γουρλωμένα με μπερδεμένα όνειρα να επενδύουνε συμμετρικά της ανοχής τα τραπεζοκαθίσματα. Με τόση χρωματιστή ανάπτυξη, με τέτοια αρωματισμένη πρόοδο, ποιος να τολμήσει το χρέος και τα χρέη του να υπολογίσει; Πέφτουν τα τείχη της μικρής μας καφεδούπολης και οι εργολάβοι με τις πέτρες τους μπαζώνουνε δρόμους και συνειδήσεις. Στραβώνει ο ήλιος τις ακτίνες του πάνω στης πεζοδρομούπολής μας τη θαμπή επιφάνεια και από την αντανάκλαση στραβώνονται οι άνεργοι σκοπευτές εκεί πάνω στις επάλξεις τους. Τώρα πια, και να χτυπήσουν, θα χτυπήσουν στα τυφλά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου