Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

το κεφάλαιό μου

Στο τέλος, αφού στράγγιξε τελείως το δωμάτιο και χάθηκε και η τελευταία σταγόνα της βροχής μέσα από τις χαραμάδες του δαπέδου, απέμεινα μόνος εγώ, ο ξαπλωμένος ναυαγός, πάνω στο επίμονα τετράγωνο κρεβάτι μου. Ήμουν και πάλι μόνος μου - λες και είχε ο προκατακλυσμιαίος επισκέπτης απορροφηθεί με κάποιον τρόπο μαγικό και αυτός μαζί με το νερό, μέσα από κάποιο κρυμμένο δίκτυο αγωγών, που ανάγωγα διακλαδίζονταν κάτω από την επιφάνεια του κελιού μου. Κοίταξα γύρω μου και είδα ξανά να είναι στη θέση τους τα πάντα, όπως και πριν - τα ρούχα, τα σεντόνια μου ακόμα και οι μουτζουρωμένες μου σελίδες είχαν όλα στεγνώσει.
Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και είδα μέσα από την τετράγωνη σχισμή ένα μικρό γαλάζιο σύννεφο να με χλευάζει.
Και ύστερα ένιωσα την πόρτα του κελιού μου ανοιχτή και γύρισα αμέσως προς το μέρος της. Και είδα στο κατώφλι μου να στέκεται η γραμματέας του διευθυντή της φυλακής με ένα ξανθό χαμόγελο και εκείνη τη σιχαμερή συμπάθεια στο παγωμένο βλέμμα. Τι έγινε, πήγα να τη ρωτήσω, αν και ήξερα καλά πως όλες του κόσμου οι απαντήσεις είχανε χάσει πια το νόημά τους.
«Ελάτε! Έχουμε αργήσει», με πρόλαβε. Σηκώθηκα μηχανικά και αγρυπνοβατώντας περπάτησα προς το μέρος της, μέχρι που αισθάνθηκα τα αφυδατωμένα μου χαρτιά να με τραβάν από το μανίκι. Μπορώ να τα πάρω μαζί μου αυτά; «Μα, φυσικά! Για αυτά, άλλωστε, δε βρίσκεστε εδώ μέσα; Μα μην καθυστερείτε άλλο! Μας περιμένουνε.»
Δίπλωσα όλες μου τις λέξεις και αφού προσωρινά τις έκρυψα μέσα στις τσέπες της στολής μου, άρχισα τότε να ψάχνω τα παπούτσια μου. Το ένα το είχαν μάλλον τα κύματα ξεβράσει κάτω από το κρεβάτι μου - το άλλο δεν υπήρχε πουθενά. Κοίταξα παντού, αλλά μέσα σε αυτή την τετραγωνισμένη έρημο δε θα μπορούσε να κρυφτεί καλά καμιά καλή κρυψώνα. Σκέφτηκα πως ίσως το πήρε φεύγοντας μαζί του το νερό και το φαντάστηκα ήδη να ταξιδεύει μακριά σε άγνωστα πελάγη και ύστερα να γίνεται άνοστο θήραμα των δελφινιών και των απελπισμένων.
«Πρέπει να πηγαίνουμε», επέμεινε η ξανθιά φωνή. Μα πως θα γυρίσω πίσω έτσι, με ένα μόνο παπούτσι; Στο σπίτι μου, ξέρεις, δεν αγαπούν τους μονοσάνδαλους.

Περνώντας τη σιδερένια πόρτα, γύρισα και έριξα την τελευταία μου ματιά μες στο δωμάτιο. Το είχα μισήσει όσο κανένα άλλο μέρος από όσα με τα πόδια ή με τη φαντασία μου είχα ποτέ επισκεφτεί. Και όμως, μέσα μου κάπου λαχταρούσα έστω για μια στιγμή να αποκτούσε, λέει, φωνή ο πέτρινος μου κύβος, να μου ψιθύριζε «θα σε θυμάμαι, θα μου λείψεις» και να μου χάραζε ο ψίθυρος τα λόγια αυτά πάνω στην πλάτη μου για πάντα.

Όταν επέστρεψα ξανά το βλέμμα μου μπροστά, η γραμματέας είχε ήδη χωθεί μέχρι τη μέση μέσα σε μια καταπακτή μόλις δυο βήματα έξω από την πόρτα του κελιού μου. Θυμήθηκα τα λόγια του αδικοχαμένου συνδραπέτη μου, που μου έλεγε πως θα έπρεπε να αναζητώ την έξοδο αλλάζοντας επίπεδο και γέλασα από μέσα μου για ακόμα μια φορά με τον αστείο παντογνώστη αφηγητή αυτής της ιστορίας.
«Από εδώ! Ακολουθήστε με!» με πρόσταξε λίγο πριν την καταπιεί ολόκληρη η τρύπα. Προχώρησα δειλά και σκύβοντας προσεκτικά πάνω από το άνοιγμα της είδα τα πρώτα πέτρινα σκαλιά μιας στριφογυριστής διαφυγής. Είχα μπροστά μου μια κάθοδο που έπρεπε να δοκιμάσω οπωσδήποτε, μόνο και μόνο για να μάθω αν οδηγεί στον Άδη τελικά ή στην ελευθερία.
Και έτσι την ακολούθησα σχεδόν μαγνητισμένος, κοιτάζοντας σα βλάκας την ξανθιά αλογοουρά, όπως αυτή μαστίγωνε συμμετρικά τους ώμους της σε κάθε σκαλοπάτι. Σε μία μάλλον περιττή επίδειξη ευγένειας πρότεινα μάλιστα να προηγηθώ εγώ, αλλά αυτή ούτε για μια στιγμή δε γύρισε να με κοιτάξει και ειλικρινά δεν ξέρω τι με κράτησε και δεν της έριξα μια δυνατή κλωτσιά, μπας και τη βοηθήσω να φτάσει εκεί κάτω –που;- μια ώρα αρχύτερα. Της σκάλας –λένε- το κατέβασμα ίσως αποτελεί μοναδική περίπτωση όπου οφείλει ο άνδρας να προχωράει δυο βήματα μπροστά γυρίζοντας την πλάτη του σε εκείνη. Μα επιτέλους, δε σας μαθαίνουν καθόλου τρόπους εδώ μέσα;
Και επιτέλους θα μου εξηγούσε άραγε κανείς ποτέ τι ήταν εκείνο το «εδώ μέσα», το οποίο με φιλοξένησε πεισματικά τόσο καιρό στα σπλάχνα του και τώρα ξαφνικά με τόση προθυμία με ξερνούσε;
Η κάθοδός μας δεν είχε τελειωμό και εγώ ακολουθούσα μάταια προσπαθώντας μήπως θυμηθώ, αν είχα κατά την άφιξή μου εντοπίσει μέσα στη φυλακή ή έστω κάπου πάνω στο νησί τέτοιον ουρανομήκη πύργο. Σκέφτηκα όσο καιρό παρέμενα κρατούμενος αυτής της έμμονης ιδέας, πως το ίδρυμά μου δε μεγάλωνε μόνο σε μήκος και σε πλάτος, υψώνοντας καινούρια τείχη καθημερινά τριγύρω μου, αλλά επίσης πως ταυτόχρονα βυθίζοταν, διανοίγοντας όλο και νέες πτέρυγες βαθιά, στο σωφρονιστικό υπέδαφός του.
Το λίγο φως και η ολοένα και πιο έντονη ανάγκη για οξυγόνο εκεί, μέσα στα κυκλικά τοιχώματα, κάποια στιγμή με έφεραν τελικά κοντά στα όρια μου. Άλλωστε, τόσες μέρες περιορισμένος μέσα στο κελί, ανάμεσα στα άλλα, το σώμα μου είχε ξεχάσει, φαίνεται, ακόμα και τις πιο βασικές υποχρεώσεις του, που είχε υποτίθεται απέναντι στο χώρο και το χρόνο. Ξεχνάει το σώμα, ξεχνάει και το δεξί του βήμα ακόμα πως κάποτε το έβαζε μετά το αριστερό.
Είχα ήδη χάσει τον κόσμο μου από καιρό και τώρα έχανα πια σιγά-σιγά και τις δυνάμεις μου. Σύντομα μάλλον ακόμα και η ισορροπία μου θα αποτελούσε παρελθόν, την ώρα που το ένα και μοναδικό παπούτσι μου λίγο με βοηθούσε. Για να μη δω την αλυσίδα της απώλειας να συνεχίζεται σταμάτησα, στην τύχη κάθισα σε ένα σκαλοπάτι και ζήτησα από την ξανθιά ένα μικρό διάλλειμα.
«Μα τώρα; Τώρα που φτάνουμε;» Πες ό,τι θες, διάλειμμα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου