Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Το Όνειρο της Κλάρας

Την Κλάρα δεν την αγάπησε ποτέ κανείς.
Σε κάποια επαρχιακή πόλη, σήμερα. Η Κλάρα είναι υπάλληλος σε κάποια δημόσια υπηρεσία και ζει μαζί με τον άρρωστο πατέρα της. Εικοσιοκτώ χρονών γυναίκα και ακόμα δεν έχει γνωρίσει τον έρωτα. Για να ξεπεράσει την αμηχανία της, όταν οι φιλενάδες της κουβεντιάζουν για άντρες, επινοεί διαρκώς ιστορίες με φανταστικές ερωτικές περιπέτειες, για νέους που την αγαπήσαν μια φορά και γι’ άλλους που την κυνηγούν ακόμα.
Η ιστορία ξεκινάει με την Κλάρα να συζητάει με κάποια συνάδελφό της στο γραφείο. Η εύπιστη συνάδελφος εντυπωσιάζεται από την αφήγηση της Κλάρας, που περιγράφει μια νύχτα πάθους με κάποιον νέο συνάδελφό τους. Η αφήγηση της Κλάρας συνεχίζεται off, ενώ σε flash back βλέπουμε την πραγματικότητα. Δηλαδή την Κλάρα στο σπίτι της να φροντίζει τον άρρωστο πατέρα της και μετά να παρακολουθεί τηλεόραση.
Η Κλάρα επιστρέφει σπίτι. Τσακώνεται με τον πατέρα της. Τρώει βλέποντας στην τηλεόραση την είδηση για την ύπαρξη μιας εταιρίας στην Αμερική που αναλαμβάνει τη δημιουργία «Εραστών του Κουτιού» για μοναχικές γυναίκες. Αλλάζει κανάλι και βλέπει μια βραζιλιάνικη σειρά. Ξεχνιέται κοιτάζοντας έναν από τους ηθοποιούς, με μελαψή θωριά, με μαύρα μάτια και μαλλιά.
Η Κλάρα και δύο φίλες της ψωνίζουν δώρα για το γάμο μιας άλλης φίλης τους. Κάθονται σε μια καφετέρια. Μιλάνε για το γάμο και για τις σχέσεις τους. Όταν έρχεται η σειρά της Κλάρας, εκείνη τους «αποκαλύπτει» την καινούρια της σχέση με κάποιον ξένο, στον οποίο δίνει τα χαρακτηριστικά του ηθοποιού της βραζιλιάνικης σειράς. Η αφήγηση της Κλάρας συνεχίζεται off, ενώ σε flash back βλέπουμε την Κλάρα σε μοναχικούς περιπάτους. Στο τέλος του flash back και ενώ η off αφήγηση του φανταστικού της πάθους συνεχίζεται ζωηρά, η Κλάρα βρίσκεται καθισμένη σε ένα παγκάκι, σε κάποιο άλσος, δίπλα σε μία λίμνη. Φαίνεται να βλέπει κάτι μέσα στη λίμνη και να τρομάζει. Το flash back και η αφήγηση σταματούν απότομα. Η Κλάρα φεύγει από την καφετέρια βιαστικά, επικαλούμενη ένα ραντεβού που παραλίγο να ξεχάσει. Οι δύο φίλες της μένουν να την σχολιάζουν. Δε φαίνεται να πιστεύουν λέξη από όσα λέει. Γιατί η Κλάρα είναι «άσχημη». Και πως ήταν τόσο άσχημη δε ήθελε να το πιστέψει, κι ας το φοβότανε.
Η Κλάρα στο γυμναστήριο. Τρέχει στο διάδρομο και κοιτάζει την τηλεόραση. Βλέπει πάλι τον ηθοποιό της βραζιλιάνικης σειράς.
Το βράδυ, εκεί που γύριζε στο σπίτι ένιωσε ξαφνικά να την ακολουθούν σιγά κι αργά σαν τα δικά της κάποια πατήματα. Η Κλάρα τρέχει ανήσυχη στο σπίτι. Από το παράθυρο της κάμαράς της ξεχωρίζει μια φιγούρα να στέκεται στο σκοτάδι απέναντι από το σπίτι της.
Το πρωί στη δουλειά της, μιλάει για την καινούρια της σχέση στην εύπιστη συνάδελφό της. Η αφήγηση της Κλάρας συνεχίζεται off, ενώ σε flash back βλέπουμε την Κλάρα καθισμένη σε ένα παγκάκι, όπως στο τέλος του προηγούμενου flash back. Κοιτάζει γύρω της φοβισμένη. Το flash back και η off αφήγηση σταματούν απότομα. Στη συνάδελφο, που της ζητάει να συνεχίσει, η Κλάρα λέει πως έχει πολλή δουλειά και πως θα τα πούνε κάποια άλλη στιγμή.
Στο γυμναστήριο αργότερα. Τρέχει πάλι στο διάδρομο και βλέπει στην τηλεόραση την ίδια βραζιλιάνικη σειρά. Βλέπει τον ηθοποιό – φανταστικό εραστή να κοιτάζει για μια στιγμή την κάμερα. Να την κοιτάζει.
Βράδυ στο δρόμο για το σπίτι ακούει ξανά πατήματα να την ακολουθούν. Στο σπίτι με τον πατέρα της. Τρώνε μαζί σιωπηλά και παρακολουθούνε μια εκπομπή στην τηλεόραση. Μια συζήτηση με θέμα μεταφυσικά φαινόμενα, για τα μέσα μάτια που κάποτε βλέπουν πρωτύτερα από τα έξω μάτια. Έπειτα η Κλάρα κοιτάζει έξω από το παράθυρο της κάμαράς της και βλέπει την ίδια φιγούρα απέναντι. Η φιγούρα προχωρά και στέκεται κάτω από το φως του δρόμου. Ακίνητος κοντά στο στύλο του φαναριού κι είχε τα μάτια καρφωμένα στο παράθυρό της… ήταν εκείνος. Ο άγνωστος άνδρας κάτω από το παράθυρό της έχει τα χαρακτηριστικά του φανταστικού της εραστή. Η Κλάρα τρομάζει. Κλείνει το παράθυρο και τις κουρτίνες και ξαπλώνει στο κρεβάτι.
Λίγη ώρα μετά ανήσυχη σηκώνεται από το κρεβάτι της, ντύνεται και βγαίνει στο δρόμο. Ακολουθεί τη φιγούρα του άγνωστου μέσα από στενά και σκοτεινά δρομάκια, ώσπου καταλήγει στο άλσος των μοναχικών της περιπάτων. Στο παγκάκι δίπλα στη λίμνη είναι καθισμένος ο άγνωστος. Κάθεται δίπλα του μετά από δικό του νεύμα. Κοιτάζονται για ώρα, αλλά δε μιλάει κανείς. Όταν η Κλάρα κάνει να πει κάτι, ο άγνωστος φέρνοντας το δάχτυλο στα χείλη της ζητάει να μη μιλήσει.
Την επόμενη μέρα στο τραπέζι του γάμου. Η Κλάρα φαίνεται ανανεωμένη και χαρούμενη. Οι δύο φίλες της την ρωτάνε γιατί δεν ήρθε και ο «νέος της αγαπημένος» μαζί της. Η Κλάρα χωρίς να δώσει σημασία στην ειρωνεία τους, τους απαντά πως θα έχουν «νέα» σύντομα.
Μετά το τραπέζι του γάμου, οι φίλες της την γυρίζουν στο σπίτι με το αυτοκίνητο. Η Κλάρα ανεβαίνει στο σπίτι. Και τρέχει στο παράθυρο της κάμαράς της. Μόλις φεύγει το αυτοκίνητο των φιλενάδων της, ο άγνωστος εμφανίζεται και πάλι κάτω από το φως του δρόμου. Η Κλάρα τρέχει να τον προλάβει. Πίσω της ακούγεται η φωνή του άρρωστου πατέρα της να την φωνάζει. Η Κλάρα βγαίνει έξω στο δρόμο.
Ακολουθώντας την ίδια πορεία πίσω από τα βήματα του αγνώστου φτάνει και πάλι στο άλσος και κάθεται στο πλάι του. Η Κλάρα σίμωσε πιο κοντά τον άγνωστο και του έπιασε το χέρι. Εκείνος ρωτάει να μάθει το όνομά της και μετά, δεν είσαι συ, της λέει, της μοιάζεις μόνο, της μοιάζεις στην ασχήμια. Η Κλάρα, ενοχλημένη, κάνει να φύγει μα ο άγνωστος της κρατάει το χέρι και αρχίζει να της μιλά για τη γυναίκα εκείνη, που αγάπησε. Για εκείνη που αν και άσχημη, δε φοβήθηκε, μα αφέθηκε να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Που δε γέλασε ποτέ μαζί του, όπως οι άλλες. Που δεν έμοιαζε με τις άλλες, δε ταίριαζε στον κόσμο. Και που για αυτό τη σκότωσε. Η Κλάρα τρομάζει και προσπαθεί να φύγει, αλλά ο άγνωστος της κρατάει σφιχτά το χέρι και της δείχνει το νερό της λίμνης. Πάνω στην επιφάνεια του, σαν αντανάκλαση της αφήγησης του, εμφανίζεται μια γυναίκα που μοιάζει στην Κλάρα, νεκρή, γυμνή, με τα μακριά μαλλιά της τυλιγμένα γύρω από το λαιμό. Η Κλάρα παλεύει να απελευθερωθεί από τον άγνωστο και τον εφιάλτη. Ο άγνωστος της λέει, μη τρομάζεις! Δε σε θέλω εσένα. Εσύ δε θέλεις να πεθάνεις, δε θέλεις να αγαπηθείς, δε μπορείς – ή θέλεις; Λέγε! Η Κλάρα σκύβει το κεφάλι και κλείνει τα μάτια. Όταν τα ξανανοίγει ο άγνωστος έχει εξαφανιστεί, είναι ολομόναχη στο άλσος και ξημερώνει.
Η Κλάρα το πρωί στη δουλειά. Φαίνεται κουρασμένη και χαμένη στις σκέψεις της. Η συνάδελφός της έρχεται με όρεξη για κουβέντα. Όταν ρωτάει την Κλάρα για τον εραστή της, εκείνη της απαντά πως δεν υπάρχει. Ούτε εκείνος, ούτε κανένας άλλος. Η συνάδελφος της προτείνει να βγουν μαζί μετά τη δουλειά και η Κλάρα λέει πως έχει να φροντίσει τον πατέρα της.
Η Κλάρα στο σπίτι. Αν και ο πατέρας της έχει εριστική διάθεση, η Κλάρα του φέρεται τρυφερά. Κλείνει την τηλεόραση και πηγαίνει στην κάμαρα της. Κοιτάζει έξω από το παράθυρο, αλλά δεν υπάρχει κανείς απέναντι.
Ύστερα κατέβηκε στο δρόμο και δίχως να το νιώσει βρέθηκε στο πάρκο καθισμένη στην άκρη του νερού. Η Κλάρα κάθεται μόνη στο παγκάκι. Κοιτάζει τριγύρω. Περιμένει. Κι έπειτα αρχίζει να κλαίει. Ξαφνικά βλέπει απέναντί της σε ένα άλλο παγκάκι ένα μικρό αγόρι να κάθεται και να την κοιτάζει στα μάτια. Η Κλάρα σκουπίζει τα δάκρυα. Χαμογελάει στο αγοράκι. Και οι δυο τους αρχίζουν να γελάνε. Ένα μακρύ, τρικυμιστό, χαχανιστό άγριο γέλιο.
Τέλος.

Η παραπάνω σύνοψη σεναρίου (για ταινία μικρού μήκους) βασίζεται στο διήγημα του Κωσταντίνου Χατζόπουλου «Το όνειρο της Κλάρας» και γράφτηκε το καλοκαίρι του 2005 με αφορμή έναν διαγωνισμό του Ε.ΚΕ.ΒΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου