Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

H Αναξοπούλα

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα πολύ μεγάλο βασίλειο. Ένα από εκείνα τα βασίλεια, που τόσο μεγάλα και δυνατά ήταν, που δεν αντέξανε στο φύσημα του χρόνου και σωριάστηκαν. Και βασιλεύουν τώρα πια μόνο στα παραμύθια.
Στο βασίλειο εκείνο τότε βασίλευε ένας γεροβασιλιάς που ήταν τόσο μεγάλος όσο και το βασίλειο το ίδιο. Και όλοι έλεγαν πως μετά τον θάνατό του θα πάψει και το βασίλειο να υπάρχει, αφού να τον διαδεχτεί δεν είχε ο γεροβασιλιάς βασιλογιό κανέναν. Είχε μια κόρη όμως – μια βασιλοπούλα.
Την αγαπούσε υπερβολικά την κόρη του ο γεροβασιλιάς. Κι όλα της τα χατίρια τής τα έκανε. Όσο παράλογα μερικές φορές κι αν ήταν. Και τόσο πολύ μεγάλη αδυναμία της είχε που άρχισε κάποτε ο λαός του βασιλείου να ενοχλείται. Και λέγανε, «Φτάνει πια! Αρκετά ανεχτήκαμε τη βασιλοκόρη και το βασιλοπατέρα της! Το βασίλειο θέλει έναν νέο βασιλιά!»
Γέρος σοφός και πονηρός όμως ο βασιλιάς, άκουσε τη μουρμούρα του λαού και επανάσταση μυρίστηκε. Κι έτρεξε να προλάβει. Τι κι αν ήταν τόσο γέρος, όσο και το ίδιο του το βασίλειο. Να την προλάβει έτρεξε σα νέο παλικάρι. Κι έκανε αυτό που πάντα κάνουν οι βασιλιάδες κι οι άρχοντες στα παραμύθια και στη ζωή την ίδια την επανάσταση για να προλάβουν: έβαλε τους υπηκόους να παίξουνε παιχνίδια!
Χάρηκε ο λαός που είχε τόσο παιχνιδιάρη γεροβασιλιά και όλοι τις δουλειές τους παρατήσανε στα παιχνίδια του να πάρουν μέρος. Κι όσα του είχαν μαζεμένα του βασιλιά και της κακομαθημένης του βασιλοκόρης, όλα τα ξεχάσανε. Και την επανάσταση που ετοίμαζαν την ξέχασαν κι αυτήν. Τέτοιος λαός παιχνιδιάρης, πού να το βρει το μυαλό επανάσταση να κάνει; Και χάρηκε κι ο βασιλιάς που χάρηκε ο λαός του και έβαλε μέγα έπαθλο για τον νικητή των παιχνιδιών του.
Κι ήταν το μέγα έπαθλο η ίδια του η βασιλοκόρη η βασιλοκακομαθημένη. Χάρηκε ο λαός του βασιλείου δυο φορές που είχε τόσο γενναιόδωρο γεροβασιλιά και όλα τα παλικάρια ρίχτηκαν στα παιχνίδια να δοκιμαστούν για να κερδίσουν την καρδιά της βασιλοπούλας, κι ας ένιωθαν πως τα παιχνίδια ήταν επικίνδυνα πολύ και πως μπορεί και τη ζωή τους να έχαναν παλεύοντας για τη νίκη. Τέτοιος λαός γενναιόδωρος που κι οι μανάδες τους ακόμα τον κίνδυνο δεν έβλεπαν! Και στα παιχνίδια έσπρωχναν τα παιδιά τους να χαθούνε.
Κι ήταν, στα αλήθεια, τα παιχνίδια επικίνδυνα. Με τέρατα θανατερά έπρεπε τα παλικάρια να τα βάλουν. Να παλέψουνε με σκιές για αίμα διψασμένες. Να ζήσουνε σ’ ανθρωποφάγες ερημιές και σε ποτάμια δάκρυα να κολυμπήσουν. Στις πιο ψηλές του φόβου κορυφές έπρεπε να ανεβούν. Να κατεβούνε σε πηγάδια γεμάτα σκοτεινές κατάρες. Να χτυπηθούνε με ανίκητα στοιχειά της φύσης της πανούργας και με τον άγνωστο τον τρόμο, τον αόρατο να μετρηθούνε. Κι έτσι τα παλικάρια χάνονταν το αδύνατο κυνηγώντας. Τη ζωή τους να αλλάξουνε πολέμαγαν κι έχαναν τη ζωή τους.
Μα είναι γραφτό στον κόσμο των παραμυθιών και στη ζωή την ίδια πως χρειάζεται χιλιάδες παλικάρια να χαθούν για να κερδίσει ένα. Κι έτσι βρέθηκε ανάμεσα στα τόσα ένα παλικάρι παραμυθοπαλικαρότερο απ’ όλα τα άλλα. Που τον έλεγαν Δημήτρη κι ήταν, στ’ αλήθεια, ένας ήρωας πραγματικός. Ένας Παλικαροδημήτρης! Που είδε πως με τα παιχνίδια του γεροβασιλιά θα χανόταν όλο το βασίλειο στο τέλος, κι έφυγε αυτός μονάχος του να νικήσει σ’ αυτό που τόσοι χάθηκαν πολεμώντας. Γιατί, όπως και στη ζωή την ίδια, έτσι και στον κόσμο των παραμυθιών είναι γραφτό πως χρειάζεται ένα παλικάρι να χαθεί για να σωθούν χιλιάδες άλλα.
Και μπροστά στον γεροβασιλιά στάθηκε ο Παλικαροδημήτρης υπόσχεση να δώσει πως θα είναι αυτός ο μεγάλος νικητής. Κι υπόσχεση από τον γεροβασιλιά να πάρει πως σα γυρίσει νικητής θα είναι δικό του το έπαθλο το μέγα. Τον χτύπησε στην πλάτη ο γεροβασιλιάς κι η κόρη έστειλε βασιλοχαμόγελο γλυκό. Κι ορκίστηκε το παλικάρι στο βασιλογλυκό αυτό χαμόγελο πως θα γυρίσει νικητής. Θαύμασε κι ο γεροβασιλιάς που, όσο κι αν είχαν αφανίσει τα παιχνίδια του το βασίλειο, υπήρχε ακόμα ένα τέτοιο παλικάρι. «Πες μου, σοφέ μου άρχοντα! Διάταξέ με, βασιλιά μου!», είπε ο Δημήτρης, « σε τι άθλους ορίζεις να ριχτώ; Τι εχθρούς να πολεμήσω θέλεις; Και με τι δώρα μαγικά πρέπει εδώ, πίσω να γυρίσω;»
Κι ο γεροβασιλιάς έβγαλε βαριά, σοφή και γέρικη παραμυθοβασιλοφωνή και είπε: «Τρεις άθλους για σένα έχω φυλαγμένους, παλικάρι μου. Που άλλος κανείς ποτέ δε μπόρεσε ούτε να τους τολμήσει. Τρεις άθλους μοναδικούς. Ένα ξεχωριστό, πραγματικό παλικαροτρίαθλο! Που με κανένα άλλο απ’ τα παιχνίδια μου να παραμυθοσυγκριθεί δε γίνεται. Πρώτον, να ταξιδέψεις στα μακρινά νησιά στο πέλαγος της θλίψης και να μου φέρεις το βασιλοθλιμμένο μαγικό σπαθί! Δεύτερον, τους δαίμονες της θυμωμένης ερήμου να ημερέψεις και σύμμαχους πιστούς του βασιλιά σου να τους κάνεις! Και τρίτον, να σκαρφαλώσεις στης θέλησης το πιο ψηλό βουνό και απ’ των δρακόπουλων τη φωλιά ένα ασημένιο τους αυγό να κλέψεις κι εδώ, πίσω να το φέρεις!»
Κι έφυγε ο Παλικαροδημήτρης, όπως και τόσοι άλλοι πριν απ’ αυτόν στου γεροβασιλιά τα βασιλοπαιχνίδια να πάρει μέρος. Κι είχε στο νου του διαρκώς το βασιλοχαμόγελο της κόρης. Κι ήτανε για το χαμόγελο αυτό που ήθελε περισσότερο από κάθε τι άλλο πίσω νικητής να επιστρέψει. Κι έφυγε και ταξίδεψε στα μακρινά νησιά στο πέλαγος της θλίψης. Άγριο θηρίο η θλίψη τον περίμενε με δόντια κοφτερά καλά ακονισμένα. Γενναίος όμως, ο Δημήτρης μαζί της πάλεψε μέρες και νύχτες αμέτρητες. Πως πέρασε όλη του η ζωή, του φάνηκε στα μακρινά αυτά νησιά. Στο τέλος το τσάκισε το φοβερό θηρίο και το σπαθί το μαγικό, το βασιλοθλιμμένο της το πήρε. Να μη μπορεί άλλους ποτέ με θλίψη να ματώσει.
Και πήγε μετά στη θυμωμένη έρημο. Και πέρασε κι εκεί κι άλλες πολλές μέρες και νύχτες πολεμώντας τους αλήτες τους δαίμονες να ημερέψει. Άλλη μια ολόκληρη ζωή του φάνηκε πως πέρασε στη θυμωμένη έρημο. Κι ήταν οι δαίμονες δύσκολος αντίπαλος. Τόσο που αλήτης δαίμονας κινδύνεψε πολλές φορές κι ο ίδιος να καταντήσει. Μα στάθηκε δυνατός. Κι είχε συνέχεια της βασιλοπούλας το βασιλοχαμόγελο στο νου θάρρος συνέχεια να του δίνει. Στο τέλος υποτάχτηκαν κι οι δαίμονες κι έγιναν του βασιλιά του σύμμαχοι πιστοί. Και πίσω απ’ το άλογό του τους έδεσε. Πιστά σκυλιά συντρόφους να τους έχει, μέχρι στο σπίτι πίσω να γυρίσει.
Κι άρχισε ύστερα στης θέλησης το πιο ψηλό βουνό να σκαρφαλώνει. Μα ήταν οι μέρες που ξόδεψε στα μακρινά νησιά στο πέλαγο της θλίψης, αμέτρητες. Κι ήταν πολλές στ’ αλήθεια οι νύχτες που περάσανε στη θυμωμένη έρημο. Και τότε ο Παλικαροδημήτρης για πρώτη φορά ένιωσε να κουράζεται. Και είπε, «Δεν πειράζει. Ας κοιμηθώ λιγάκι εδώ στους πρόποδες της θέλησης. Και αύριο μέρα είναι. Ανίκητα είναι τα δρακόπουλα της θέλησης. Πώς να τα βάλω εγώ μαζί τους έτσι όπως από δυνάμεις ξέμεινα; Άλλωστε των παιχνιδιών οι όροι του ύπνου τη βοήθεια τη βασιλοεπιτρέπουν.»
Μα ήταν τόσο κουρασμένο το παλικάρι που κοιμήθηκε νύχτες πολλές. Και πέρασαν κι άλλες μέρες πολλές ώσπου να ξυπνήσει πάλι. Και όταν επιτέλους ξύπνησε, είδε πως όλος του ο κόπος, όσο κοιμόταν, χαμένος πήγε. Λύθηκε το μαγικό σπαθί το βασιλοθλιμμένο και τους ανθρώπους πάλι να πληγώσει κυνηγούσε. Λευτερώθηκαν οι αλήτες, οι θυμωμένοι δαίμονες και βάλθηκαν τις αδύναμες ψυχές ξανά να καταδιώκουν. Και είδε ψηλά απ΄ τα βουνά της θέλησης τα φοβερά δρακόπουλα να ορμάν να τον ξεσκίσουν.
Πάλεψε με όλες τις δυνάμεις του, μα αυτή τη φορά, τόσο κακό μαζεμένο ήταν να το νικήσει αδύνατο. Και πίσω από ένα βράχο έτρεξε να φυλαχτεί το παλικάρι. Και λυπημένο έτρεμε που πήγαν χαμένοι οι κόποι του. Και προσπαθούσε το γλυκοχαμόγελο της βασιλοκόρης στο μυαλό του να φέρει για να παρηγορηθεί, μα είχε κι αυτό πετάξει. Και τότε εμφανίστηκε ο μέγας βασιλοκριτής των παιχνιδιών και φώναξε στο παλικάρι να βγει απ’ την κρυψώνα.
«Μέχρι εδώ καλά τα είχες πάει, παλικάρι μου», είπε ο βασιλομέγας ο κριτής. «Κι αν έχασες δεν είναι παρά γιατί σε εγκαταλείψαν οι δυνάμεις σου και θέλησες να κοιμηθείς λιγάκι. Γι’ αυτό κι ο σοφός μας βασιλιάς θα σου δώσει ακόμα μία ευκαιρία. Κι ένα ακόμα γλυκοβασιλοχαμόγελο η κόρη θα σου στείλει για να το πάρεις πάλι το παλικαροτρίαθλό σου απ’ την αρχή.»
Ήταν μεγάλη η βασιλοτιμή που του έκαναν, μα ο Παλικαροδημήτρης δε μπορούσε τη στιγμή εκείνη να τη νιώσει. Μέτρησε τις ζωές που ξόδεψε κυνηγώντας τις βασιλοπαιχνιδιάρες χίμαιρες. Πως η ζωή του τόσες φορές να παλικαροχαθεί κινδύνεψε, θυμήθηκε. Μα το γλυκοχαμόγελο το ’χε πικροξεχάσει.
«Φτάνουνε τα παιχνίδια σας! Τα χόρτασα. Έχασα, μα ξέρω πως θα μπορούσα να κερδίσω. Μα δεν το θέλω πια. Μου τα πήρατε όλα με τρόπο παιχνιδιάρικο: τους φίλους μου, την πόλη μου, την ίδια την τιμή μου. Μα τη ζωή μου, όχι, δε σας την ξαναδίνω! Δε θέλω την Αναξοπούλα σας. Να ζήσω θέλω!»
Έτσι μίλησε ο Παλικαροδημήτρης και αμέσως Δημήτρης έγινε κανονικός. Και στο βασίλειο δεν ξαναγύρισε ποτέ. Κι από τον κόσμο των παραμυθιών το έσκασε, αφού χώρος γι’ αυτόν πια δεν υπήρχε. Και έζησε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου