Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Όλγα και Παππούς

(Αθήνα, τέλη Ιουλίου, καταμεσήμερο)
σκηνή 1η, εσωτερικό: συνοικιακό αναψυκτήριο
Το μαγαζί μοιάζει να είναι άδειο από κόσμο. Μια γυναίκα γύρω στα τριάντα κοντοστέκεται στην είσοδο. Φοράει μια κοντή λινή φούστα και κρατάει ένα ασορτί λινό σακάκι και έναν δερμάτινο χαρτοφύλακα. Φαίνεται ταλαιπωρημένη και σκουπίζει διαρκώς το ιδρωμένο πρόσωπο με το μανίκι της, όσο πιο διακριτικά μπορεί. Κοιτάζει διστακτικά το εσωτερικό του αναψυκτηρίου: 2-3 σιδερένια τραπεζάκια, ψάθινες καρέκλες, μια γιγαντοαφίσα με βουκολικό θέμα και ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δέντρο με φωτάκια πάνω στο μπαρ. Το βλέμμα της σταματάει στο τελευταίο. Το ραδιόφωνο παίζει χαμηλόφωνα κάποιο χριστουγεννιάτικο τραγούδι.

Όλγα
Καλημέρα! Είναι κανείς…;

Πίσω από το μπαρ εμφανίζεται ξαφνικά ένας άντρας γύρω στα ογδόντα. Μοιάζει σα να έχει μόλις ξυπνήσει.

Παππούς
Καλώς τηνα! Χρόνια Πολλά!

Όλγα
Ε... Τι;

Παππούς
Τι θέλει το κορίτσι; Μα για να σε δω καλύτερα, για να σε δω... Που σε ξέρω εσένα, ε; Για έλα πιο κοντά!

Ο παππούς βγάζει, καθαρίζει τα γυαλιά του και τα ξαναφοράει, ενώ η Όλγα αφήνει κάτω το χαρτοφύλακά της και πλησιάζει προς το μπαρ τρίβοντας τους ώμους τις, σα να προσπαθεί λίγο να τους ζεστάνει.

Παππούς
Όλγα μου, κορίτσι μου, εσύ είσαι;

Όλγα
Ε… ναι, εγώ. Μα ποιος…;

Παππούς
Μα εσύ έχεις γίνει ολόκληρη γυναίκα! Πω, πω, πω!

Η Όλγα φοράει το σακάκι της και σταυρώνει τα χέρια. Κοιτάζει μια το χριστουγεννιάτικο δέντρο και μια τον ηλικιωμένο άντρα πίσω από το μπαρ.

Παππούς
Έλα! Δώσε ένα φιλάκι στον παππού σου, που τόσο σε αγαπάει!

Όλγα
Σε ποιον;!

Παππούς
Στον παππού σου, κούκλα μου! Δε θυμάσαι τι μεγάλη αδυναμία που σου είχα;
Αλλά και τώρα, μη νομίζεις... Ξέρεις πόσο πολύ καμαρώνω που έχω εγγονή δικηγορίνα; Πες μου βρε, τους έκλεισες μέσα όλους ή σου έχει ξεφύγει κανένας; Χε, χε!

Ο Παππούς βγάζει ξανά τα γυαλιά του και σκουπίζει με ένα μαντήλι τα μάτια του. Σκύβει και ανεβάζει πάνω στο μπαρ ένα μπουκάλι και δυο ποτηράκια. Η Όλγα στο μεταξύ τρέμει και αρχίζει να κάνει βήματα προς τα πίσω. Σκύβει να πιάσει το χαρτοφύλακά της και η ματιά της πέφτει σε μια φωτογραφία στον τοίχο που δείχνει ένα κορίτσι γύρω στα δεκατέσσερα.

Παππούς
Μα, που πας; Δε θα κάτσεις να πιούμε ένα ποτηράκι;

Όλγα
Να πιούμε, ναι! Κάτι ήθελα να πιω…

Παππούς
Μπράβο το κορίτσι μου! Ίδια ο παππούς σου! Έλα και μου έχουν φέρει φρέσκο πράγμα από το χωριό. Δυναμίτης σου λέω!

Όλγα
Να πιω κάτι… κάτι δροσερό… κάτι… ζεστό!

Ο Παππούς γεμίζει τα ποτηράκια με τσίπουρο. Η Όλγα έχει σηκώσει το χαρτοφύλακα και παραπατάει προς την πόρτα με τα μάτια κολλημένα στη φωτογραφία με το κοριτσάκι στον τοίχο. Η ένταση της μουσικής από το ραδιόφωνο δυναμώνει μέχρι που γίνεται σχεδόν εκκωφαντική. Ο Παππούς συνεχίζει να μιλάει χωρίς να την κοιτάζει. Δεν ακούγεται πια τι λέει. Η Όλγα ουρλιάζει...

Όλγα
Καλά Χριστούγεννα, παππού!

...και βγαίνει τρέχοντας από το μαγαζί. Αμέσως μετά ακούγεται το απότομα φρενάρισμα ενός αυτοκινήτου και αμέσως μετά φωνές. Η μουσική σταματάει.

σκηνή 2η, εξωτερικό: στο δρόμο, έξω από το αναψυκτήριο
Πολλοί άνθρωποι έχουν μαζευτεί γύρω από ένα αυτοκίνητο. Μέσα από τη φασαρία ξεχωρίζουν θρήνοι και βρισιές. Ο παππούς βγαίνει από το αναψυκτήριο και προσπαθεί να ανοίξει δρόμο ανάμεσα στο πλήθος, έχοντας γουρλωμένα τα μάτια του και την παλάμη του μπροστά στο στόμα. Κάτω στο οδόστρωμα, μπροστά στις ρόδες του αυτοκινήτου, βρίσκεται ξαπλωμένο ένα κορίτσι γύρω στα δεκατέσσερα και δίπλα του πεσμένη μια σχολική τσάντα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου