Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011

Άννα και Μαρία

σκηνή 1η: ημέρα, εσωτερικό (εστιατόριο ΝΕΟΝ στην Ομόνοια)
Είναι δύο το μεσημέρι. Η αίθουσα του εστιατορίου είναι γεμάτη κόσμο. Στο ταμείο έχει σχηματιστεί ουρά από πελάτες. Από τα τραπέζια ακούγονται έντονοι διάλογοι σε διάφορες γλώσσες. Κυριαρχούν τα σπαστά ελληνικά. Κάθε φορά που ανοίγει η πόρτα της εισόδου, ο θόρυβος της πόλης εισβάλλει μέσα στο χώρο. Στο ταμείο έρχεται η σειρά της Άννας να πληρώσει. Είναι γύρω στα τριάντα με μακριά μαύρα μαλλιά. Πληρώνει και ψάχνει με το βλέμμα της να βρει άδειο τραπέζι. Προσπαθεί με δυσκολία να ισορροπήσει το δίσκο της αλλά και τον τεράστιο σάκο που έχει κρεμασμένο στον ώμο. Όλα τα τραπέζια είναι γεμάτα. Βλέπει ένα τραπέζι για τέσσερα άτομα, στο οποίο κάθεται μόνη της μια γυναίκα. Είναι στην ηλικία της Άννας, με κοντά βαμμένα κόκκινα μαλλιά. Φαίνεται πως έχει τελειώσει το γεύμα της και πίνει μπύρα διαβάζοντας μία εφημερίδα. Η Άννα πλησιάζει το τραπέζι και ακουμπάει στην άκρη του το δίσκο της. Η άλλη γυναίκα τον κοιτάζει με την άκρη του ματιού της.

Άννα
Συγνώμη! Μπορώ να καθίσω;

Μαρία
Περιμένω παρέα…

Άννα
Μαρία!;

Μαρία

Άννα
Μαρία, τι κάνεις; Δε με θυμάσαι; Η Άννα είμαι…

Μαρία
Α, γεια σου Άννα! Ε... δε σε γνώρισα.

Η Άννα κάθεται, κρεμάει το σάκο της στη διπλανή καρέκλα και ξεκουμπώνει το παλτό της. Η Μαρία παρακολουθεί της κινήσεις της, ενώ κοιτάζει το ρολόι της νευρικά.

Άννα
Δεν το πιστεύω! Πόσα χρόνια έχω να σε δω, ρε; Καλά, έχεις αλλάξει τελείως! Άλλος άνθρωπος…

Μαρία
Ναι… Κι εσύ.

Άννα
Τι κι εγώ, μωρέ; Εγώ ίδια έμεινα. Κι απέξω κι από μέσα. Όπως τα θυμάσαι.

Μαρία
Ναι, ε;

Άννα
Γάμησε τα! Τέλμα… Πάλι καλά που κατεβαίνω και καμιά βόλτα στην Αθήνα να δω τον αδερφό μου και αλλάζω λίγο παραστάσεις. Εσύ, μένεις τώρα μόνιμα εδώ, ε;

Μαρία
Ναι. Πέντε χρόνια τώρα.

Άννα
Α! Από τότε, ε; ( … ) 
Θα 'χεις κάνει καινούριους φίλους εδώ, ε; Μη μου πεις!
Τι παρέα περιμένεις; Κανένα πρόσωπο; 
Παίζει τίποτα καλό;

Μαρία
Κανέναν δεν περιμένω, Άννα. Για να μη καθίσεις μαζί μου το είπα. Γιατί δε γούσταρα. Σε είδα που έψαχνες για τραπέζι και προσπάθησα να κρυφτώ. Να μη με δεις. Δεν είχα καμία όρεξη ούτε να σε ξαναδώ ούτε να τα ξαναπούμε. Κι ας περάσανε πέντε χρόνια από τότε. Και εκατόν πέντε να περάσουν, δε θα αλλάξει τίποτα για μένα. Δε θέλω να ξέρω τίποτα. Ούτε για σένα ούτε για εκείνον. Για μένα δεν υπάρχετε. Μη σηκώνεσαι, σε παρακαλώ! Δεν προκείται να βρεις ελεύθερο τραπέζι τέτοια ώρα. 
Κάθισε! Εγώ, άλλωστε, έχω τελειώσει…

Η Μαρία σηκώνεται, μαζεύει το μπουφάν και την τσάντα της, φιλάει την Άννα βιαστικά στο μέτωπο και φεύγει, αφήνοντας πάνω στο τραπέζι την εφημερίδα που διάβαζε. Η Άννα έχει μείνει να κοιτάζει την άδεια αποσβολωμένη. Έχει σχεδόν βουρκώσει. Πιάνει το πιρούνι της, το φέρνει στη σαλάτα και το αφήνει πάλι κάτω. Βγάζει και ανάβει ένα τσιγάρο. Το βλέμμα της πέφτει πάνω στην εφημερίδα της Μαρίας και κυρίως σε μια φωτογραφία που ξεχωρίζει ανάμεσα στις ειδήσεις. Το χέρι της τρέμει, καθώς τραβάει την εφημερίδα κοντά της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου