Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

13.387

Τη γνώρισα σε ένα μπαράκι. Δίπλα στη θάλασσα. Η ώρα ήταν περασμένη και μόνο οι δυο μας είχαμε απομείνει. Ήταν κι ένα ζευγάρι κάπου στην άκρη και χόρευε κάτι άσχετο με το ρυθμό του τραγουδιού. Και παραπέρα κάπου, στην άκρια της άκρης ένας κόσμος ολόκληρος κάτι άσχετο κι αυτός με της ζωής το ρυθμό να πολεμάει. Τα φώτα έσβησαν κι εκείνη μου πρότεινε να συνεχίσουμε στην παραλία. Ξαπλώσαμε στην άμμο και βαλθήκαμε να μετράμε τα αστέρια. Εγώ ζαλίστηκα και τα παράτησα γρήγορα. Μα εκείνη συνέχισε. Την είδα να μετράει χαμογελαστή. Έβλεπα τα δόντια της να γυαλίζουν στο σκοτάδι και το σκοτάδι τη λάμψη αυτή να τρέμει. Για μια στιγμή μονάχα θέλησα τα δόντια αυτά να με κατασπαράξουν. «Δεκατρείς χιλιάδες τριακόσια ογδόντα επτά», φώναξε ενθουσιασμένη. Με αγκάλιασε και με φίλησε λαίμαργα. Δεν με κατασπάραξε τελικά. Ολόκληρο με κατάπιε. Ακέραιο. Μια μπουκιά με έκανε. Κι έπειτα μείναμε εκεί. Και περιμέναμε. Κι ύστερα ήρθε το πρωί. Και πήρε ο κόσμος ξανά τη μέρα του να ξημερώνει. Σηκώθηκα. «Πού πας;» με πρόλαβε. Έπρεπε να φύγω. Κάτι έπρεπε. Κάποιοι με περίμεναν. Κάπου αλλού έπρεπε να είμαι. «Στάσου!» επέμεινε. «Πόσο καιρό θα μείνεις σ’ αυτή τη χαραμάδα;» Δεν ήξερα στ΄ αλήθεια. Όσο χρειαζόταν. Όσο έπρεπε. «Ωραία! Τότε θα έρχεσαι εδώ κάθε βράδυ. Και θα με βρίσκεις σ’ αυτή την παραλία. Και κάθε βράδυ θα ξαναγνωριζόμαστε. Και θα πίνουμε παρέα κάθε βράδυ. Και κάθε βράδυ θα το ξαναπαίρνουμε απ’ την αρχή αυτό που δεν τελειώνει. Κι εγώ θα σου μετράω τ’ άστρα, όταν εσύ ζαλίζεσαι. Και κάθε βράδυ δεκατρείς χιλιάδες τριακόσια ογδόντα επτά θα τα βρίσκω. Και μετά θα σε φιλάω. Και θα σε τρώω έτσι. Κάθε βράδυ. Για όσα βράδια χρειαστεί να μείνεις σ’ αυτή τη χαραμάδα. Γιατί εγώ τίποτε άλλο δεν θέλω από εσένα. Τα υπόλοιπα τ’ αφήνω στη μέρα και σ’ εκείνους που σε περιμένουν. Γιατί, να το θυμάσαι, σ’ αυτή την ιστορία η αρχή είναι το μόνο που αξίζει. Οι πρώτες ώρες. Μέχρι να πάρει ο κόσμος τη μέρα του να ξημερώνει».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου