Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

το εικοσπεντάρι

Πριν από χρόνια έπινα με δύο φίλους τσίπουρα σε ένα στενό της πόλης. Εκείνης της βραδιάς το τσιπουράδικο σήμερα δεν υπάρχει, αλλά ακόμα κι εκείνο το στενό δεν είναι πια τόσο στενό, όσο τουλάχιστον εγώ πριν χρόνια το θυμόμουν. Θυμάμαι πως καθόμασταν σε τραπεζάκι έξω και πίναμε ασύστολα, μέχρι που άδειασε το μαγαζί και ήθελαν να μας διώξουν.
«Μια γύρα ακόμα, σε παρακαλώ», παρήγγειλε από τους τρεις μας ο πιο ευγενικός χωρίς να μας ρωτήσει. Σύρθηκε το γκαρσόνι βλαστημώντας, πολύ διακριτικά, να εξυπηρετήσει. «Φαντάζομαι δεν θέλετε μεζέ. Γιατί η κουζίνα κλείνει…» «Ε, τότε φέρε από τα έτοιμα! Έτσι θα μας αφήσεις;» Θέλοντας να κρύψει τον ενθουσιασμό του προφανώς, χάθηκε μέσα στην κουζίνα του, αφού του ραδιοφώνου πρώτα ανέβασε την ένταση, να μην ακούμε τις ευχές του.
Κι ενώ εμείς αμετανόητοι θολώναμε τα μικροσκοπικά ποτήρια, ήρθε και μας πλησίασε ένας γέρος ζητιάνος. Έλεγε κάτι ασυνάρτητα, που και νηφάλιοι να ήμασταν, και πάλι θα θέλαμε μετάφραση. Εκείνος το κατάλαβε και σώπασε και άπλωσε το χέρι. «Παππού, δεν παίζει τίποτα. Μα άμα θέλεις τσίπουρο, ένα σου το κερνάμε», είπε ο πιο γενναίος από εμάς και του έδειξε το διπλανό τραπέζι.
Την ώρα που ο σερβιτόρος έφερνε τον εκλεκτό μεζέ του από κονσέρβα φρέσκια, βλέπει τον γέρο να του γνέφει από τη θέση του κι αμέσως με το εγκεφαλικό φλερτάρει. «Φέρε και ένα στον παππού! Σε εμάς να το χρεώσεις!»
Πρέπει να πέρασε τουλάχιστον μισάωρο. Είχαμε πια αδειάσει τα ποτήρια μας. Γυαλίζαμε με ψίχουλα τα πιάτα. Το μαγαζί τα φώτα του χαμήλωνε και μάζευε τραπέζια. Όμως την τελευταία την παραγγελιά την είχανε ξεχάσει. Είδαμε τον παππούλη δίπλα μας να μας κοιτάζει έτσι, στεγνός και παραπονεμένος, και από τους τρεις ο πιο θρασύς πήγε να καθαρίσει. «Τι έγινε, ρε μάστορα; Βάλε στον άνθρωπο να πιει! Αφού είπαμε, κερνάμε.» «Ξέρεις ποιος είναι αυτός εκεί, που θέλεις να κεράσεις; Και μόνο τα μισά αν γνώριζες από όσα έχει κάνει, ούτε νερό δεν θα του έδινες. Γι’ αυτό, λοιπόν, μαζέψου!» Κι έτσι υποχωρήσαμε, ζητήσαμε λογαριασμό, γυρίσαμε στο σπίτια.
Χρόνια έχουν περάσει από εκείνη τη βραδιά, κι ενώ της πόλης φαρδαίνουν τα στενά και οι άνθρωποι στενεύουν, ακόμα ψάχνω για απάντηση να δώσω στο γκαρσόνι. Δεν έμαθα ποτέ τι εγκληματικό μυαλό έκρυβε εκείνη η μάσκα του ανήμπορου και άκακου ζητιάνου. Δεν βρήκα κάποιον να μου διηγηθεί, έστω και μόνο τη μισή, ολέθρια ζωή του. Και προπαντός, ποτέ μου δεν κατάλαβα τι σόι άφεση αμαρτιών ήταν αυτή που θα εξαγόραζε αυτός ο γέρο-σατανάς με ένα εικοσπεντάρι.

1 σχόλιο:

  1. Σε ένα τσιπουράδικο στα Παλιά τρεις φἰλοι που έχουν καιρό να συναντηθούν πίνουν, γελάνε και αδιαφορούν για όσους περνάνε δίπλά τους. Έρχεται ένας παππούς, στην ηλικία του παππού μου λίγο πριν πεθάνει. Πάντα με στενοχωρεί όταν βλέπω παππούδες να πουλάνε λαχεία ή να ζητιανεύουν. Σε μια ηλικία που θα έπρεπε να έχουν ανθρώπους να τους φροντίζουν, βγαίνουν στο δρόμό και ζητάνε το ευρώ μας ή μάλλον την προσοχή μας και ίσως την τρυφερότητά μας. "Πάρτε λαχεία, παιδιά", μας λέει. Εμείς σχεδόν αδιάφορα και με το μάτι σχεδόν θολωμένο απο τα τσίπουρα του λέμε "Ευχαριστούμε, δεν θέλουμε " και αλαζονικά ξαναγυρνάμε στις αφηγήσεις υπερπόντιων ταξιδιών. Ο παππούς κάθεται στο διπλανό τραπέζι και μεις οι αφελείς μεθυσμένοι σκεφτήκαμε πως το έκανε είτε από κούραση είτε επειδή ήθελε να ακούσει τα ταξίδια μας στον κόσμο. Και συνεχίζουμε τις κουβέντες και τα γέλια. μετά απο κάποια λεπτά σε μια παύση για να γεμίσουμε τα ποτήρια μας με τσίπουρο, ο παππούς μας ρωτάει "Παιδιά, μήπως αλλάξατε γνώμη, σίγουρα δε θέλετε λαχεία;" Δε μίλησε κανείς μας... Ακόμα και σήμερα κουβαλάω αυτή την ιστορία. Που αδιαφόρησα, που ντράπηκα και δεν μίλησα. Και προσπαθώ να σκαρώσω μια δεύτερηιστορία και να του τη χαρίσω, αν τον ξαναβρω. Εν είδει εξιλέωσης Και νιώθω πως πρόδωσα το δικό μου παππού, που τόσα χρόνια τον φρόντισα και τον αγάπησα...
    υ.γ. Εννοείται πως το παραπάνω σχόλιο γράφτηκε υπο την επήρεια αλκόολ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή