Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

2003

Αύγουστος του 2003. Έχω μόλις ανοίξει το γραφείο μου και ήδη σκέφτομαι να το κλείσω. Είμαι 28 χρονών και αρχίζω επιτέλους να προβληματίζομαι ως προς το τι θα γίνω όταν μεγαλώσω. Είναι απόγευμα. Το καλοκαίρι γλιστράει και φεύγει έξω από το παράθυρο και εγώ, μην έχοντας άλλη παραθεριστική διέξοδο, φορτώνω στο αμάξι τις αποσκευές και φεύγω προς άγνωστη κατεύθυνση. Το βράδυ είμαι στην Αθήνα. Την ώρα που διασχίζω την έρημη Αχαρνών ακούω την πόλη μαζί μου να γελάει: «Ποια άγνωστη κατεύθυνση, ρε ψευταρά; Γιατί δεν παραδέχεσαι πως σου έλειψα; Γιατί δε λες πως μακριά μου δε μπορείς να κάνεις». Κλείνω το τζάμι και ανοίγω το ραδιόφωνο. Ο εκφωνητής απόψε κάνει πρόγραμμα για μένα. Δεν πάω αμέσως σπίτι, αλλά εξακολουθώ με λαιμαργία να ξανοίγομαι στις εγκαταλειμμένες λεωφόρους. Καμιά φορά, όταν με πιάνει το φανάρι, βιάζομαι τόσο να συνεχίσω την πορεία μου, που μόλις ανάβει το πράσινο ξανά, κορνάρω τον ίδιο τον εαυτό μου.

Το καλοκαίρι εκείνο ο άλλος είχε ξεμείνει στην Αθήνα. Δεν ήξερα πως ήτανε εκεί και ειλικρινά δε σκόπευα καθόλου να τον ψάξω. Όμως μέσα στην άδεια την μητρόπολη δυο μόνοι άνθρωποι είναι περίπου αναπόφευκτο ο ένας πάνω στον άλλον αργά ή γρήγορα να πέσει. Τον βρήκα στην πλατεία το επόμενο πρωί. Είχα ξυπνήσει από νωρίς γιατί ήθελα τη μέρα να προλάβω. Πήρα μπισκότα, γάλα και καφέ και κάθισα σε ένα παγκάκι να πάρω το πρωινό μου χαζεύοντας τους ναυαγούς του άστεως που αναζητούσαν πλοία στο τσιμεντένιο τους ορίζοντα και έπαιρναν για άλμπατρος τα περιστέρια. Ένιωσα ένα σκούντημα στον ώμο μου, γύρισα και τον είδα. Φορούσε ένα κίτρινο παλτό και όπως πάντα είχε έτοιμη μια ωραία ιστορία: «Το ξέρεις πως υπάρχει στο Μετς ένα στενό που οι χάρτες δεν το γράφουνε και ούτε οι ταχυδρόμοι το γνωρίζουν; Το ξέρεις πως κάποτε είχα μείνει και εγώ εκεί; Το ξέρεις πως το στενό αυτό μπορεί να το επισκεφτεί κανείς μια νύχτα κάθε χρόνο; Το ξέρεις πως η νύχτα αυτή φέτος είναι απόψε;» Όσα δεν ήξερα από αυτά, μπορούσα με κάποια ευκολία να μαντέψω. Το μόνο που στα σίγουρα δε γνώριζα ήταν πώς ακριβώς τη μέρα θα περνούσαμε μέχρι να ερχότανε η νύχτα επιτέλους.

-Να σε ρωτήσω κάτι;
-Ρώτα ό,τι θες. Δουλειά μου να απαντάω.
-Αλήθεια, έχει όνομα ο δρόμος που ζητάμε;
-Νομίζω ναι, αλλά αν θες, εμείς του δίνουμε άλλο.
-Πώς λέγεται;
-«Οδός Εκεί».
-Αστείο! Ποιος σκέφτηκε να δώσει τέτοιο όνομα;
-«Οδός Εδώ» λες να ήταν καλύτερα;
-Όσο είναι εκεί κι εγώ εδώ δεν ξέρω να απαντήσω.
-Όταν να θα πας κι εσύ εκεί, όταν το εδώ θα έρθει, δώσε το όνομα που θες. Πες την όπως γουστάρεις.
-Τι θα έλεγες αν την έλεγα τότε «Οδός Εκείνης»;
-Όλο εκείνη έχεις στο νου. Για μένα ούτε σκέψη.
-«Οδός του Άλλου» δεν πάει να την πω. Αυτό το «άλλου» όλοι «αλλού» να δεις θα το διαβάζουν.
-Ναι, έχεις δίκιο μα ευτυχώς. Όσο αυτοί μπερδεύονται, εγώ επιβιώνω.
-«Οδός Εγώ» θα σου άρεσε;
-Τέτοια οδός υπάρχει.
-Αλήθεια; Και που βρίσκεται; Να πάω εκεί να μείνω.
-Μάλλον δεν κοίταξες ποτέ τα γράμματα που στέλνω.
-Τι λες; Μα τα διαβάζω πάντοτε. Τα ξέρω απ’ έξω όλα.
-Το γράμμα ίσως που και που. Τον φάκελο καθόλου.
-Πλάκα μου κάνεις. Δε μπορεί.
-Μπορεί κι ας κάνω πλάκα.

Τις υπόλοιπες μέρες τις πέρασα στο σπίτι σου. Είχες μόλις μετακομίσει στο Χαλάνδρι. Βαριόμουν τα προάστια, το ήξερες. Μα εσύ με ήθελες εκεί αποκλεισμένο. Όλη τη μέρα στο κρεβάτι την περνούσαμε. Στου έρωτα τα επίμονα γυμνάσια. Το σπίτι ακόμα ήταν γιαπί. Μισοτελειωμένο. Μα η κρεβατοκάμαρά σου είχε προηγηθεί του υπόλοιπου οικοδομήματος. Υπήρχε εκεί πριν από εμάς. Πριν μπούνε τα θεμέλια. Πριν κατεβούν οι Δωριείς. Πριν γεννηθεί ο λόγος. Κι όταν η νύχτα ερχότανε, μου έλεγες, «σήκω, ντύσου!». Σαν λύκοι κατεβαίναμε στο κέντρο, στην Αθήνα. Μας ξέρανε, πηγαίναμε στα ίδια μέρη πάντα. Πάντα τα ίδια παραγγέλναμε. Άδειαζαν τα ποτήρια μας πριν λιώσουν τα παγάκια. Και πάντα η κουβέντα μας κατέληγε στα ίδια. «Πότε θα έρθεις μόνιμα; Πάμε στην Ελαφόνησο; Που ήσουν τόσα χρόνια;» Σαν λύκοι κατεβαίναμε και ύστερα γυρνούσαμε στο σπίτι σαν λιοντάρια. Κοιμόμασταν, ξυπνούσαμε, λέγαμε το όνειρά μας. Κοιμόμασταν, ξυπνούσαμε, μετρούσαμε ανάσες. Τους χτύπους της καρδιάς υπολογίζαμε και πάντα κάποιον βρίσκαμε που να μας περισσεύει. Κοιμόμασταν, ξυπνούσαμε και ο καιρός περνούσε. Ο Αύγουστος ο πλακατζής ακόμα λέει ανέκδοτα με μας στους διπλανούς του μήνες.

Τις υπόλοιπες μέρες τις πέρασα έξω από το σπίτι σου. Είχα παρκάρει κάτω από των πεύκων τη σκιά και από εκεί σε κατασκόπευα. Κρατούσα σημειώσεις. Μάζευα από εσένα υλικό για να σε ξαναφτιάξω. Το ξέρω, δεν το ήξερες. Ε, τώρα το μαθαίνεις. Δε με ένοιαζε αν έλειπες. Τι κι αν βρισκόσουν στα νησιά, το σπίτι σου μου αρκούσε.

Είναι ξημερώματα. Κατηφορίζουμε το λόφο του Αρδηττού. Είμαι εγώ και έχω στο πλάι μου τον άλλον. Η πόλη μας στραβοκοιτά αγουροξυπνημένη. Δεν είμαστε ξένοι. Οι ξένοι, άλλωστε, εδώ ακόμα είναι ευπρόσδεκτοι. Είμαστε οι ξενιστές της. Το βήμα μας προδίδει ικανοποίηση. Το βλέμμα μας ίσως μαρτυρά μια απροσδιόριστη λαχτάρα. Είχα πει πως θα έμενα εδώ για άλλες έξι μέρες. Οι μέρες όμως πέρασαν μέσα σε μία νύχτα. Αναίτια, ανεξήγητα χάθηκε μία ζωή ολόκληρη χωρίς να μας ρωτήσει. Και κάπως έτσι έληξε κι αυτό το καλοκαίρι. Αναζητώντας της πόλης τα μυστήρια. Αδιαφορώντας για τα μυστικά της ίδιας μας της φύσης. Βαδίζουμε στην μονωμένη Ηρώδου του Αττικού και ύστερα τρυπώνουμε στον Εθνικό μας Κήπο. Κάποια στιγμή, γυρίζω προς το μέρος του, αλλά εκείνος λείπει. Εξαφανίστηκε κι αυτός. Λοιπόν, και τώρα οι δυο μας. Βγαίνω στην Πανεπιστημίου μοναχός. Τη διασχίζω και νιώθω πως κάνω κάτι πραγματικά παράνομο. Οι λίγοι που συναντώ στο δρόμο μου –οι πιο πολλοί παράφρονες- είναι οι συνένοχοί μου. Οι λίγοι που συναντώ στο δρόμο μου – κανείς δε σκέφτηκε ποτέ τι κάνουνε οι άνθρωποι αυτοί, όταν η πόλη ερημώνει. Οι λίγοι που συναντώ στο δρόμο μου. Ανεβαίνω την Μπενάκη. Κάποια γριά σε ένα μπαλκόνι μου φωνάζει. Φωνάζει εμένα. Με το όνομά μου με φωνάζει. Καμιά φορά, όταν η σκέψη σταματά, ακόμα την ακούω. Κι ύστερα φτάνω σπίτι μου, αλλά δε μπαίνω μέσα. Παίρνω το αυτοκίνητο και φεύγω πάλι πίσω. Και τα παράθυρα που έχω αφήσει ανοιχτά; Κι οι σκέψεις μου; Κι όλα τα πράγματά μου; Όχι, δεν είναι που δε νοιάζομαι. Όχι, που βιάζομαι δε φταίει. Άλλωστε, σε ένα χρόνο ακριβώς πάλι εδώ θα είμαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου