Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

ημέρα πρώτη

Η πρώτη μέρα ήταν Σάββατο. Ξύπνησα γύρω στις 5 το πρωί μέσα σε ένα παιδικό δωμάτιο. Έξω από την πόρτα ήταν δυο φωνές που βρίζονταν στα ιταλικά. Φορούσα ακόμα τα ρούχα της προηγούμενης ημέρας, αλλά όχι τα παπούτσια μου. Το κρεβάτι ήταν μικρό και τα πόδια μου κρεμόντουσαν. Φορούσα ακόμα το παλτό μου. Έψαξα μες στις τσέπες του. Στη μία βρήκα το τηλέφωνό μου. Ακόμα λειτουργούσε. Το δίκτυο μού έλεγε πως ήμουνα εντός της επικράτειας της χώρας μου. Η μια φωνή εκεί, πίσω από την πόρτα μου, είπε στην άλλη να πάει να γαμηθεί. Αυτό, εντάξει, το κατάλαβα. Στην άλλη τσέπη βρήκα κάτι κέρματα και ένα κίτρινο χαρτί, πολύ τσαλακωμένο. Πάνω του είχε ένα νούμερο. Άρχιζε από 69, μα δεν συμπλήρωναν δεκάδα τα ψηφία. Κι όμως, εγώ το πήρα. Στο τέλος έβαλα έναν τυχαίο αριθμό και άρχισε αμέσως τότε να καλεί. Χτύπησε τέσσερις φορές. Στην πέμπτη μού απάντησαν. «Ποιος είναι;» Βρίσκομαι μέσα σε ένα παιδικό δωμάτιο. Έξω από την πόρτα είναι δύο φωνές ιταλικές. Νομίζω πως μαλώνουν. Η μια φωνή τότε κοπάνησε την πόρτα μου και από τον τοίχο δίπλα σωριάστηκαν στο πάτωμα κάτι αστείες ζωγραφιές. «Ποιος είναι; Δεν καταλαβαίνω…» Βρήκα το νούμερό σας μέσα στην τσέπη του παλτού. Φοράω ακόμα τα ρούχα της προηγούμενης ζωής μου, αλλά όχι τα παπούτσια μου. Σας λέω, το κρεβατάκι είναι παιδικό. Τα πόδια μου εξέχουν. Έσκυψα να κοιτάξω κάτω από το κρεβάτι. Το ένα παπούτσι ήταν εκεί. Η άλλη φωνή ξεκλείδωνε την πόρτα – ή μήπως μου την κλείδωνε; «Δεν σας ακούω καθαρά. Είναι νωρίς. Μα πείτε μου, τι θέλετε;» Θέλω να βρω το δεύτερο παπούτσι μου. Μπορείτε να βοηθήσετε; Ξέρετε, το νούμερο που βρήκα πάνω στο χαρτί ήταν μονάχα εννιαψήφιο. Τον τελευταίο αριθμό τον διάλεξα στην τύχη. Ίσως να ήταν λάθος. Αν είναι έτσι, συγχωρήστε με… Μια φάτσα ξεδοντιάρικη δίπλα, στο κομοδίνο, με κοίταζε περίεργα. Ήταν αγόρι. Το είχα ήδη φανταστεί. Όλα γαλάζια ήτανε τριγύρω μου. Η πρώτη μέρα ήταν Σάββατο. Ξύπνησα γύρω στις 5 το πρωί μέσα σε ένα παιδικό, σε ένα αγορίστικο δωμάτιο. Μα αν ήμουνα εγώ εκεί, το αγόρι αυτό που ήταν; Ήταν πρωί, μα ακόμα ήταν νύχτα. Άραγε, που να γύριζε; Γιατί δεν ήταν μες στο γαλάζιο κρεβατάκι του; Όλα γαλάζια ήτανε τριγύρω μου. Ακόμα και το χαμόγελο αυτό, δίπλα, στο κομοδίνο μου. Γαλάζιο και περίεργο. Που είναι το αγόρι; Μήπως γνωρίζετε εσείς; Μπορείτε να βοηθήσετε ή έχω πάρει λάθος νούμερο; «Ποιο αγόρι; Δεν είσαστε εσείς;» Όχι, καμία σχέση. Εγώ είμαι άντρας. Σε λίγους μήνες θα κλείσω τα σαράντα. Είμαι μεγάλος άνθρωπος. Οι δυο έξω από την πόρτα μου φωνές σταμάτησαν να βρίζονται και άρχισαν να γελούν υστερικά. Σκέφτηκα τότε πως τουλάχιστον τα βρήκανε. Όμως το αγόρι δεν ήτανε εκεί. Δεν ήτανε αστείο. Δίκιο δεν έχω; Εσάς ποια είναι η γνώμη σας; «Εγώ δεν έχω γνώμη στις 5 το πρωί.» Αλήθεια, πείτε μου, σας ξύπνησα; Εμένα με ξυπνήσαν οι φωνές. Βριζόντουσαν στα ιταλικά. Δεν ξέρω ακριβώς τι έλεγαν. Κάποια στιγμή είπε η μια στην άλλη να πάει να γαμηθεί, αυτό μονάχα εγώ κατάλαβα. Σηκώθηκα και πήγα μέχρι το παράθυρο. Ακόμα ήταν σκοτάδι. Είδα έξω, στο δρόμο, το αμάξι μου. Ήταν οι πόρτες ανοιχτές και τα αλάρμ αναβοσβήνανε. Στη θέση του οδηγού, στη θέση μου, είδα να κάθεται ένας άνθρωπος μικρόσωμος. «Συγνώμη, είπατε μικρόσωμος; Μήπως απλώς είναι παιδί; Μήπως είναι το αγόρι;» Το αγόρι, ναι. Μου κλέβει το αμάξι μου. «Μα πως; Δεν το κλειδώσατε; Δεν έχετε μαζί σας το κλειδί;» Όχι, σας είπα, μέσα στις τσέπες του παλτού βρήκα μονάχα το τηλέφωνο και ένα χαρτάκι κίτρινο που είχε γραμμένο πάνω του σχεδόν το νούμερό σας. «Δεν ήξερα πως ήταν κίτρινο. Μου φάνηκε ότι είπατε νωρίτερα πως ήτανε γαλάζιο.» Όχι, συγνώμη, παρεξήγηση. Σας είπα δεν είμαι το αγόρι εγώ. Εγώ το μόνο που έκανα ήταν να κοιμηθώ στο κρεβατάκι του. «Και το τηλέφωνο; Το ψάξατε;» Όχι, μονάχα κοίταξα το δίκτυο. Να δω αν βρίσκομαι ακόμα εντός της επικράτειας της χώρας μου. Ήτανε κι οι φωνές αυτές, έξω από την πόρτα -βριζόντουσαν στα ιταλικά- για μια στιγμή πίστεψα, ξέρετε, πως ταξίδευα. «Κλείστε και ξαναπάρτε με. Κοιτάξτε, σας παρακαλώ, όλες τις τελευταίες κλήσεις σας. Μπορεί να βοηθήσει…» Έχετε δίκιο. Σας αφήνω. Χάρηκα. Ίσως τα ξαναπούμε. Κάθισα στο κρεβάτι και έβαλα το ένα το παπούτσι μου. Το άλλο δεν υπήρχε πουθενά. Έξω, στο δρόμο, κάποιος κόρναρε. Ήταν η κόρνα από το αμάξι μου. Ήταν πρωί. Ήταν ακόμα νύχτα. Το αγόρι θα ξυπνούσε ολόκληρη τη γειτονιά και ύστερα όλοι εμένα θα κατηγορούσανε. Ήταν η πρώτη μέρα. Ήταν ακόμα Σάββατο. Κόντευε 6 το πρωί. Σηκώθηκα και πήγα ως την πόρτα. Την άνοιξα προσεκτικά. Δεν ήταν κλειδωμένη. Ήταν ένας μακρύς διάδρομος. Ήτανε κάτι γέλια υστερικά που χάνονταν στο βάθος του. Άνοιξα μιαν άλλη πόρτα, που ήταν εκεί, απέναντι. Ήταν ένα γαλάζιο, σαν του αγοριού, μα άδειο σχεδόν δωμάτιο. Τρύπωσα μέσα του και κρύφτηκα. Κάθισα κάτω, είχε κάτι αστείες ζωγραφιές εκεί, σκόρπιες παντού στο πάτωμα. Κοίταξα το τηλέφωνο ξανά. Τις τελευταίες κλήσεις. Πριν κοιμηθώ είχα μιλήσει με την μάνα μου. Κι ύστερα δέκα αναπάντητες. Όλες από τον ίδιο αριθμό. Το ίδιο εκείνο αριθμό που μόνος μου, πριν από λίγο, στην τύχη τον συμπλήρωσα. Πήρα ξανά. Δεν μου απάντησε. Η κόρνα του αυτοκινήτου μου έφτανε ως τα αφτιά μου. Μαζί με τον γειτόνων τις φωνές. Είχανε βγει όλοι έξω, στα μπαλκόνια τους. Τα είχε βάλει ολόκληρη η γειτονιά με ένα μικρό αγόρι. Αλλά στο τέλος, το ξέρω, εμένα θα κατηγορούσανε. Οι δυο φωνές επέστρεψαν πίσω από την πόρτα. Τώρα μιλούσανε τη γλώσσα μου, μα είχαν κρατήσει ακόμα την ιταλική τους προφορά. «Ξύπνησες; Θες να σου φτιάξουμε καφέ;» Δεν ήξερα τι να τους απαντήσω. Πήρα το νούμερο ξανά και το άφησα για πάντα να χτυπάει. Το πάντα θα κρατούσε έξι ημέρες ακριβώς. Ξύπνησα, ναι. Φτιάξτε μου έναν δυνατό. Ο πόλεμος μόλις ξεκίνησε. Πρέπει να μείνω ξύπνιος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου