Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

1

Βγήκε στο δρόμο και αμέσως άρχισε να προχωρά ξανά προς την πλατεία. Ο καπνός και η ομίχλη που κατέβαιναν από εκεί ξεφτίλιζαν την όρασή του. Δεν ήξερε που ακριβώς ο δρόμος αυτός ολοκληρώνεται. Δεν ήτανε σε θέση ούτε να το μαντέψει. Έσκυψε το κεφάλι του και συνέχισε πεισματικά να προχωρά, αδιαφορώντας για τα όποια εμπόδια μπορούσαν να του προκύψουν. Έπρεπε να επιστρέψει όσο πιο γρήγορα γινόταν σπίτι του. Το σπίτι του. Εκείνη τη στιγμή, αυτό είχε μόνο σημασία. Κάπου στου δρόμου τα μισά άκουσε άναρθρες κραυγές, σήκωσε το κεφάλι και είδε ένα σκουριασμένο πλήθος να έρχεται κατά πάνω του. Όχι, δεν ήτανε ο στόχος τους αυτός. Και αυτούς άλλοι τους κυνηγούσαν. Διάλεξε στην τύχη έναν παράδρομο και άρχισε να τρέχει. Χαμήλωσε το βλέμμα του ξανά και έτρεξε. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να φύγει μακριά. Μακριά από τι, αναρωτήθηκε, την ώρα που οι φτέρνες του τον βάραγαν στην πλάτη. Μακριά από τα πάντα, του απάντησε. Κι έτσι σκυφτός, έτσι τυφλός, συνέχισε να τρέχει, σαν τον δραπέτη δαίμονα που οι άλλοι δαίμονες, οι πρώην σύντροφοί του, ανακαλύψαν μόλις την άθλια προδοσία του κι αμέσως τον πήραν στον κυνήγι. Έτρεξε τόσο που κάποτε στ’ αλήθεια του φάνηκε πως είχε αφήσει πίσω του την πόλη. Σταμάτησε, οσμίστηκε την ερημιά. Είδε μια στάση λεωφορείου πλάι του. Ένας παππούς καθόταν και περίμενε. «Περνάει το 111 από εδώ;» τον ρώτησε. «Όλα από εδώ κάποια στιγμή περνάνε.» Κάθισε δίπλα του παλεύοντας να πάρει πίσω τις ανάσες που είχε μες στην τρεχάλα χάσει. «Γιατί έτρεχες;» τον ρώτησε ο διπλανός του στοργικά. «Για να προλάβω», του απάντησε. «Για να προλάβεις τι;» επέμεινε. Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Του θύμιζε λιγάκι τον πατέρα του. Κάπως περίπου έτσι μάλλον θα έμοιαζε και αυτός μετά μισό αιώνα. Σκέφτηκε: Χα! Μάλλον το παράκανα. Έτρεξα ως το μέλλον. «Από πού έρχεσαι;» τον ρώτησε ο γερασμένος του εαυτός. Δεν του απάντησε και έβγαλε τσιγάρο. «Από πού έρχεσαι;» εκείνος ξαναρώτησε. «Εσύ από πού έρχεσαι;» του είπε εκνευρισμένος. «Εμένα εδώ με βρήκες, το ξέχασες μικρέ; Α! Κοίτα! Έρχεται το δικό σου!» Ένα μισογεμάτο λεωφορείο ήρθε μπροστά τους και σταμάτησε. Ανοίξανε οι πόρτες. «Καλή ξεκούραση», του ευχήθηκε ο παππούς, ενώ επιβιβαζόταν. Κάθισε πίσω ακριβώς από τον οδηγό. Φορούσε κόκκινα γυαλιά κι ένα λευκό πουκάμισο αμάνικο. «Δεν θα χτυπήσεις εισιτήριο;» τον ρώτησε με μια φωνή ξεθυμασμένη, ηλεκτρική, ελάχιστα ανθρώπινη. Ακούμπησε στα γόνατα το σάκο του και άρχισε να ψάχνει. «Δεν θα χτυπήσεις εισιτήριο;» Έκανε πως πάλευε να βρει το πορτοφόλι, αλλά ο νους του ήτανε αλλού. Όλα τα πράγματά του ήταν εκεί, στη θέση τους, κι όμως, κάτι φαινότανε πως έλειπε. «Δεν θα χτυπήσεις εισιτήριο;» Τα σύνεργα, τα εργαλεία της δουλειάς, η εφημερίδα που πάντα μαζί του έσερνε, μα που ποτέ δεν διάβαζε, τα άγραφα τυφλά τετράδιά του. «Δεν θα χτυπήσεις εισιτήριο;» Το σχέδιο. Που ήτανε το σχέδιο; Γύρισε ανάποδα τον σάκο και τον άδειασε στο πάτωμα του οχήματος. Δύο γυναίκες που καθόταν παραδίπλα του έβαλαν τρομαγμένες τις φωνές με αυτά που αντικρίζανε. «Δεν θα χτυπήσεις εισιτήριο;» Το σχέδιο δεν ήταν πουθενά. Το ξέχασε. Το είχε αφήσει εκεί, πάνω στο τραπεζάκι στη βιασύνη του. Τώρα αυτή θα το κοιτά και θα χαμογελάει. Αυτό ήτανε. Προδόθηκε. Πάει το μυστικό του. «Δεν θα χτυπήσεις εισιτήριο;» Γύρισε προς τον οδηγό. «Σταμάτα τώρα, αμέσως!» «Δεν θα χτυπήσεις εισιτήριο;» «Είπα, σταμάτα το γαμημένο λεωφορείο σου, αλλιώς σας τρώω όλους!» «Δεν θα χτυπήσεις εισιτήριο;» «Όχι, ρε πούστη! Εσένα θα χτυπήσω!» Τον άρπαξε από το λαιμό και άρχισε να τον γρονθοκοπάει. Οι επιβάτες ούρλιαζαν κάτι αυτοσχέδιες προσευχές, καθώς χανότανε ο έλεγχος και το λεωφορείο εξόκειλε πάνω στο πεζοδρόμιο. Κοπάνησε πάνω σε κάτι παρκαρισμένα γιώτα χι. Μπήκε ξανά στο δρόμο. Διέσχισε το άλλο ρεύμα, και αφού πήρε σβάρνα ό,τι μπροστά του βρέθηκε, βγήκε στη λεωφόρο. Εκεί συγκρούστηκε, δίχως να ανακόψει ούτε στιγμή ταχύτητα, με ένα άλλο αμάξι διερχόμενο. Ο οδηγός του –επέστρεφε, είπαν, από εκδρομή- το μόνο πράγμα που πρόλαβε να κάνει ήταν να γράψει ένα ποίημα*, που η συνοδηγός δεν πρόλαβε ποτέ της να διαβάσει. Το λεωφορείο έγειρε στις δυο του ρόδες, μετεωρίστηκε για λίγα δευτερόλεπτα και τελικά κατέρρευσε με κρότο στα πλευρά του. Λίγο μετά αυτός ξετρύπωνε από μέσα του, μέσα στα αίματα και στα σπαρμένα τζάμια. Τον είδαν να σηκώνεται όρθιος, να κρύβεται πίσω από ένα ζευγάρι κόκκινα γυαλιά και να απομακρύνεται κουτσαίνοντας.


Λίγο η αποκάλυψη του πρώτου της καφέ, λίγο το σχέδιο στο χαρτί, λίγο η μέρα αυτή που δεν τελείωνε και που ακόμα ήτανε μονάχα μεσημέρι, η αναστάτωσή της την έκανε να μην αναγνωρίζει το σώμα της το ίδιο. Πηγαινοερχόταν μες στο μαγαζί παίρνοντας σβάρνα τραπέζια και καρέκλες κι όλο ένιωθε πως πνίγεται. Πως στέρευε το οξυγόνο εκεί μέσα. Πήγε ως την πόρτα και την άνοιξε. Ο μολυσμένος αέρας του δρόμου εισέβαλε μέσα στα πνευμόνια της και αμέσως την συνέφερε. Είχε ξεχάσει σχεδόν πώς αναπνέουν. Άκουσε άγριες κραυγές και είδε από το βάθος να ξεχύνεται το αγριεμένο πλήθος. Ερχόταν κατά πάνω της. Αυτή ήταν ο στόχος τους. Όπως αυτός έτσι κι αυτοί. Όλοι για αυτήν ερχόντουσαν. Κινδύνευε. Έπρεπε να είχε φύγει, όσο ακόμα ήταν νωρίς. Τώρα εκείνο που της έμενε ήταν μονάχα να κρυφτεί και να ελπίζει πως θα την προσπεράσουν. Μπήκε ξανά και κλείδωσε. Έσβησε όλα τα φώτα. Πίσω από το μπαρ της οχυρώθηκε και απέμεινε να περιμένει. Είδε την καφετιέρα πάνω από το κεφάλι της και άρχισε να σκέφτεται μήπως μια κούπα ακόμα από ετούτο το μαγικό ζουμί ήταν μια κάποια λύση. Και τότε άκουσε τα πρώτα βίαια χτυπήματα. Το πλήθος είχε φτάσει ήδη μέχρι την πόρτα –την είχαν μάλλον μυριστεί- και οργισμένο την τζαμαρία της βαρούσε. Θυμήθηκε το σχέδιο. Ήταν ακόμα επάνω στο τραπέζι. Θα το κατέστρεφαν πριν φτάσουνε στο μπαρ. Η απεικόνισή της θα χανότανε πριν να εκλείψει η ίδια. Κοίταξε το τηλέφωνο. Να πάρει το αφεντικό. Να του ζητήσει βοήθεια. Τι να της πει τώρα αυτός; Μάλλον να πάει να κόψει το λαιμό της. Μήπως αυτό ήταν η λύση τελικά; Κοίταξε τα μαχαίρια που μες στο νεροχύτη μούλιαζαν. Οι άλλοι απ’ έξω ήδη ραγίζανε τα τζάμια. Γιατί να κόψει το δικό της τον λαιμό και όχι τον δικό τους; Την ώρα εκείνη αυτό της φάνηκε αλήθεια ευκολότερο. Άρπαξε εκείνο με την λεπίδα την πλατιά. Σηκώθηκε, αποκαλύφθηκε. Την είδανε οι άλλοι. Τρομάξανε έτσι, όπως κρατούσε το μαχαίρι σαν σπαθί και το κουνούσε στον αέρα. Κομμάτια πληγωμένα της ατμόσφαιρας σωριάζονταν στα πόδια της, ενώ συνέχισε να προχωράει σταθερά διαλέγοντας ποιος θα είχε την τιμή να ήτανε το πρώτο σφάγιό της. Περνώντας δίπλα από το τραπέζι του, πήρε με το άλλο χέρι το χαρτί, το δίπλωσε ξανά και το έβαλε στην τσέπη της. Τώρα δεν είχε πια να χάσει τίποτα. Οι άλλοι το κατάλαβαν και άρχισαν να φεύγουν. Κάποιοι χυδαία βρίζοντας. Κάποιοι άλλοι στέλνοντας φιλιά και κλείνοντας το μάτι. «Να ζήσεις, να μας θυμάσαι, κοπελιά», της φώναζαν. «Να πας να γαμηθείς, μωρή! Χαμούρα, πουτανάκι!» Τότε κατάλαβε το λάθος της. Είδε στα μάτια την απελπισία τους, τον φόβο, την οδύνη. Κι αυτούς άλλοι τους κυνηγούσανε. Όχι, δεν ήταν το μανιασμένο πλήθος ο εχθρός. Αυτοί ήταν τα θηράματα. Για άσυλο την ήθελαν και όχι για θυσία. Απέμεινε να τους κοιτά έτσι, εκεί, σαν άγαλμα, με το μαχαίρι με την λάμα την πλατιά ακόμα στο χέρι ξεχασμένο. Μέχρι που όλοι τους απομακρύνθηκαν, μα αφήσαν πίσω έναν. Αυτός ήταν αλλιώτικος. Παράταιρος με την στιγμή. Άσχετος με τον χρόνο. Φορούσε γάντια, ένα παλτό δερμάτινο και από το ένα χέρι του κρεμόταν ένα παλιομοδίτικο καπέλο. Τα χείλη του ανοιγοκλείνανε. Ο άνθρωπος μιλούσε. Τι ήταν αυτό που έλεγε; Ήθελε να το ακούσει. Πλησίασε, ξεκλείδωσε, άνοιξε χαραμάδα. Ίσα που να χωράει τη λεπίδα της. «Τι θέλετε, παρακαλώ;» «Είστε ακόμα ανοιχτά; Μπορώ να πιω έναν καφέ;» την ρώτησε, ενώ το γάντι χάιδευε του μαχαιριού την άκρη. «Περάστε, ναι», αιφνιδιάστηκε και άνοιξε την πόρτα. Μπήκε αυτός, προχώρησε κοιτάζοντας τον χώρο, λες και επισκεπτόταν μουσείο ή ανάκτορο και όχι ένα συνοικιακό καφέ στο χείλος της αβύσσου. Έβγαλε το παλτό, τα γάντια του, ακούμπησε σε μια καρέκλα το καπέλο και από ολόκληρο το μαγαζί διάλεξε τελικά και κάθισε στου άλλου το τραπέζι. «Ξέρετε, το τραπέζι αυτό;» «Συγνώμη, είναι πιασμένο;» «Όχι, αλλά δεν είναι καθαρό.» «Καλά, δεν με πειράζει.» «Τουλάχιστον να μάζευα να πράγματα…» «Δεν έχει πολύ ώρα, ε;» «Τι θέλετε να πείτε;» «Δεν έχει ώρα που έφυγε.» «Ποιος; Τι ακριβώς ρωτάτε;» «Εκείνος που καθόταν πριν εδώ. Λίγο νωρίτερα να ερχόμουν, μπορεί να τον προλάβαινα, σωστά;» «Τον ξέρετε;» «Όχι, εσείς;» «Είναι πελάτης τακτικός.» «Και έχει το τραπέζι του.» «Την ώρα αυτή που έρχεται, το μαγαζί είναι άδειο.» «Και το γεμίζετε μαζί. Συγνώμη, γίνομαι λιγάκι αδιάκριτος. Μπορώ να έχω έναν καφέ;» «Μάλιστα. Πώς τον πίνετε;» «Φέρτε μου έναν σαν κι αυτόν, παρακαλώ. Και με την ησυχία σας. Μην τρέχετε. Δεν βιάζομαι. Ήρθα να περιμένω.» «Εσείς τον πήρατε τηλέφωνο;» «Ποιον; Τι ακριβώς ρωτάτε;» «Αυτόν που πριν καθότανε εδώ.» «Είστε ερωτευμένη;» «Μην μου απαντάτε με ερώτηση!» «Πείτε μου, εκείνος το γνωρίζει;» «Σήμερα με ζωγράφισε.» «Τι λέτε; Σας το έδειξε; Σας πέτυχε, αλήθεια;» «Όχι, είδα το σκίτσο μόνη μου.» «Το άφησε πίσω φεύγοντας;» «Το ξέχασε.» «Γίνεται, μήπως, να το δω;» «Όχι, νομίζω δεν σας αφορά.» «Δεν ξέρετε τι με αφορά.» «Δεν θέλω και να μάθω.» «Καλώς. Μπορώ να έχω εκείνον τον καφέ που λέγαμε;»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου