Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014


Κι αφού διέσχισε ξανά ανάποδα την πόλη, έφτασε πάλι στη γνωστή του γειτονιά, που τώρα πια ήταν ερημωμένη. Αυτή τη φορά απέφυγε να πάει από την πλατεία, αν και τώρα πια τίποτα δεν ακουγόταν από εκεί. Μάλλον μια νέα ανακωχή θα είχε στείλει και πάλι τους εμπόλεμους στα σπίτια τους. Σκέφτηκε πως ίσως να ήταν ο μόνος που ακόμα εκεί έξω στους δρόμους τριγυρνούσε. Έτσι ήταν πάντοτε. Με το να αποφεύγει τις συρράξεις τους, ούτε στον πόλεμό τους έμπλεκε μα ούτε κι απολάμβανε ποτέ τα δώρα της ειρήνης. Όσο πλησίαζε ξανά προς το καφέ, συνειδητοποιούσε ότι δεν ήταν έτοιμος για αυτό που πήγαινε να κάνει. Τι ακριβώς θα έλεγε; Συγνώμη, μήπως είδες αν ξέχασα μια ζωγραφιά επάνω στο τραπέζι μου; Αν πράγματι την είχε αφήσει εκεί επάνω στη βιασύνη του, το πιθανότερο θα ήτανε αυτή να μην την είχε καν προσέξει και θεωρώντας την ως ένα άχρηστο χαρτί να την τσαλάκωνε και να την έριχνε μετά μες στα σκουπίδια. Και τότε αυτός τι θα της έλεγε; Συγνώμη, ξέρεις, για μένα ήτανε σημαντικό. Μήπως θα μπορούσα, άραγε, να ψάξω μες στον κάδο; Σιγά να μη τον άφηνε. Θα έψαχνε μονάχη της και αν κι αφού την έβρισκε, σίγουρα μια μάτια θα έριχνε, να δει τι είναι αυτό το τόσο πια σημαντικό που κρύβει ένα χαρτάκι. Βέβαια μπορεί και ήδη να το είχε δει. Να το είχε βρει, καθώς θα πήγαινε να καθαρίσει το τραπέζι του. Να το είχε ξεδιπλώσει έτσι, από απλή περιέργεια. Να είχε μάθει τώρα πια ποιο ήταν το μυστικό του. Και πάλι όμως, δεν ήταν παρά ένα σκιτσάκι πρόχειρο. Μπορεί να το είδε, μα να μην το κατάλαβε. Οι δυνατότητές του δεν του επιτρέπανε να φτιάξει κάποια πολύ πιστή αναπαράσταση. Δεν είχε προσπαθήσει καν να αποδώσει τα χαρακτηριστικά του όμορφου προσώπου της. Η αλήθεια είναι πως υπήρξανε και άλλα μεσημέρια όπου τα είχε καταφέρει πιο καλά. Όχι, σήμερα δεν ήτανε η μέρα του. Σήμερα, τη μέρα εκείνη δηλαδή, όλα του πήγανε στραβά. Κι ήταν κι εκείνο το γαμημένο τηλεφώνημα. Καλύτερα θα ήταν μάλλον να το είχε κλείσει. Μετά όμως θα έπρεπε να ψάξει και να βρει άλλες δικαιολογίες. Κι οι άλλοι από ψέματα δεν έπαιρναν. Πώς να τους κοροϊδέψει; Όσο πλησίαζε στο μαγαζί, τόσο η απογοήτευση του δάγκωνε σαν φίδι το στομάχι. Τα φώτα του ήταν σβηστά, αν και ακόμα ήταν νωρίς. Δεν ακουγόταν μουσική, μα ωστόσο η πόρτα φαινότανε μισάνοιχτη. Έφτασε, είδε στη τζαμαρία μια ραγισματιά, πήγε μια βόλτα το μυαλό του ως το κακό και ύστερα μπήκε μέσα. Μες στο ημίφως τα μάτια του σχημάτισαν φαντάσματα. Είδε δυο άντρες στο τραπέζι του να κάθονται κι αμίλητοι να τον κοιτάζουν. Από το βάθος μια άλλη φιγούρα καθισμένη σε σκαμπό ανασηκώθηκε. Μα σήκωσε αμέσως ο ένας από τους δυο παρείσακτους το χέρι του, σαν να έδινε κάποια εντολή, κι αυτή ακινητοποιήθηκε. Τότε κατάλαβε ότι ο δεύτερος δεν ήταν παρά του πρώτου το παλτό και το καπέλο, που αραγμένα πάνω στην καρέκλα δίπλα του παρίσταναν μια σιωπηλή κι αόρατη παρέα. Για κάποιον λόγο του φάνηκε ότι αυτός ο τύπος τον περίμενε. Μαγνητισμένος τον πλησίασε. Τον είδε που χαμογελούσε. Τον κοίταξε καλύτερα. Του ήτανε τελείως άγνωστος. Ποιος ήταν ο σφετεριστής που είχε πιάσει το τραπέζι του. Που ήρθε μόλις έφυγε, μέσα σε ετούτο, στο δικό του το καφέ, με αυτό το όνομα το τόσο ακατανόητο; «Άνεμοι αληγείς.» «Συγνώμη;» «Αυτό σημαίνει. Στα γαλλικά.» «Μα, πώς το καταλάβατε;» «Είναι οι άνεμοι των τροπικών. Ξέρετε, αυτοί που πνέουν σταθερά, ολόκληρο τον χρόνο. Εκεί οφείλουνε και το όνομά τους, άλλωστε. Γιατί ποτέ δεν λήγουν. Ναι, μην σας φαίνεται παράξενο, κάποιοι άνεμοι δεν εξασθενούν ποτέ. Κάποιοι κρατούν για πάντα.» «Ναι, μα εσείς… πώς γίνεται;» «Ας πούμε πως είχα ζήσει κάποτε σε εκείνα εκεί τα μέρη.» «Πώς καταλάβατε την σκέψη μου;» «Ας πούμε επίσης πως εκείνη εκεί η εποχή μου άφησε παράξενα κουσούρια.» «Κουσούρια; Εγώ δυνάμεις θα τις έλεγα.» «Εξαρτάται.» «Από τι;» «Συνήθως από αυτό που ψάχνετε.» «Κι εσείς τώρα τι ψάχνετε;» «Εγώ πίνω μονάχα έναν καφέ. Εσείς, ωστόσο, είναι προφανές: Κάτι αναζητάτε. Καθίστε όμως, σας παρακαλώ. Φαίνεστε κουρασμένος. Και βγάλτε αυτά τα κόκκινα γυαλιά. Αλήθεια, δεν σας πάνε. Λοιπόν, ακούω, πείτε μου! Πρίγκιπα, τι σας λείπει;» «Βρήκατε κάτι πάνω στο τραπέζι μου;» «Ποιο είναι το τραπέζι σας;» «Αυτό εδώ που κάθεστε.» «Άρα είναι δικό μου.» «Ναι, αλλά πριν καθόμουνα εγώ.» «Αλήθεια; Δεν σας πρόσεξα.» «Έφυγα πριν να έρθετε εσείς.» «Κρίμα. Χάσατε το καλύτερο…» «Το οποίο και τι ήταν;» «Χάσατε, ας πούμε, μιαν απώλεια.» «Δεν σας καταλαβαίνω.» «Αν ήτανε αυτό το τραπεζάκι σας. Αν είναι αυτό το αγαπημένο σας καφέ. Αν υπάρχει μέσα σε αυτό το μέρος ένας τουλάχιστον λόγος σοβαρός που να σας κάνει να επιμένετε να ζείτε κάθε μέρα. Αν όσα ως «δικά σας» εσείς τώρα ορίζετε βρίσκονται μέσα σε τόσα λίγα τετραγωνικά όλα τους μαζεμένα, τότε, αλήθεια, γιατί εγκαταλείψατε τη θέση σας; Αλήθεια, γιατί φύγατε;» «Γιατί με πήρανε τηλέφωνο.» «Ποιος; Πάλι κάποιος «δικός σας»;» «Όχι ακριβώς.» «Κάποιος που εσείς είστε δικός του, τότε.» «Πείτε μου, βρήκατε το σχέδιο;» «Τόσο ανάγκη το έχετε;» «Το θέλω. Είναι δικό μου.» «Κι αυτό δικό σας; Μα εσείς είσαστε πλούσιος! Ακούστε, μόλις φύγατε, εδώ έγινε κακός χαμός. Θα είδατε, φαντάζομαι, το ράγισμα στο τζάμι. Ο κόσμος που είχε μαζευτεί σήμερα στην πλατεία θεώρησε, όπως κι εσείς, πως ήτανε δικιά του. Όπως κι ο δρόμος, άλλωστε, και ολόκληρη η πόλη. Ξέρετε, γιατί έφυγαν; Γιατί εγκατέλειψαν τη θέση τους και γύρισαν στο σπίτι;» «Γιατί κι αυτούς κάποιος τους πήρε στο τηλέφωνο;» «Γιατί κάποιος τους είπε πως είναι όλοι δικοί του. Έτσι δεν γίνεται δουλειά. Σωστά; Δεν συμφωνείτε; Και η «δικιά σας» από εδώ…» «Τι λέτε; Μην φωνάζετε!» «Δεν μας ακούει, προς το παρόν, να μην ανησυχείτε. Μα είναι αλήθεια πως είπα ήδη αρκετά. Καλύτερα να φεύγω.» «Και το σχέδιο;» «Το σχέδιο έτσι κι αλλιώς ήταν κακό. Να φτιάξτε ένα άλλο. Και μην ξεχνάτε, είπαμε: Άνεμοι αληγείς. Μην μπερδευτείτε πάλι!»


Ναι, αυτό ήτανε που έπρεπε να κάνει. Να πάρει το αφεντικό, να του ζητήσει βοήθεια. Δεν μπορεί, τόσες άκριες έχει αυτός. Τόσοι ασφαλίτες μαζεύονται εδώ τα πρωινά να πιούνε τον καφέ τους. Τόσες ροχάλες είχε ρίξει αυτή μες στα φλιτζάνια και τις κούπες τους. Όλο και κάποιος από αυτούς θα ήτανε στη γύρα. Δίπλα είναι το τμήμα, άλλωστε. Κι αυτοί οι άνθρωποι γαμώ, γιατί δεν έκαναν εκεί την επανάστασή τους; Μήπως για εκεί ξεκίνησαν και χάσανε τον δρόμο; Έβγαλε το τηλέφωνο. Ανύπαρκτο το σήμα. Οι ελπίδες στέρευαν σιγά-σιγά. Έψαχνε γύρω της κάτι να βρει για να πιαστεί. Να μην τα παρατήσει. Το μάτι έπεσε ξανά πάνω στην καφετιέρα. Να είχε, άραγε, ο καφές και άλλες ιδιότητες; Άραγε να μπορούσε, αν έπινε και άλλο, να την κάνει, με κάποιον τρόπο μαγικό, απαρατήρητη, αόρατη και ανύπαρκτη ακόμα; Να έμπαιναν οι εχθροί στο μαγαζί, να το λεηλατούσαν, κι αυτή, σαν το κουνούπι, να τους κοιτούσε από ψηλά. Να γέλαγε μαζί τους. Όχι, ο καφές ό,τι ήτανε να κάνει πια το έκανε. Την ξύπνησε για τα καλά. Τώρα κάτι άλλο έπρεπε να βρει. Να την αποκοιμίσει. Κοίταξε τα μαχαίρια που κρέμονταν από ψηλά. Αυτό με την λεπίδα την πλατιά της έκλεισε το μάτι. Τεντώθηκε να πιάσει την λαβή, μα ήταν πια πολύ αργά για τέτοιες αντιδράσεις. Την ώρα εκείνη η τζαμαρία τελικά του μαγαζιού κατέρρευσε. Και τόσο πια που άντεξε, πολύ στ’ αλήθεια ήταν. Τα θρύψαλά χυθήκανε παντού, η ραγισμένη γεύση του γυαλιού της έκαψε τη γλώσσα. Και οι κακούργοι εισβολείς πλημμύρισαν το μέρος. Όσο κι αν κράτησε αιώνες η αναμονή, όλα τα υπόλοιπα έγιναν σε μια στιγμή μονάχα. Άρπαξαν ό,τι άξιζε, φάγαν ό,τι τρωγόταν, και όλα τα άλλα τα κατέστρεψαν, τα έσπασαν κομμάτια. Μέσα σε μία ξέφρενη χαρά. Μες σε σφιγμένα δόντια. Μα ωστόσο, όσο κρατούσε το κακό, εκείνην δεν την πείραξαν. Την άφησαν να κάθεται εκεί, σε μια γωνιά και να κοιτάζει μια μουτζούρα στο χαρτί που φύλαγε στην τσέπη. Στο τέλος κάποιος είπε: «Αυτήν εδώ τι θα την κάνουμε;» Και επειδή δεν τους βρισκόταν κάποια ιδέα πρόχειρη, φεύγοντας από το μαγαζί, την πήρανε μαζί τους. Βγήκαν στον δρόμο με αυτήν πάνω στους ώμους τους. Δύσκολα καταλάβαινες αν ήταν το κορίτσι αυτό ένα ακόμα λάφυρο ή αν μήπως τελικά το κίνημα βρήκε τον αρχηγό του. Δύσκολα και οι ίδιοι, αν τους ρωτούσες σοβαρά, μάλλον θα απαντούσαν. Κανείς δεν ήταν σίγουρος, τι από τα δύο περισσότερο τους έλειπε. Και κανενός δεν του περίσσευε μία σαφής ιδέα. Έξω ξανά στο δρόμο, όμως, ξαφνικά θυμήθηκαν ότι τους κυνηγούσανε. Αλλά επειδή οι διώκτες τους είχαν μάλλον σχολάσει, είπανε να γυρίσουνε πίσω στο φρούριο τους. Και έτσι άρχισαν ξανά τον δρόμο να ανεβαίνουνε. Να βρούνε την πλατεία τους. Τη μέρα να ανακτήσουν. Χοροπηδούσε αυτή εκεί, πάνω στις πλάτες τις τεκτονικές, και επειδή ήταν πιο ψηλά και έβλεπε μακρύτερα, συνέχεια τους φώναζε: «Όχι, μην πάτε προς τα εκεί! Γυρίστε! Είναι παγίδα!» Όμως αυτοί είχαν τα αυτιά τους χαμηλά και τις φωνές δεν άκουγαν. Και έτσι πάλι ανέβηκαν από τον ίδιο δρόμο. Και έτσι αναποδογύρισαν ολόκληρη τη μέρα. Μέχρι που φτάσανε ξανά στο επίπεδο το κάστρο, όπου και τους περίμενε το τέρας του Αυγούστου. «Ποια είναι αυτή;» μόλις τους είδε ρώτησε. «Μια φίλη», του απαντήσαν. «Κι εγώ πώς δεν την ξέρω;» «Τόσο καιρό κρυβότανε.» «Και τι την φέρατε εδώ;» «Είναι για σένα. Δώρο.» «Δώρο γιατί; Τι έκανα;» «Που πήγανε οι μπάτσοι;» «Πάνε αυτοί, τους έφαγα. Ήρθε η σειρά σας τώρα.» «Μα εσύ είσαι με το μέρος μας.» «Είμαι με αυτόν που τρώγεται.» «Φάε αυτήν! Είναι καλή, είναι νόστιμη. Θα δεις, θα σε χορτάσει.» «Νομίζω για αυτήν εδώ πως έχω άλλα σχέδια. Τρώω, πεινάω διαρκώς, μα έχω κι άλλες ανάγκες.» Και τότε το τέρας άρχισε τους φίλους του να τρώει. Άντρες, γυναίκες και παιδιά. Δεν έκανε διακρίσεις. Αυτοί διαμαρτύρονταν, φωνάζαν, βλαστημούσαν. Αλλά παρέμεναν εκεί, δεν έλεγαν να φύγουν. Στους δρόμους όλη μέρα, τα πηγαινέλα τους κουράσανε. Είχε περάσει κι η ώρα. Το κτήνος τους κατάπινε, μα αυτοί, αντί να αντισταθούν, το έριχναν στην γκρίνια. Ήταν πολλοί στον αριθμό, στο γράμμα όμως λίγοι. Τραβιόντουσαν, σπρωχνόντουσαν, λέγανε παραμύθια: «Πόσο να φάει το τέρας πια; Κάποια στιγμή θα σκάσει. Κάποιοι θα γίνουνε μεζές. Κάποιοι θα την γλιτώσουν.» Κανένας τους δεν γλίτωσε. Άδειασε η πλατεία. «Και τώρα οι δυο μας, κοπελιά. Πώς είπαμε σε λένε;» Όπα! Κάπου εδώ δεν είναι που πρέπει να εμφανιστεί ξάφνου το παλικάρι; Να βγάλει από το σάκο το σπαθί; Τον δράκο να σκοτώσει; Να σώσει το κορίτσι του; Να αγαπηθεί ο κόσμος; Μόνο που ο φίλος μας –αλήθεια τον θυμάστε;- όλη αυτήν την ώρα, ξέρετε, επέστρεφε στο κέντρο με τα πόδια. Ήταν και καλοκαίρι. Είχε και μία ζέστη φοβερή. Κάπου στο δρόμο δίψασε. Ήπιε πέντε-έξι μπύρες. Μέχρι να φτάσει, πάει, το έχασε το έγκλημα. Το είδε στις ειδήσεις. Αλλά και πες πως έφτανε νωρίς. Το τέρας δεν το είχε. Μάλλον θα τον κανόνιζε κι αυτόν, μαζί με την «δικιά του». Έφτασε τα μεσάνυχτα. Την βρήκε να είναι μόνη. Έσταζε, έτρεχε παντού. Μούσκευε την πλατεία. «Τι έγινε;» τη ρώτησε. «Εδώ, μωρέ, τα ίδια.» Το κτήνος της είχε κάνει τη ζημιά. Την είχε ξεκωλιάσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου