Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014


Ωραία μέρα για εκδρομή. Και ας μην πηγαίναν μακριά. Κι ας έφταναν μονάχα ως τα περίχωρα της πόλης. Και μόνο που μπήκαν στο αυτοκίνητο. Και μόνο που τα παράθυρα κατέβασαν και κρέμασαν τα χέρια τους απ’ έξω. Και μόνο που η μουσική. Της ζήτησε από χθες αργά να φτιάξει ένα σάουντράκ για τη σημερινή τους βόλτα. Αυτή έβαλε μέσα τα πιο σημαντικά: Εκείνο που έπαιζε τότε που γνωριστήκανε. Εκείνο που διάλεγαν να ακούν κάθε φορά που μάλωναν – σιωπούσαν και το έβαζαν στα τέρματα, μέχρι να τους περάσει. Το άλλο που εκείνον τον νευρίαζε, μα επειδή αυτή το αγαπούσε, γούσταρε κατά βάθος εκείνο το μονότονο μουρμουρητό με το οποίο το συνόδευε. «Να πάρω το μαγιώ μαζί», τον ρώτησε, ενώ βόλευε τα πράγματα στον σάκο. «Παρ’ το, αν και δεν νομίζω να καταφέρουμε να φτάσουμε ως τη θάλασσα.» Ποια θάλασσα; Το κύμα είχε ήδη σκεπάσει το κατώφλι. Βγήκαν στο δρόμο αγκαλιά. Το αμάξι ήδη μούγκριζε. «Σου το είχα πει, ψωράλογο, πως θα σε πάμε βόλτα…» Έβαλαν μπρος, ξεκίνησαν. Βγήκανε στα μπαλκόνια τους όσοι είχαν απομείνει. «Καλό ταξίδι, ρε παιδιά! Κάντε και μια βουτιά για μας και θα σας το χρωστάμε.» «Μπορεί να μην προλάβουμε να πάμε ως τη θάλασσα», φωνάξανε πίσω τους αυτοί καθώς απομακρύνονταν. Ποια θάλασσα; Τα φύκια είχαν ήδη τις σκάλες περιζώσει. Στο πρώτη διασταύρωση τους έπιασε φανάρι. Είδε το γόνατό της να τρίβει τις ταχύτητες και έβαλε το χέρι του κάτω από τη φούστα. «Έχασες κάτι;» τον ρώτησε. «Όχι, αλλά κάτι βρήκα.» «Άντε, ξεκίνα! Πράσινο! Θέλουμε και βενζίνη!» Βρήκανε ένα ανοιχτό. «Πόσο να βάλω;» τους ρώτησε ο βενζινάς και τότε άρχισε αυτός κέρματα να μετράει. «Καλά, άσ’ το, παλικάρι μου! Πες πως κερνάει το μαγαζί. Να πάτε, να σας δροσίσει το νερό. Σας βλέπω ξαναμμένους…» Αυτός τον ευχαρίστησε, μα φεύγοντας του είπε: «Δεν ξέρω, μπάρμπα, αν θα μας δει η θάλασσα. Πάμε κι όπου μας βγάλει.» Ποια θάλασσα; Τα ψάρια ήδη φώλιαζαν μέσα στην κάμαρά τους. Λίγο μετά τους έπιασε και δεύτερο φανάρι. Και τότε άρχισε αυτή εκεί να χασμουριέται. «Τι έπαθες; Βαρέθηκες;» «Όχι, μωρέ. Νυστάζω.» «Γιατί; Μήπως ξενύχτισες;» «Αφού έφτιαχνα τη μουσική. Να έχουμε για το δρόμο. Κι ακόμα δεν ακούσαμε ούτε ένα τραγούδι.» «Καλά, κοιμήσου τότε εσύ και άσε με εμένα να οδηγώ, να ακούω τη μουσική σου.» «Ξύπνα με, όταν φτάσουμε! Κοίτα μπροστά! Το νου σου…» Κι έκλεισε αυτή τα μάτια της. Κι άνοιξε αυτός το ράδιο. Ωραία μέρα για εκδρομή. Όχι, καθόλου δεν θα πείραζε και αν έφταναν μονάχα ως τα περίχωρα της πόλης. Και μόνο που μπήκαν στο αυτοκίνητο. Και μόνο που τα παράθυρα κατέβασαν και κρέμασαν τα χέρια τους απ’ έξω. Και μόνο που υπήρχε η θάλασσα εκεί, κάπου στο τέλος της διαδρομής, για να τους περιμένει. Και μόνο που η μουσική. Και μόνο που οι δυο τους. Κι έπειτα, τι θα έκαναν, αν έμεναν στην πόλη; Αυτός θα ξύπναγε νωρίς. Πάντοτε τα χαράματα. Θα πήγαινε μέχρι τη δουλειά, αλλά αυτήν την εποχή ποιος θα τον χρειαζόταν; Τζάμπα θα κουβαλούσε τα εργαλεία του. Τζάμπα τα χέρια του θα λέρωνε. Τζάμπα δουλειά και κρίμα. Ίσως και να καθότανε μέχρι το μεσημέρι, μπας και βρεθεί κανένας ξέμπαρκος και του τηλεφωνήσει. Ύστερα θα σερνόταν μέχρι το καφέ, που δούλευε εκείνη. Ξυπνούσε πάντα στις εννιά. Το άνοιγε στις δέκα. Θα της κρατούσε παρέα ως το σχόλασμα. Και επειδή αυτήν την εποχή το μαγαζί είναι άδειο, μάλλον και πάλι θα παρίστανε πως είναι αυτός πελάτης. Θα έμπαινε, θα καθότανε στο ίδιο το τραπέζι, θα της παράγγελνε καφέ. «Σκέτον;» θα τον ρωτούσε. Ίσως να την ζωγράφιζε για να περάσει η ώρα. Ίσως να κάνανε έρωτα μέσα στις τουαλέτες. Όχι, καλύτερα που φύγανε. Το άξιζε η μέρα. Κι ο Αύγουστος τελείωνε. Και η ζωή περνούσε. Κι ο χρόνος πάντα έτρεχε κι αυτοί τον κυνηγούσαν. Σκέφτηκε ίσως, αν το πατούσε λίγο περισσότερο, πως θα τον προσπερνούσε. Και όταν φτάσουνε εκεί, κι όταν θα την ξυπνήσει, να της προσφέρει ξαφνικά το μέλλον τους για δώρο. Γύρισε και την κοίταξε. Τα βλέφαρα σαλεύαν. Κάτι θα ονειρεύεται. Άραγε, τι να βλέπει; Έβλεπε, λέει, πως είχαν πάει εκδρομή. Πως ήταν στο τιμόνι αυτή και αυτός, ο ασυνείδητος, της έκλεινε τα μάτια. Πως έγλυφε τα χέρια του, πως δάγκωνε τα χείλη. Πως έτρεχε τόσο γρήγορα, που ούτε προλάβαινε κανείς να δει το πέρασμά τους. Πως αφού άφησαν πίσω την πόλη, την χώρα, το πλανήτη τους, αρχίσανε να ταξιδεύουνε σε άλλες διαστάσεις. Πως μπήκανε, λέει, σε τροχιά. Πως έγινε το αμάξι τους του κόσμου δορυφόρος. Πως χάθηκε η βαρύτητα. Πως άρχισαν να ίπτανται μες στου αμαξιού το κύτος. Και τότε αυτός ξεκίνησε τα ρούχα να της βγάζει. Και τότε εκείνη άρχισε παντού να τον χαϊδεύει. «Να γαμηθούμε στο διάστημα, πες μου, αυτό δεν θέλεις; Φτηνές συμβάσεις γήινες να μην μας εμποδίζουν. Μάζα χωρίς πυκνότητα. Χωρίς το βάρος έλξη.» Και τότε αυτός την σήκωσε, την ξάπλωσε στην οροφή, μέσα βαθιά της μπήκε. Μετέωροι οι εραστές, έρως μετεωρίτης. Την ώρα που τελείωναν και τα υγρά τους χύνονταν στη μικροατμοσφαιρά τους, του έδειξε το παράθυρο. «Τι όμορφο!», του είπε. «Κοίτα, η Γη εκρήγνυται! Μαζί με μας τελείωσε και ολόκληρη η Ιστορία!» «Ξύπνα, σου λέω!» «Φτάσαμε;» «Γυρίζουμε στο σπίτι.» «Γιατί; Πες μου, τι έγινε;» «Όλοι είχαν την ιδέα μας. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι. Κοίτα, ήδη μεσημέριασε και προχωράμε ακόμα. Πάμε εκδρομή στο σπίτι μας. Εκεί θα είμαστε μόνοι.» «Κι εγώ αυτό θέλω, ανόητε. Κι αν λαχταράς τη θάλασσα, αν ψάξεις πιο προσεχτικά σου έχω μια φυλάξει.» Κι ανέβασε τη φούστα της. Και άνοιξε τα πόδια. Και έβγαλε τα πάνινα και γύμνωσε τα πόδια. «Κοίτα μπροστά, αγάπη μου! Η θάλασσα δεν φεύγει.» Και τότε ήταν που άρχισε να παίζει το τραγούδι. Περίεργο, δεν το θυμότανε αυτό να το έχει περιλάβει. Το δάχτυλό της τέντωσε, δυνάμωσε τον ήχο. «Δεν ήξερα πως σου αρέσουνε αυτά…» «Να σε ρωτήσω κάτι; Θυμάσαι κάποτε, παλιά, που μου έγραφες ποιήματα;» «Και βέβαια θυμάμαι.» «Συνέχεια για τα μάτια μιλούσανε οι στίχοι.» «Μου αρέσουνε τα μάτια σου.» «Μόνο αυτά σου αρέσουν;» «Όχι, όλα μου αρέσουν πάνω σου.» «Τα μάτια, όμως, πιο πολύ;» «Όχι, μα πάντα για τα μάτια γράφονται τα ποιήματα και όχι για τους κώλους.» «Αλήθεια; Άκου, λοιπόν, τι θα σου πω. Πώς έχει τώρα η φάση. Ή γράφεις ένα ποίημα που οι στίχοι να μιλάνε για τον κώλο μου ή αλλιώς πάει, σε χωρίζω!» «Πλάκα μου κάνεις, έτσι;» «Ποτέ δεν μίλησα πιο σοβαρά.» «Σου έχω ένα έτοιμο.» «Ποιος κάνει τώρα πλάκα;» «Αλήθεια λέω, περίμενε… Το έγραψα όσο εσύ κοιμόσουν. Κάπου εδώ το έβαλα…» «Κοίτα μπροστά σου! Πρόσεχε! Εκεί! Το λεωφορείο!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου