Σάββατο 4 Ιουνίου 2022

rec

Είχα κάποτε έναν φίλο που μου έλεγε συνέχεια ότι ήθελε να γίνει συγγραφέας. Όταν εγώ τον ρωτούσα «και γιατί δεν γίνεσαι; ποιος σε εμποδίζει;», μου απαντούσε ότι του ερχόντουσαν κάτι εκπληκτικές ιδέες στο μυαλό, αλλά πάντα σε ώρες ακατάλληλες, όταν οδηγούσε για παράδειγμα ή όταν ήταν στη δουλειά, και μέχρι να βρει χαρτί για να τις καταγράψει, τις ξεχνούσε. Τις έχανε, όπως έλεγε χαρακτηριστικά, όπως κυλάει το νερό μέσα από τα δάχτυλά μας.
Κάποια στιγμή, αφού βαρέθηκα να τον ακούω να γκρινιάζει κι αφού ως τότε δεν τον είχα ακούσει να μου αφηγείται, έστω προφορικά, κάτι ενδιαφέρον και καλό, από όλα αυτά που το κεφάλι του υποτίθεται ότι συνέχεια γεννούσε, του έκανα δώρο ένα μαγνητόφωνο και τον προέτρεψα να το χρησιμοποιήσει αμέσως μόλις του ξανακατεβεί η επόμενη συγκλονιστική ιδέα.
Πέρασαν λίγες μέρες και το πρωί μιας Κυριακής που ήμουν στο σπίτι και κοιμόμουνα, άκουσα να χτυπάει το κουδούνι μου. Σηκώθηκα, απάντησα. Ήταν ο περί ου ο λόγος φίλος, ο οποίος πανικόβλητος μού φώναζε να του ανοίξω. Του άνοιξα, ανέβηκε. «Τι έπαθες;» του λέω. «Φτιάξε καφέ», μου απαντάει τρέμοντας, «και θα σου τα πω όλα».
Φτιάχνω καφέ, καθόμαστε κι αυτός βγάζει από την τσέπη του το δώρο που του είχα κάνει και το ακουμπά επάνω στο τραπέζι μου. «Βάλτο να παίξει» μου λέει. Το βάζω. Ο φίλος είχε ξαπλώσει το προηγούμενο βράδυ στο κρεβάτι του κι εκεί, λίγο πριν να τον πάρει ο ύπνος, του είχε έρθει στο μυαλό μια από αυτές τις φοβερές ιδέες και είπε να εγκαινιάσει το μαγνητοφωνάκι του. Έτσι ακούσαμε μαζί τη φωνή του να αφηγείται μια ιστορία, που βασικά ούτε ωραία ούτε καινούρια ήτανε και που θύμιζε πολύ μια ταινία που είχαμε δει μαζί στο σινεμά πριν λίγες εβδομάδες. Άκουσα υπομονετικά ολόκληρη τη νυσταγμένη του αφήγηση, μέχρι που η φωνή στην κασέτα άρχισε να βαραίνει και να σβήνει σιγά σιγά, για να τη διαδεχτεί λίγα λεπτά μετά το ρυθμικό και παραδόξως πολύ πιο ενδιαφέρον ροχαλητό του.
Κάνω να κλείσω το μηχάνημα, αλλά ο φίλος με σταματάει. «Περίμενε», μου λέει έντρομος, «τώρα, σε λίγο, αρχίζει...». Η εικόνα μας, έτσι όπως κοιταζόμασταν για λίγη ώρα, με τον φραπέ στο χέρι και το μαγνητόφωνο να ροχαλίζει μακάριο ανάμεσα μας, πρέπει να ήταν πολύ κωμική. Ωστόσο, δεν πρόλαβε κανείς μας να γελάσει, αφού σύντομα άρχισε να ακούγεται μια άλλη, άγνωστη φωνή που επαναλάμβανε μονότονα κάτι τελείως σκοτεινό κι ακατανόητο. «Ποιος είναι αυτός, ρε;» τον ρωτάω. «Κανείς. Δεν ξέρω... Ποιος να είναι; Αφού μένω μόνος μου... Έτσι νόμιζα, μέχρι πριν από λίγο, δηλαδή», μου απαντάει έτοιμος σχεδόν να βάλει τώρα πια τα κλάματα.
Δυναμώνω, βάζω την ένταση στο τέρμα και σκύβουμε κι οι δυο πάνω από το ηχείο, μήπως και καταλάβουμε. Σιγά σιγά τα απόκοσμα σαν ξόρκι λόγια μοιάζουν να μπαίνουνε σε μια σειρά κι εμείς αρχίζουμε να βγάζουμε ένα νόημα από το ηχητικό μήνυμα που το κατοικίδιο φάντασμα του φίλου μου επέλεξε να του αφήσει: «Βρες γκόμενα, φίλε, βρες γκόμενα...».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου