Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

κάτι σαν μπάτσελορ

Από τις αρχές του καλοκαιριού του 2015, και ενόψει του επικείμενου γάμου του, δεχόμουν συνεχείς πιέσεις από τον Γεώ για να κάνουμε ένα νέο οδικό ταξίδι στα Βαλκάνια. Μέχρι τον Σεπτέμβριο το ταξίδι αυτό είχε πια πάρει μυθικές διαστάσεις, τα σχέδια για τη διαδρομή που θα ακολουθούσαμε άλλαζαν σχεδόν μέρα με τη μέρα και όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις όλα έδειχναν ότι τελικά μάλλον θα το αναβάλαμε. Στο μεταξύ προς το τέλος εκείνου του καλοκαιριού συνέβησαν ένα σωρό δραματικές αλλαγές στην προσωπική μου ζωή, με αποκορύφωμα την οριστική πια μετακόμισή μου στη Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα, όσο και να το επιθυμούσα το ταξίδι αυτό, το μυαλού μου πια βρισκόταν αλλού και είχα πάψει πια να το πολυεπιδιώκω.
Μέχρι που μια μέρα –ή μια νύχτα το πιθανότερο- χτύπησε το τηλέφωνο μου και άκουσα τον Γεώ από την άλλη άκρη της γραμμής να ουρλιάζει: «Σε μια βδομάδα παντρεύομαι! Πάμε κάπου, οπουδήποτε! Ίσα που προλαβαίνω!» Μέσα σε ελάχιστες ώρες σχεδίασα μια πρόχειρη διαδρομή στον χάρτη και στο μυαλό μου, έβγαλα πράσινη κάρτα, ετοίμασα αποσκευές και το σημαντικότερο, έψησα και τον Μάριο να μας ακολουθήσει. Ήταν Παρασκευή και ο Γεώ θα έπρεπε την Τετάρτη το αργότερο να είναι πίσω με κίνδυνο, εάν το καθυστερούσε περισσότερο, να τίναζε στον αέρα την μελλοντική του έγγαμη συμβίωση. Το σχέδιό μου, ως εκ τούτου, ήταν απλό και εύκολα πραγματοποιήσιμο: Θα φεύγαμε την επόμενη μέρα για τη Θεσσαλονίκη, όπου ο γαμπρός είχε ήδη προγραμματίσει να ψωνίσει στολή για το επικείμενο μυστήριο, θα διανυκτερεύαμε εκεί και θα αναχωρούσαμε πρωί-πρωί την Κυριακή για τα βόρεια με στόχο να επισκεφτούμε μέσα σε τρεις μέρες τρεις τυχαία επιλεχθείσες πόλεις της Σερβίας, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας αντίστοιχα (Νις, Κραϊόβα και Πλέβεν) και το απογευματάκι της Τετάρτης να έχουμε επιστρέψει. Πανεύκολο, ε;
Θεωρητικά, όχι, δεν ήταν δύσκολο. Άλλωστε, προσωπικά είχα ήδη τολμήσει πολύ χειρότερα και πολύ πιο αυθόρμητα ταξίδια. Παρά τις όποιες επιφυλάξεις, πάντως, τη στιγμή που περνούσαμε τα σύνορα στη Γευγελή ούτε που θα μπορούσαμε να φανταστούμε τις εκπλήξεις -ευχάριστες και δυσάρεστες- που θα ακολουθούσαν και που θα εκτροχίαζαν την προσχεδιασμένη πορεία μας.
Έτσι, αφού διασχίσαμε την Άλλη Μακεδονία χωρίς να κάνουμε καμία απολύτως στάση, μπήκαμε στη Σερβία και σταματήσαμε για καφέ στην πρώτη πόλη που βρήκαμε μπροστά μας: το Βράνιε. Ο στόχος της πρώτης μέρας ήταν να φτάσουμε στη Νις και αφού ήδη την είχαμε πλησιάσει αρκετά πριν καν μεσημεριάσει, είχαμε αρκετό χρόνο για σκότωμα, δηλαδή για άσκοπη –φαινομενικά τουλάχιστον- περιπλάνηση. Αφήσαμε λοιπόν το Ανταμομπίλ κάπου, δίπλα σε ένα πάρκο και αρχίσαμε να περπατάμε προς άγνωστη κατεύθυνση μέχρι που βρεθήκαμε, χωρίς να το καταλάβουμε, μέσα σε έναν εξωφρενικά πολύβουο και πολύχρωμο τσιγγανομαχαλά. Η παρουσία εκεί μας παραδόξως πέρασε σχεδόν απαρατήρητη και μόνο όταν βγάλαμε τις κάμερες άρχισαν κάποιοι από τους ντόπιους, όχι να μας στραβοκοιτάζουν ακριβώς, αλλά μάλλον να περιεργάζονται σαν να προσπαθούν να καταλάβουν τι το αξιοθέατο είχαμε βρει για να θαυμάσουμε στην γειτονιά τους.
Και όταν μετά ανακαλύψαμε κάπου ανάμεσα στα παραπήγματα το χάλκινο άγαλμα ενός τρομπετίστα και αρχίσαμε να το φωτογραφίζουμε από κάθε πιθανή γωνία, κάποιοι από αυτούς δεν άντεξαν και ήρθαν να μας ζητήσουν ή να μας δώσουν –δεν θα μάθουμε ποτέ- εξηγήσεις.
Γυρίσαμε στο αμάξι και βρήκαμε πάνω στον υαλοκαθαριστήρα του μια ωραιότατη κλήση για παράνομο παρκάρισμα. Το όργανο της τάξης καθόταν παραδίπλα, θα έλεγες σαν αν μας περίμενε. Όταν πήγαμε για να του διαμαρτυρηθούμε πως δεν υπήρχε στον δρόμο εκεί κανένα σήμα που να απαγορεύει τη στάση ή τη στάθμευση, καταλάβαμε πως όντας μας περίμενε για να μας προτείνει –με τρόπο πάντα- την εναλλακτική βαλκάνια ποινή που προβλέπεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Με την ευχή να ήπιε στην υγειά μας το φιλοδώρημα που του δώσαμε, λίγα λεπτά μετά αφήναμε το Βράνιε για να κατευθυνθούμε λίγο πιο βορειότερα.
Και κάπου εκεί στον δρόμο, σε κάποιο βενζινάδικο, έρχεται η πρώτη έκπληξη. Την ώρα που γεμίζω το Ανταμομπίλ με φτηνή βαλκανική βενζίνη και ενώ ο Μάριος με τον Γεώ μαλώνουν για το ποια σλάβικα γαριδάκια θα αγοράσουνε, χτυπάει το τηλέφωνό μου. Είναι ο Κωστής. Τι θέλει, αναρωτιέμαι, και πού με βρήκε εδώ πέρα; Απαντώ. «Πού είστε;» «Στη Σερβία.» «Τι λες τώρα; Πότε φύγατε;» «Σήμερα το πρωί.» «Ναι, ε; Κι εμένα γιατί δεν μου είπατε να έρθω;» «Ε, έλα τώρα. Προλαβαίνεις.» Με βλέπουν οι άλλοι δύο να μιλάω στο τηλέφωνο και αμέσως καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πάει καλά. Το κλείνω. «Ποιος ήταν;» «Κανείς. Τίποτα. Λάθος.» Μισή ώρα μετά  μου έρχεται μήνυμα από τον Κωστή. «Βρήκα ένα εισιτήριο για αύριο για Σόφια. Βολεύει να περάσετε να με μαζέψετε; Να το κλείσω;» «Τι έγινε;» οι άλλοι δύο πάλι με ρωτούν. «Μάλλον θα χρειαστεί να κάνουμε μία μικρή παράκαμψη», τους λέω.
Κι ενώ αρχίσαμε να ανοίγουμε χάρτες για να δούμε με ποιον τρόπο θα μπορούσαμε να αλλάξουμε διαδρομή χωρίς να μειώσουμε το ενδιαφέρον του ταξιδιού, που έτσι κι αλλιώς με την προσθήκη ενός ακόμα συνταξιδιώτη, έστω και αλεξιπτωτιστή, φαινόταν να εκτοξεύεται στα ύψη, κάποιος φώναξε «πεινάω» και έτσι, στην πρώτη έξοδο προς κατοικημένη περιοχή, χωρίς να το πολυσκεφτώ, έστριψα το τιμόνι.
Η πόλη που επιλέξαμε έτσι αυθόρμητα και ασυλλόγιστα ήταν το Λέσκοβατς. Για το οποίο Λέσκοβατς δεν γνωρίζαμε τίποτα απολύτως και ενδεχομένως τίποτα δεν επρόκειτο και να μαθαίναμε ποτέ εάν την κρίσιμη στιγμή κάποιος δεν φώναζε «πεινάω». Το Λέσκοβατς, λοιπόν, είναι μικρή πόλη στον νότο της Σερβίας, η οποία φημίζεται για ένα και μόνο πράγμα: Το τεράστιο λαϊκό πανηγύρι της που γίνεται μια φορά τον χρόνο μια Κυριακή του Σεπτεμβρίου, που –κοίτα να δεις άμα σε θέλει, δηλαδή- ήταν εκείνη ακριβώς η Κυριακή που εμείς επιλέξαμε τυχαία να το επισκεφτούμε. Έτσι μετά από μια μικρή ταλαιπωρία μέχρι να βρούμε κάπου, μες στον κακό χαμό, για να παρκάρουμε, βρεθήκαμε να περπατάμε σε έναν δρόμο όπου συναγωνίζονταν δεκάδες μπάντες χάλκινων για το ποια θα κάνει τον πιο μεγάλο σαματά και χιλιάδες σούβλες για το ποια θα προσελκύσει τους πιο πολλούς πεινασμένους πανηγυριστές.
Αφού φάγαμε, ήπιαμε και δεν χορέψαμε, σηκωθήκαμε, κάναμε μια μικρή βόλτα στο εμπορικό κομμάτι του πανηγυριού, ένα ακόμα κραυγαλέο βαλκάνιο παζάρι, και ύστερα επιστρέψαμε στο Ανταμομπίλ, γιατί η ώρα είχε περάσει και είχαμε και μια Νις μπροστά που για κάποιον λόγο ακόμα μάς περίμενε. Ενώ προσπαθούσα να βρω τον δρόμο για να βγούμε από το Λέσκοβατς, είδα κάπου με την άκρη του ματιού μου μια ημίγυμνη κοπέλα τυλιγμένη με ένα τεράστιο φίδι καταπράσινο. Κανονικό φίδι, θέλω να πω, ζωντανό, όχι ειδικό εφέ και τέτοια. Σίγουρα η νεαρή σερβοπούλα καθόλου δεν κινδύνευε και το έκανε για επίδειξη και τέτοια. Από την άλλη, όμως, και ενώ βγαίναμε ξανά στον αυτοκινητόδρομο, δεν μπορούσα να συγκρατηθώ και να μην πλάσω ένα ηρωικό δράμα με το νου μου ή ακόμα καλύτερα να μην φαντασιωθώ μιαν επανάληψη του προπατορικού αμαρτήματος στην πιο ακραία εκδοχή, αυτή της χερσονήσου μας.
Με αυτά και με αυτά αργά το απόγευμα φτάσαμε τελικά στη Νις και πήγαμε καρφί προς το συμπαθητικό χόστελ που είχαμε ανακαλύψει ενάμιση χρόνο πριν με τον Νίκο, ανεβαίνοντας προς το Βελιγράδι. Αφού τακτοποιηθήκαμε, βγήκαμε μία βόλτα και αράξαμε κάπου σε ένα μπαρ αφενός για να κάνουμε απολογισμό της πρώτης μέρας του ταξιδιού μας αφετέρου για να δούμε τι θα κάναμε με τον Κωστή και που εκείνη τη στιγμή ακριβώς στην Αθήνα έφτιαχνε τις αποσκευές του για να έρθει και να μας συναντήσει.  
Το επόμενο πρωί σηκωθήκαμε νωρίς και βγήκαμε να πάρουμε κάπου το πρωινό μας. Η μετακαλοκαιρινή εικόνα της Νις δεν θύμιζε σχεδόν καθόλου αυτό το ομιχλώδες που είχα συγκρατήσει στην πρώτη μου επίσκεψη τον Μάρτιο του 2014. Καθίσαμε σε ένα ωραίο καφέ πλάι στο ποτάμι και μαζί με το πρωινό μας πήραμε και την απόφαση να μην πάμε προς τη Ρουμανία και τη Κραϊόβα, όπως είχαμε αρχικά σχεδιάσει, αλλά να κατευθυνθούμε προς τη Σόφια για να μαζέψουμε τον Κωστή από το αεροδρόμιο και μετά να συνεχίζαμε ακόμα πιο ανατολικά, ενδεχομένως προς τη Φιλιππούπολη. Και ύστερα βλέπαμε. Και γενικά είπαμε να αυτοσχεδιάσουμε λιγάκι, αφού καμία υποχρέωση σταλήθεια δεν μας βάραινε – πλην εκείνης του γάμου του Γεώ, η ημερομηνία του οποία πλησίαζε πια επικίνδυνα.
Πριν φύγουμε, όμως, από τη Νις, σίγουρα προλαβαίναμε να δούμε και κανένα αξιοθέατο. Έτσι σηκωθήκαμε, γυρίσαμε στο χόστελ, μαζέψαμε τα πράγματά μας, τα φορτώσαμε στο Ανταμομπίλ και εποχούμενοι άρχισαμε να ψάχνουμε το πιο σημαντικό μνημείο της πόλης: Τον Πύργο των Κρανίων.  
Τα υπολείμματα αυτής της μακάβριας κατασκευής, που χτίστηκε κάποτε από τους Οθωμανούς μετά μια αποτυχημένη εξέγερση των Σέρβων, δεν μας εντυπωσίασε τόσο όσο ίσως περιμέναμε ή όσο οι φωτογραφίες που είχαμε δει στο ίντερνετ μας έκαναν να φανταστούμε. Περισσότερο θα έλεγα ότι προβληματιστήκαμε για το εάν τα κρανία των επαναστατών είχαν όντως χρησιμοποιηθεί ως απαραίτητο δομικό υλικό για τη στερέωση του τείχους ή απλώς ως διακοσμητικό στοιχείο. Το ξέρω ότι αυτό ακούγεται κάπως κυνικό, αλλά δεν εκείνη τη στιγμή δεν ήταν έτσι ακριβώς, αφού η κουβέντα μας, παρά το τόσο πρωινό της ώρας και τη χαζομάρα που μας χαρακτηρίζει ως παρέα ομαδικώς, έφτασε σε κάτι βάθη υπαρξιακά που εγώ τουλάχιστον καθόλου δεν περίμενα.
Ύστερα κατευθυνθήκαμε προς την άλλη πλευρά της πόλης, εκεί όπου βρίσκεται το Μπούμπαν, άλλοτε διαβόητο στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί και τώρα ανέμελο πάρκο αναψυχής των Νισαίων. Εκεί βρήκαμε, θαυμάσαμε και φωτογραφίσαμε μέχρι τελικής πτώσεως των μπαταριών στις κάμερες μας τη γλυπτή σύνθεση με τις τρεις γιγάντιες γροθιές που αναδύονται μέσα από το έδαφος για να θυμίζουν τους νεκρούς Γιουγκοσλάβους της περιόδου της κατοχής. Αυτό το ξεκάθαρα σοσιαλιστικής αισθητικής μνημείο θα αποτελούσε και την αφορμή για το επόμενο ταξιδιωτικό μου κόλλημα, οι συνέπειες του οποίου μοιραία θα τροφοδοτήσουν με υλικό τα επόμενα κεφάλαια των παρόντων αποσπασμάτων.  
Με αυτά και με αυτά, μέχρι να αφήσουμε τη Νις είχε ήδη μεσημεριάσει και ο Κωστής σε λίγες ώρες θα προσγειωνόταν και θα περίμενε να πάμε και να τον μαζέψουμε στο αεροδρόμιο μιας άλλης –γειτονικής βέβαια- χώρας. Έτσι διασχίζοντας τον αυτοκινητόδρομο που συνδέει τη σερβική με τη βουλγάρικη πρωτεύουσα (μια διαδρομή που έχω ήδη αντίστροφα περιγράψει στο πρώτο κεφάλαιο του «Μπαλκανμομπίλ») φτάσαμε μετά από δύο περίπου ώρες στη Σόφια. Και μετά από μια έκρηξη παλιμπαιδισμού που αναπόφευκτα προκλήθηκε όταν συναντήσαμε τον Κωστή και από τρεις γίναμε πλέον τέσσερις, συνεχίσαμε προς τη Φιλιππούπολη ακάθεκτοι. 
Εδώ να κάνω μια μικρή παρένθεση και να πω ότι με τον Κωστή συνοδηγό έχω πραγματοποιήσει ένα από τα μεγαλύτερα οδικά ταξίδια μου στη δυτική Ευρώπη, όταν ξεκίνησα από τη Μαδρίτη τον Νοέμβριο του 2011 και μέσω Μπούργκος, Μπιλμπάο, Σαν Σαμπαστιάν, Μπορντώ, Κλερμόν-Φεράν, Μπεζανσόν, Σαφχάουζεν, Λιχτενστάιν, Λουγκάνο, Πάρμας, Μόντενας, Ανκόνας και Ηγουμενίτσας, επέστρεψα στον Βόλο. Όλο αυτό, βέβαια, είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία, η οποία μάλιστα εμπεριέχει και ένα πλήθος από άλλες μικρότερες, που ίσως κάποτε βρω τον λόγο και τη διάθεση να καθίσω και να τις γράψω. Αυτό που θέλω να πω τώρα είναι πως ο Κωστής ήταν ήδη ένας δοκιμασμένος, πολύτιμος και αποτελεσματικός συνταξιδιώτης. Όπως και ο Γεώ, άλλωστε – για τον Μάριο αυτή ήταν η πρώτη του παρόμοια εμπειρία. Κάθε ίχνος, ωστόσο, ταξιδιωτικής σοβαρότητας και οδικής υπευθυνότητας, την ώρα εκείνη που βρεθήκαμε και οι τέσσερις στριμωγμένοι μες στο Ανταμομπίλ, να ταξιδεύουμε στους βουλγάρικους αυτοκινητοδρόμους, φαινόταν να πηγαίνει περίπατο και να δίνει τη θέση του σε μια ατμόσφαιρα χαζοχαρούμενης λυκειακής πενθήμερης. 
Και κάπως έτσι, λίγο πριν φτάσουμε στο Πλόβντιβ, συνέβη το μοιραίο. Αν και δεν έτρεχα πολύ και γενικά κατάφερνα να μοιράζω την προσοχή μου ακριβοδίκαια ανάμεσα στις απαιτήσεις της διαδρομής και στο πάρτυ που εκτυλισσόταν μέσα στο αμάξι μου, κάποια στιγμή δεν πρόσεξα μία μικρή λακκούβα στο οδόστρωμα, έπεσα με φόρα μέσα της, έχασα για λίγο τον έλεγχο του οχήματος, τον ξαναβρήκα αμέσως ευτυχώς, μα δυστυχώς η ζημιά είχε ήδη γίνει: Η πρόσκρουση είχε τρυπήσει ένα από τα λάστιχα, το οποίο τώρα σφύριζε σαδιστικά καθώς ξεφούσκωνε και οδηγούσε το Ανταμομπίλ εκτός αγώνα στην άκρια του δρόμου, το ταξίδι μας σε νέο επαν απρογραμματισμό και εμάς σε μια σπαρταριστή νυχτερινή περιπέτεια.
Μικρή νομική παρένθεση: Προκειμένου να ταξιδέψεις με το αυτοκίνητο σου στο εξωτερικό, πρέπει να προμηθευτείς από τον φορέα οπου το έχεις ασφαλίσει το μαγικό χαρτάκι που λέγεται πράσινη κάρτα. Κάποτε έκανε κανένα μήνα για να βγει. Σήμερα κάνεις ακόμα και την τελευταία στιγμή πριν ταξιδέψεις μια αίτηση ονλαϊν και λίγο μετά σου το στέλνουν και το εκτυπώνεις μόνος σου – φτάνει να έχεις μια κόλλα Α4 χρώματος πράσινου μες στον εκτυπωτή σου. Βασικά, από ό,τι έχω καταλάβει, και σε λευκή ή και σε οποιουδήποτε άλλου χρώματος χαρτί να το εκτυπώσεις, το ίδιο πράγμα είναι πια, αφού πράσινη κάρτα την λένε πια για λόγους μάλλον παράδοσης. Τέλος πάντων, η πράσινη κάρτα αυτό που κάνει είναι να επεκτείνει την ισχύ της εθνικής ασφάλισης του αυτοκινήτου στην αλλοδαπή (προσοχή, όχι σε όλες τις χώρες και τις περιοχές – θυμηθείτε το κεφάλαιο εκείνο στο «Μπαλκανμομπίλ» με την επίσκεψη στο Κόσοβο). Αυτό σημαίνει πως ό,τι προβλέπει η ασφάλιση σου στην Ελλάδα τα ίδια ακριβώς ισχύουν και έξω. Με μια εξαίρεση: Την οδική βοήθεια. Η οδική βοήθεια σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, εάν δεν κάνω λάθος, είναι υποχρεωτική. Οπότε εάν δεν περιλαμβάνεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο που έχεις κάνει και θες να ταξιδέψεις με το αμάξι στο εξωτερικό, πρέπει να δώσεις κάτι παραπάνω και να την προσθέσεις. Και βασικά καλά θα κάνεις. Γιατί σκέψου να οδηγείς μες στην καλή χαρά στους βουλγάρικους δρόμους και να σε παθαίνεις ξαφνικά λάστιχο και να μην έχεις ρεζέρβα, αλλά μονάχα αυτό το μυστήριο κόλπο με την κόλλα που ρίχνεις εκεί που τρύπησε το ελαστικό και αυτό υποτίθεται πως το μπαλώνει και εσύ δεν έχεις ιδέα πως λειτουργεί αυτό το πράγμα και οι φίλοι και συνταξιδιώτες σου που ξέρουν υποτίθεται σου λένε «άστο θα το κάνουμε εμείς» και αντί να μπαλώσουν το τρυπημένο λάστιχο καταλήγουν να μαλώνουν και να κυνηγιούνται μες στα χωράφια ενώ στο μεταξύ νυχτώνει και έχει και πανσέληνο και όπου νάναι βγαίνουν παγανιά οι βούλγαροι βρυκόλακες. Και μην μου πεις πως δεν υπάρχουν βούλγαροι βρυκόλακες και ότι έχω μπερδέψει τη Βουλγαρία με τη Ρουμανία. Κάνε λίγο υπομονή ακόμα δύο κεφάλαια και εκεί τα ξαναλέμε.
Μετά από πολλές κλήσεις, παρεξηγήσεις, συνεννοήσεις στη νοηματική μέσω του τηλεφώνου και γενικά ωραίες καταστάσεις, έφτασε, λοιπόν, η οδική βοήθεια, όχι ακριβώς για να μας αλλάξει λάστιχο, αλλά για να μας μεταφέρει στο πλησιέστερο βουλκανιζατέρ, όπου και την επόμενη μέρα το πρωί θα μας εξυπηρετούσαν. Εντάξει, μικρό το κακό αλλά με όλα αυτά κόντευε πια μεσάνυχτα και από τα τρία βράδια του ταξιδιού μας είχε μείνει ένα για να κυκλοφορήσουμε και για να κάνουμε επιτέλους και κάτι σαν μπάτσελορ στον ευτυχή μελλόνυμφο. Επίσης, η όλη ταλαιπωρία μας είχε κάπως ξενερώσει και επειδή δεν ξέραμε ακόμα πόσο εύκολα θα βγάζαμε άκρη στο συνεργείο την επαύριο είχαμε αρχίσει να πιστεύουμε ότι βαδίζουμε ολοταχώς προς ένα ταξιδιωτικό φιάσκο. Και τότε πετάχτηκε ο τύπος της οδικής και είπε: «Ρωτήσατε την ασφάλειά σας σε ποιο ξενοδοχείο θα σας πάω;» «Τι εννοείς;» τον ρωτήσαμε εμείς. Τι εννοούσε, αλήθεια;
Ξανανοίγει η παρένθεση: Εάν ταξιδεύεις με το αμάξι στο εξωτερικό, κανονικά και με τον νόμο, με την πράσινη την κάρτα σου, την ασφαλιστική σου κάλυψη και την υποχρεωτική, όπως είπαμε, οδική βοήθεια και πάθεις ξαφνικά καμιά ζημιά που δεν μπορεί να αποκατασταθεί την ώρα εκείνη και πρέπει να διανυκτερεύσεις για να περιμένεις να ανοίξουν τα συνεργεία την επόμενη, τότε η ασφάλεια σου καλύπτει και τα έξοδα της διανυκτέρευσης, όπου και να βρίσκεσαι και όσο κόσμο συνταξιδεύει μαζί σου. Καλή φάση, ε; Μέχρι που σου μπαίνουν ιδέες να στήσεις κάποιο μικρό ατύχημα για να γλυτώσεις κανένα φράγκο. Καλά, δεν πάει έτσι. Μην το δοκιμάσεις, εάν δεν είσαι σίγουρος.
Έτσι, ακολούθηα τις οδηγίες του Βέγγο –δεν είναι αστείο, έτσι λεγόταν το παληκάρι από την οδική- και τηλεφώνησα εκ νέου στην εταιρεία για να ρωτήσω σε ποιο ξενοδοχείο της Φιλιππούπολης μπορούμε να καταλύσουμε. Και η εταιρεία μας έστειλε στο καλύτερο, φυσικά, το οποίο όμως ήταν κλειστό λόγω ανακαίνισης και ύστερα μας έστειλε σε ένα άλλο που ήταν πλήρες, αν και είμαι σίγουρος πως ο ρεσεψιονίστας έλεγε ψέματα, και ύστερα σε ένα τρίτο και φαρμακερό, που ευτυχώς ήταν μια χαρά και διαθέσιμο. Στο μεταξύ είχαμε λυσσάξει από την πείνα, αλλά επειδή το ξενοδοχείο μας ήταν κάπου στα περίχωρα, το μόνο που βρήκαμε ανοιχτό ήταν ένα διανυκτερεύον ψιλικατζίδικο. Εισβάλαμε, γεμίσαμε δύο σακούλες με ένα σωρό βλακείες και βρωμιές και ύστερα πήγαμε σε ένα παρκάκι παρακείμενο και κάναμε πικνίκ υπό τους ήχους ενός ζεύγους Φιλιππουπολιτών που ερωτοτροπούσαν αγρίως σε ένα μπαλκόνι πάνω από τα κεφάλια μας.      
Πολύ νωρίς την επόμενη μέρα, και ενώ ακόμα οι άλλοι τρεις κοιμόντουσαν, σηκώθηκα και κατέβηκα στην είσοδο του ξενοδοχείου, όπου με περίμενε ο Βέγγο για να με πάει στο συνεργείο όπου είχε αφήσει αποβραδίς το αμάξι μου. Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό περιλαμβανόταν στις υποχρεώσεις του. Νομίζω ότι το έκανε από ευγένεια. Λίγο μετά, καθώς μου άλλαζαν λάστιχο τα μαστόρια, αρχίσαμε λιγάκι να τα λέμε, μέχρι που η κουβέντα πήγε στα πολιτικά και τότε αυτός βρήκε ευκαιρία και μου έκανε μία μικρή διάλεξη σχετικά με τη φύση και το χαρακτήρα των Βουλγάρων. Όσα μου είπε είναι πράγματα που ακούμε, ή και λέμε ακόμα, εμείς για τη δική μας χώρα (οι πολιτικοί μας είναι λαϊκιστές και απατεώνες, ο διοίκηση είναι διεφθαρμένη και βραδυκίνητη, ο πνευματικός κόσμος είναι στην κοσμάρα του, ο λαός είναι εύπιστος, αγράμματος, μίζερος, μοχθηρός και άλλα τέτοια όμορφα..). Όσο τον άκουγα, σκεφτόμουν πως όλα αυτά τα έχω ξανακούσει στην Ισπανία, στην Ιρλανδία, στο Βέλγιο, παντού σχεδόν όπου έχω ταξιδέψει. Κάπου εκεί θυμήθηκα και αυτόν τον αφορiσμό του Τζιάκομο του Λεοπάρντι, που έβαλα και στο προοίμιο αυτών των αποσπασμάτων.
Με ένα νέο λάστιχο και τρία κάπως παλιότερα έφυγα από το βουλκανιζατέρ και πήγα να μαζέψω τους άλλους από το ξενοδοχείο. Μετά καθίσαμε και ήπιαμε έναν καφέ κάπου εκεί κοντά σε ένα συνοικιακό καφενείο και κάναμε συμβούλιο. Μετά από την περιπέτεια και την ταλαιπωρία της προηγούμενης ημέρας είπαμε να μην το ρισκάρουμε άλλο και να μείνουμε ακόμα μία μέρα και την τελευταία νύχτα του ταξιδιού μας στη Φιλιππούπολη και αφού τη γυρίσουμε όσο περισσότερο μπορούσαμε, να πάρουμε την επόμενη μέρα τον δρόμο της επιστροφής. Και αφού η ασφάλεια δεν κάλυπτε άλλο πια τα έξοδα διαμονής μας, μπορούσαμε να μετακομίσουμε σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο πιο οικονομικό στο κέντρο της πόλης. Εάν έχετε ήδη διαβάσει το «Μπαλκονμομπίλ», θα θυμάστε ίσως ότι μόλις πέντε μήνες νωρίτερα είχα περάσει ξανά από τη Φιλιππούπολη, οπότε ήξερα ακριβώς που έπρεπε να πάμε.
Ευτυχώς το Σεντράλ, ένα από τα πιο ωραία τσηπ χοτέλ όπου έχω καταλύσει, είχε διαθέσιμα δωμάτια. Μόλις τα κλείσαμε και ανεβήκαμε να αφήσουμε τις αποσκευές, αρχίσαμε και να μαλώνουμε για το ποιος θα μείνει με ποιον και κυρίως ποιος δεν θα μείνει με ποιον – κάτι που την προηγούμενη ελάχιστα μας είχε απασχολήσει. Έτσι επέστρεψε και το τόσο αναγκαίο τελικά κλίμα της πενθήμερης, το οποίο μεταξύ σαραντάρηδων παλαιών συμμαθητών είναι ικανό να λύσει όλου του κόσμου τα προβλήματα τα οποία βέβαια έχει προηγουμένως προκαλέσει.
Έτσι, περάσαμε όλη τη μέρα μέσα στην καλή χαρά, τριγυρνώντας στο ιστορικό κέντρο του Πλόβντιβ, χαζεύοντας αξιοθέατα, βγάζοντας φωτογραφίες, αιφνιδιάζοντας ανύποπτους ντόπιους με τις εξωφρενικές απορίες μας, τρώγοντας φαγητά του δρόμου, πίνοντας καφέδες, μπύρες και ρακές και κυρίως τρομοκρατώντας τον Γεώ ενόψει του επικείμενου γάμου του. Ο οποίος Γεώ εξόρκιζε από την αρχή του ταξιδιού τον χαρακτήρα του μπάτσελορ που εμείς του είχαμε αποδώσει, αλλά κατά τα άλλα αναζητούσε διαρκώς κάτι ασπούμε πιο ξεχωριστό για τη βραδυνή μας έξοδο.
Το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε και οι τέσσερις με βαρύ πονοκέφαλο, με μερική απώλεια μνήμης και μια σχετική δυσανεξία στο φως του ήλιου και γενικά σε οποιοδήποτε ήχο. Φάγαμε για πρωινό κάτι ανατολίτικα γλυκά σε ένα ζαζαροπλαστείο εκεί κοντά στο ξενοδοχείο μας και όσο πιο αθόρυβα γινόταν μαζέψαμε τα πράγματά μας και αναχωρήσαμε.       
Κατά την επιστροφή κάναμε δυο-τρεις μικρές στάσεις για να ξεπιαστούμε και μία μεγαλύτερη για να φάμε σε κάποια από τις δεκάδες ταβέρνες που βρίσκονται ακροβολισμένες αριστερά και δεξιά στον δρόμο για τον Προμαχώνα. Επειδή η κατάσταση είχε τις τελευταίες ώρες παρασοβαρέψει, ο Κωστής ανέλαβε πρωτοβουλία και χρησιμοποιώντας το κινητό του σαν δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο άρχισε να μας παίρνει συνεντεύξεις. Θέλω να πιστεύω ότι ακόμα και αν κάποτε καταστραφεί ο κόσμος και η ανθρωπότητα, εάν κάποιος μπορέσει στο μακρινό μέλλον να βρει κάπου αυτό το ηχητικό υλικό και το αποκρυπτογραφήσει, θα καταφέρει πάνω σε αυτό να χτίσει ξανά από την αρχή τον πολιτισμό μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου