Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

LastTapes06: Η Ισπανία γέρνει

Χωρίς πολλούς προλόγους, προθέσεις-προφάσεις και προκαταρκτικά, κυρίες, κύριοι και μικρά παιδιά, ιδού τα βιβλία που διάβασα κατά τη διάρκεια του τρίτου και φαρμακερού sequel του άδοξου αριστουργήματος «ο Γιάννης στη Μαδρίτη»:

واحد: «Μνήμη και λήθη του Ισπανικού Εμφύλιου», της Paloma Aguilar Fernández, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2005 (μετάφραση Σπύρος Κακουριώτης, Χάρης Παπαγεωργίου). Ένα από τα πληρέστερα πολιτικά βιβλία που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά και σίγουρα το καλύτερο από όσα έχουν πέσει στα χέρια μου σχετικά με τον ιστορικό προϊόν που λέγεται εμφύλιος πόλεμος και τα παράγωγά του. Αλλά ας μου επιτρέψετε να ξεκινήσω κάπως διαφορετικά: Είναι τέλη Φεβρουαρίου και βρίσκομαι στη Μαδρίτη. Είναι Απόκριες. Μολονότι η πρωτεύουσα δε φημίζεται για το καρναβάλι της, υπάρχει μια διάχυτη εορταστική ατμόσφαιρα και γενικά ο κόσμος φαίνεται να περνάει καλά. Στο σπίτι όπου φιλοξενούμαι διοργανώνεται ένα τραπέζωμα, στο οποίο εκτός από εμένα συμμετέχουν και άλλοι καρνάβαλοι και μη (βάλτε το κόμμα όπου γουστάρετε). Κάποια στιγμή που κοντεύουν να αδειάσουν όλα τα μπουκάλια και ήδη κάποιοι αναρωτιούνται τι γεύση να έχει το φωτιστικό οινόπνευμα, για κάποιο λόγο, ανοίγει μια έντονη πολιτική κουβέντα. Κάποια μουτζαχεντίν του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού διακηρύσσει το αλάνθαστο πολιτικό κριτήριο του ελληνικού λαού και το αποδίδει στο ότι ο λαός δεν ξεχνά (γενικά, όχι τι σημαίνει δεξιά ή κάτι άλλο πιο συγκεκριμένο) και στο καπάκι επιτίθεται στους απογόνους του Lope de Vega και του Emilio Butragueño λέγοντάς τους ότι δεν ξέρουν τι τους γίνεται, γιατί έχουν συμβιβαστεί με το φρανκικό τους παρελθόν και κάνουν ότι δεν υπήρξε ποτέ ούτε χούντα ούτε εμφύλιος (ούτε κονκισταδόρες ούτε ιερά εξέταση θα προσέθετα εγώ) στη χώρα τους. Οι Ισπανοί ομοτράπεζοι μένουν ενεοί (μαλάκες, δηλαδή) από την απροσδόκητη αυτή επίθεση, μέχρι που ένας από αυτούς τολμάει να ψελλίσει: «Ξέρεις, κοπελιά, όταν πέθανε ο Φράνκο, εγώ ακόμα δεν είχα καν γεννηθεί». Τι θέλω να πω με αυτήν την ιστορία; Τίποτα. Δηλαδή κάτι ήθελα να πω, αλλά το ξέχασα. Άλλωστε, ξεκίνησα να σας μιλάω για ένα βιβλίο όπου εξετάζεται η λήθη ως πολιτικό εργαλείο στα χέρια των εξουσιών προκειμένου να διαχειρισθούν τα κατάλοιπα των εκτροπών της ιστορίας (ιδίως όταν οι κοινωνοί αυτών των καταλοίπων, ή έστω τα παιδιά τους, είναι ακόμα ζωντανοί). Γιορτές του μίσους, μνημεία των πεσόντων, κινηματογραφικά επίκαιρα, εθνική ενότητα, παλιννόστηση των εξορίστων, νομιμοποίηση του κομουνιστικού κόμματος, αποκατάσταση των διωκόμενων, ο ρόλος του στρατού και της αστυνομίας σε μια νεοφώτιστη δημοκρατία, οι ευρωπαίοι εταίροι, οι αμερικάνοι σύμμαχοι, η εκκλησία, τα πανεπιστήμια, η δικαιοσύνη: αυτό το βιβλίο τα έχει όλα και συμφέρει. Διαβάστε το με την ησυχία σας, κάντε όσο γίνεται πιο ανεπηρέαστοι τις συγκρίσεις σας με τα καθ’ ημάς και μετά, αφού τα χωνέψετε όλα αυτά, δοκιμάστε να βγάλετε κανένα, έστω κι επισφαλές, συμπέρασμα ως προς το πώς έγινε κι εφθάσαμεν ως εδώ.

جوج: «Αυτόματο», του Adolfo García Ortega, Πάπυρος 2009 (μετάφραση Ιφιγένεια Ντούμη). Όλα μέσα: οι προφητείες του Verne, τα ετερώνυμα του Pessoa, το Golem της Πράγας, το Νησί των Θησαυρών, η φρίκη.. η φρίκη, ο Melville, ο Wells, ο Μαγγελάνος στην Ιθάκη, ο Οδυσσέας στη Γη του Πυρός, ο Flaubert και ο Baudelaire vol de nuit τρικάβαλη με τον Saint-Exupéry και γενικά μόνο εγώ λείπω από αυτό το βιβλίο (αν και στο κεφάλαιο όπου αναλύεται ο αριθμός της τρέλας η αλήθεια είναι πως κάπως τρόμαξα). Αυτοί που θέλουν να διαβάσουν μια καλή ναυτική περιπέτεια, θα το βρούνε πολύ κουλτουριάρικο. Αυτοί που γουστάρουν τα πολλαπλά είδωλα των λογοτεχνικών αναφορών, μάλλον θα πάθουν vertigo από τα πολλά inception. Αυτοί που θα ψηθούν από την παρουσίαση μου και το πάρουν να το διαβάσουν, θα με κυνηγάνε μετά να μου το κοπανίσουνε (και είναι και βαρύ το άτιμο). Και αυτοί που τους αρέσουνε αυτά (;) θα καταχωρήσουν το «Αυτόματο» αυτόματα ανάμεσα στα αγαπημένα τους αναγνώσματα και τη νήσο Desolation στους προσεχείς παραθεριστικούς τους προορισμούς. Ένα μυθιστόρημα-κόσμος γεμάτο από «απατεωνίσκους, πλαστογράφους, χρυσοχόους, χειρομάντεις, μάγους, προφήτες, οιωνοσκόπους, ψυχοσκόπους, αυροσκόπους, σπαγυριστές, σατανιστές, τηλεπαθητικούς τυχοδιώκτες αγνώστου μοίρας, αστρολόγους, μικρογράφους, κομπογιαννίτες βοτανολόγους, εφευρέτες και κατασκευαστές ευρεσιτεχνιών», όπου ότι δεν υπάρχει μπορεί απλά να κατασκευαστεί.

تلاتة : «Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Ντουρούτι», του Pedro de Paz, Δαίμων του Τυπογραφείου 2010. Τι να σας πω για αυτό το βιβλίο; Να πω ότι είναι ένα αναρχικό νουάρ έτσι, για να του φορέσω μια ταμπελίτσα και να ξεμπερδεύουμε; Δεν είναι όμως. Δηλαδή το ότι βλέπει τον αναρχισμό και μία από της πιο εμβληματικές ιστορικά μορφές του με συμπάθεια ισχύει, αλλά αυτό δεν το καθιστά και αναρχικό ανάγνωσμα. Και σίγουρα δεν είναι καθόλου άναρχο. Au contraire, μια χαρά δομημένη αστυνομική νουβέλα είναι. Και μάλιστα έχει και τον μπάτσο της, ο οποίος δεν είναι ακριβώς ο μαυροκόκκινος ντετέκτιβ, που θα περίμεναν ίσως οι φίλοι του συγκεκριμένου εκδοτικού οίκου που είναι και φίλοι των αναγνωσμάτων, φαντάζομαι, που εκδίδει, αλλά ένας πρώην αξιωματικός του ισπανικού στρατού, που αναλαμβάνει την αναψηλάφηση (έχουμε και μια νομική παιδεία) της υπόθεσης του θανάτου του Buenaventura Durutti κατά τη διάρκεια του ισπανικού συμμοριτοπόλεμου (πλάκα κάνω, παρεξηγιάρηδες!). Και ο άνθρωπος ανταποκρίνεται στην αποστολή του στο ακέραιο και μπράβο του, διότι τέτοιοι άνθρωποι του καθήκοντος (για να μη πω τίποτα χειρότερο) σπανίζουν πλέον σήμερα, ακόμα και στις σελίδες της αστυνομικής λογοτεχνίας. Για πόσο τέτοιος άνθρωπος υπήρξε ο μεταφραστής αυτού του βιβλίου δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Άλλωστε, πουθενά δεν αναφέρεται το όνομά του και αναρωτιέμαι, είναι από συστολή ή μήπως η μετάφραση αυτών των αναγνωσμάτων που βγάζουν αυτοί οι εκδοτικοί οίκοι είναι έργο κάποιου είδους συλλογικότητας;

ربعة: «Η αγωνία του Χριστιανισμού», του Miguel de Unamuno, Εκδόσεις των Φίλων 1970 (μετάφραση Ιουλία Ιατρίδη). Η μονογραφία αυτή γράφτηκε από τον μεγάλο Ισπανό φιλόσοφο κατά παραγγελία από κάποιον παριζιάνικο εκδοτικό οίκο, κατά τη σύντομη γαλλική του εξορία, από την οποία, επειδή δεν άντεξε, αυτοεξορίστηκε κατά κάποιον τρόπο, επιστρέφοντας στην αγαπημένη του Σαλαμάνκα και στις ατελείωτες πολιτικές περιπέτειες της χώρας του, που σίγουρα δεν τον άφησαν ποτέ να πλήξει. Και αν ξεκίνησα να σας μιλάω για το βιβλίο αυτό δίνοντας σας αυτές τις φαινομενικά άχρηστες πληροφορίες δεν το έκανα παρά για να σας τονίσω την «ισπανικότητα» του Unamuno, η οποία διατρέχει όλο το φιλοσοφικό και λογοτεχνικό του έργο σε αντιδιαστολή με τον κοσμοπολιτισμό των ίδιων του των ιδεών, με βάση τις οποίες μπορεί κάθε ευγενής και απαλλαγμένος από διάφορα συμπλέγματα μελετητής του να κάνει τις δικές του απαραίτητες αναγωγές στον οικείο του χώρο και στον χρόνο. Αντικείμενο μελέτης του βιβλίου αυτού, λοιπόν, είναι για ακόμα μια φορά η μυστικιστική διάσταση της θρησκείας του Ιησού Χριστού και του Αποστόλου Παύλου και ο ρόλος της στη διαμόρφωση της συνείδησης του σύγχρονου (μετά την εμπέδωση του Διαφωτισμού και την απαλλαγή από τα θεολογικά μυθεύματα) ανθρώπου. Αν θα μπορούσα κάπου να σταθώ στη συμπυκνωμένη σοφία της «αγωνίας του Χριστιανισμού», μάλλον αυτό θα ήταν στην πολεμική του συγγραφέα της απέναντι στον ωφελιμισμό του Ιησουτισμού, κάνοντας τις δικές μου –αυθαίρετες εννοείται- αναγωγές στις παρενέργειες της πνευματικής ανάστασης της νέας ανθρωπότητας.

خمسة: «Οι ερωτήσεις της ζωής», του Fernando Savater, Αίολος 2003 (μετάφραση Κυριάκος Φιλιππίδης). Το να παρουσιάζεις μετά τον Unamuno ένα βιβλίο του Savater είναι λίγο σαν να περιλαμβάνεις στο ίδιο ποδοσφαιρικό αφιέρωμα το πορτραίτο του Καραταΐδη πλάι σε εκείνο του Beckenbauer. Αλλά εντάξει, είπαμε, καλή η βαριά φιλοσοφία (που λέει ο λόγος), αλλά και οι ακαδημαϊκοί εκλαϊκευτές της κάποιο λόγο ύπαρξης τον έχουνε. Όσοι δεν είχατε την τύχη να πέσουν στα χέρια σας τα φιλοσοφικά εγχειρίδια του πιο ποπ σύγχρονου Ισπανού φιλοσόφου, ειδικά εκείνα όπου αναλύει δύσκολους πολιτικούς και φιλοσοφικούς όρους, ρεύματα και απόψεις σα να απευθύνεται σε κάποιο παιδί (στο γιο του εν προκειμένου), μπορείτε εξίσου καλά να αρχίσετε να τον γνωρίζετε μέσα από τις «ερωτήσεις της ζωής» του, όπου, ως φιλότιμος και έντιμος διανοητής, ξεκινάει με τον αφορισμό πως σημασία στη φιλοσοφία, αλλά και στη ζωή, δεν έχει τόσο το να βρίσκεις τις απαντήσεις στα ερωτήματά σου, όσο το να μην παύεις ποτέ να θέτεις στον εαυτό σου –κυρίως- και στους άλλους ερωτήματα. Το να αναρωτιέσαι και να ρωτάς μπορεί στους εξυπνάκηδες να προδίδει άγνοια και αδυναμία, αλλά στην ουσία δε μαρτυρά παρά τη μόνη αναφαίρετη super power του γένους των ανθρώπων: την άσβεστη δίψα για μάθηση, για εκπλήρωση, για ευτυχία. Εν πάσει περιπτώσει, κ επειδή μπορεί να με διαβάζει και κάποιος εξυπνάκιας τώρα, αν θέλεις φίλε μου να εντυπωσιάσεις εξηγώντας τι είναι με λίγα λόγια ο υπαρξισμός ή ο ιστορικός υλισμός, διάβασε και λίγο Savater μπας και πεις καμία παπαριά λιγότερη στην παρέα σου.

سْتة: «Όταν πέθανε ο Δον Κιχώτης», του Andrés Trapiello, Μεταίχμιο 2009 (μετάφραση Χριστίνα Θεοδωροπούλου). Το βιβλίο αυτό είναι καταρχάς ενδιαφέρον, να το πούμε αυτό. Και είναι και με τον τρόπο του αρκετά πρωτότυπο. Το να στήνεις ένα ολόκληρο μυθιστόρημα ανάγοντας τους δευτεραγωνιστές και τους κομπάρσους ενός άλλου μυθιστορήματος –και μάλιστα ενός κλασικού και θρυλικού πλέον αριστουργήματος- σε κύριους ήρωας μιας μετα-ιστορίας δείχνει, αν μη τι άλλο, όχι μόνο τη συγγραφική σου δεινότητα, αλλά και το πάθος σου για τη διαχρονική λογοτεχνία και τα εμβληματικά της έργα. Ωστόσο, το κατόρθωμα αυτό του κυρίου Trapiello, το οποίο, όπως ήταν φυσικό, έγινε best seller στην πατρίδα του, πολύ φοβάμαι πως, δύσκολα μπορεί να διαβαστεί από κάποιον μη Ισπανό, παρά μονάχα ως χωνευτικό επίμετρο του μνημειώδους «Ο Ευφάνταστος ευπατρίδης Δον Κιχώτης της Μάντσα» (ο πλήρης τίτλος του βιβλίου του Cervantes). Ευτυχώς η αφήγηση εμπεριέχει αρκετή δόση από την ιερή παλαβομάρα του Ιππότη της Ελεεινής Μορφής («Έτσι είναι, δον Αλφάρο, δεν υπάρχει κανείς άλλος “εγώ” στον κόσμο») που λειτουργεί ως αντίδοτο στον λιμπροφίλ (πως λέμε σινεφίλ) σχολαστικισμό του. Οπότε διαβάστε το άφοβα, άλλα διαβάστε πρώτα τον «Δον Κιχώτη» τον ίδιο. Και μην ανησυχείτε, πρώτον διότι η τρέλα δεν είναι μεταδοτική, δεύτερον γιατί ο ιδαλγός μας στην πραγματικότητα «δεν είναι τρελός, παρά μόνο θλιμμένος» και τρίτον διότι: «Κανείς δεν τρελαίνεται μ' ένα μόνο βιβλίο. Η τρέλα θεριεύει με τα πολλά βιβλία, γι' αυτό και δεν θα δείτε, η ευγενία σας, να καίγεται ένα βιβλίο μόνο του, αλλά παρέα με άλλα πολλά.»

سْبعة: «Τι ωραία Κυριακή!», του Jorge Semprún, Εξάντας 1989 (μετάφραση Μπάμπης Λυκούδης). Ειλικρινά δεν ξέρω τι είδους αντιστασιακές δάφνες προσκόμισε στη μεταφρανκική ισπανική δημοκρατία ο Semprún, προκειμένου να γίνει υπουργός πολιτισμού της σοσιαλιστικής, λέμε τώρα, κυβέρνησης González (σας θυμίζει κάτι;), αλλά τη συγγραφική του εμμονή με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δε μπορώ να την καταλάβω. Και η σχετική δήλωσή του σε κάποια από τις άπειρες συνεντεύξεις του ότι «τώρα έχω περισσότερα πράγματα να πω από πριν αρχίσω, γιατί η γραφή ζωντανεύει τη μνήμη», συγνώμη αλλά δε με πείθει εντελώς. Ωστόσο, στο εκτενέστερο από τα τέσσερα μυθιστορήματά του, που βασίζονται στις εμπειρίες του από το Buchenwald, με τον ειρωνικό τίτλο που θυμίζει θέατρο του παραλόγου και το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1980, ο παλαιός κομουνιστής τολμά μια σύγκριση ανάμεσα στη ναζιστική βιομηχανοποιημένη φρίκη και τα σταλινικά γκουλάγκ. Και αυτό από μόνο του καθιστά την «ωραία Κυριακή» του καταρχάς ενδιαφέρουσα τόσο λογοτεχνικά όσο και πολιτικά. Μπορεί η αφήγηση του πολυμήχανου (θυμίζω πως μεταξύ άλλων υπήρξε και ο σεναριογράφος του «Ζ») ισπανού συγγραφέα, που έγραψε σχεδόν όλα του τα έργα στα γαλλικά, να στερείται της γοητείας που θα αναζητούσε κάποιος επιφυλακτικός αναγνώστης πριν καταπιαστεί με ακόμα ένα έργο για το Ολοκαύτωμα και τα παρελκόμενά του, αλλά –έλεος, δηλαδή!- πόσο γοητευτική μπορεί να είναι μια ιστορία εγκλεισμού, να πούμε;

تْمنية: «Κάποτε στη Μαδρίτη», του Daniel Chavarría, Opera 2000 (μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος). Έχω ξαναγράψει για τα βιογραφικά των –κατά κανόνα Λατίνων- συγγραφέων που επιλέγει ο εν λόγω εκδοτικός για παρουσιάσει στο ελληνικό κοινό, δεν έχω; Συγχωρέστε με που ξεκινάω να μιλάω για ένα τόσο όμορφο μυθιστόρημα αναφερόμενος σε κάτι τόσο ασήμαντο φαινομενικά, αλλά αν δεν τον γνωρίζετε τον κύριο Chavarría, περάστε από ένα καλό βιβλιοπωλείο και ρίξτε μια ματιά στο αυτάκι κάποιου βιβλίου του. Πραγματικά αξίζει. Εδώ ο Ουρουγουανός συγγραφέας-πειρατής μας δίνει ένα πολύ πρωτότυπο αστυνομικό δράμα, χωρίς μπάτσους και χωρίς εγκλήματα, που ξεκινάει ως μία πολύ διακριτική και απωθημένη ερωτική ιστορία και καταλήγει ως ένα καθόλου αναμενόμενο κατασκοπευτικό θρίλερ, αλλά δε λέω πιο πολλά για να μη σας το χαλάσω. Επειδή σχεδόν όλες τις αφηγηματικές συνιστώσες αυτού του βιβλίου τις συνάντησα και εγώ από κοντά κατά τη μακρά πλην αποσπασματική διαμονή μου στην καστιλλιάνικη πρωτεύουσα, με την οποία και τις οποίες επιφυλάσσομαι να ασχοληθώ συγγραφικά στο όποιο μέλλον, αναζητώ από τώρα εναλλακτικό τίτλο αφού το «κάποτε στη Μαδρίτη» είναι ήδη πιασμένο. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην «πιο ωραία και από το Παρίσι» κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος που δίνει πραγματικά μια νέα διάσταση στο όρο μοιραία γυναίκα και εκτός από τον ήρωα-αφηγητή είναι ικανή να ρίξει στον έρωτά της ακόμα και τον πιο αδιάφορο συγκινησιακά αναγνώστη.

تْسعود: «Η τελευταία πνοή», του Luis Buñuel , Οδυσσέας 2006 (μετάφραση Μαρία Μπαλάσκα). Γενικά οι αυτοβιογραφίες δεν είναι και το καλύτερό μου. Θα πω κάτι που σίγουρα θα ακουστεί ως μεγάλη σαχλαμάρα, αλλά όπως δε με ενδιαφέρουν τα παιδικά χρόνια του υδραυλικού που θα φωνάξω για να μου σιάξει το θερμοσίφωνα, έτσι αδιαφορώ συνήθως και για την ερωτική ζωή και τα υπαρξιακά απωθημένα του τάδε μουσουργού ή του δείνα στρατηλάτη. Ας κάνουν καλά τη δουλειά τους κι ας βρίσκω εγώ σε αυτήν κάτι που να με αφορά, να με προβληματίζει ή να με συγκινεί, και αυτό μου φτάνει. Αυτός είναι ο γενικός κανόνας μου. Και η αυτοβιογραφία του Luis του Buñuel είναι η εξαίρεσή του. Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με τη ζόρικη για μένα στιγμή που διάλεξα να το διαβάσω, αλλά ειλικρινά, όσο κι αν ανατρέξω στα διαβάσματά μου, δύσκολα θα βρω άλλο βιβλίο τόσο αναζωογονητικό, τόσο μεθυστικό και τόσο γενναιόδωρο. Πέρα από τα εξόχως ενδιαφέροντα κεφάλαια –ειδικά για τους φανατικούς λάτρεις του μεγάλου ισπανού προφήτη του σινεμά- όπου μιλά και αναλύει την πλούσια φιλμογραφία του, αλλά και τις γνωριμίες, συνεργασίες, χαρές και απογοητεύσεις που αποκόμισε κατά τη μακρά και πολυκύμαντη πορεία του στην έβδομη τέχνη, ο Buñuel με αυτήν την «τελευταία πνοή» του προκαλεί ακόμα και τον πιο ανυποψίαστο αναγνώστη να έρθει αντιμέτωπος με ένα ολόκληρο μυθολογικό και ιστορικό σύμπαν, που μόνο στο κεφάλι ενός τόσο σπουδαίου δημιουργού μπορεί να γεννηθεί και να αναγεννηθεί ως χρονικό, ως μαρτυρία και εν τέλει, με κάποιον τρόπο πολύ μπονιουελικό ακόμα και ως λογοτεχνία. Αν δε με πιστεύετε, διαβάστε τουλάχιστον το πρώτο του κεφάλαιο, όπου και καταπιάνεται με την ισόβια πάλη ανάμεσα στη μνήμη και τη φαντασία. Και επειδή εδώ και λίγο καιρό πλέον συνταγογραφώ και επισήμως βιβλία δια πάσα νόσο και δια πάσα μαλακία, σας συνιστώ, σε εσάς τους πληγωμένους και τους αδιέξοδους, για καμιά δεκαριά μέρες, να κάνετε χρήση Buñuel (κυκλοφορεί και σε συσκευασία dvd), τρεις φορές τη μέρα, κατά προτίμηση με γεμάτο στομάχι, και θα δείτε, όλα θα πάνε καλά.

Και στο Μαρόκο; Πότε θα πάμε στο Μαρόκο; Τι; Τζάμπα έμαθα να μετράω ως το εννιά στα μαροκάνικα;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου