Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

πίτσα ματσεντόνιγια


Αν και ανάμεσα στα δυο πρώτα μου ταξίδια στο Βελιγράδι δεν μεσολάβησαν παρά μόνο δυο μήνες, στο μεταξύ πολλά πράγματα είχαν αλλάξει και το σημαντικότερο από αυτά ήταν ότι η Δήμητρα είχε πια μεταναστεύσει στην Αγγλία. Από τη στιγμή, όμως, που είχα πλέον πάρει πολύ στα σοβαρά το θέμα του νέου μου ταξιδιωτικού βιβλίου, το οποίο επρόκειτο να αποτελέσει και τμήμα της διπλωματικής μου, έπρεπε το συντομότερο να ξαναπάω στη σέρβικη πρωτεύουσα για να συνεχίσω την ανορθόδοξη επιτόπια έρευνά μου. Ιδανικό συνταξιδιώτη και συνεργάτη σε αυτή μου την πρισπάθεια βρήκα στο πρόσωπο του Νίκου, με τον οποίο είχαμε ήδη κάνει ένα καλό ρόουντ τριπ στην Πελοπόνησσο το 2010, οπότε είχε περάσει επιτυχώς τις σχετικές εξετάσεις.
Ξεκινήσαμε, λοιπόν, κάπου στα μέσα του Μαρτίου με πολύ όρεξη, αν και με κάποια ψιλοσοβαρά προβλήματα. Πρώτον, τα ηλεκτρικά του αυτοκινήτου μου είχαν, για κάποιον λόγο που δεν εμαθα ποτέ, χαζέψει και άλλοτε κλείδωνε από μόνο του το πορτμπαγκάζ άλλοτε ανεβοκατέβαιναν τα παράθυρα με δικιά τους πρωτοβουλία και άλλα τέτοια όμορφα. Δεύτερον, δυο μέρες πριν αναχωρήσουμε, παρουσιάστηκε μια αιφνίδια βαριά κακοκαιρία, από αυτές που λένε πως πρέπει να αποφεύγουμε τις άσκοπες μετακινήσεις και ένα θηριώδες βαρομετρικό χαμηλό ήρθε και έκατσε πάνω από τη νοτιοανατολική Ευρώπη εξαφανίζοντας κάθε ελπίδα άνοιξης.
Το αρχικό μας πλάνο ήταν να ταξιδέψουμε από τη Θεσσαλονίκη προς τα δυτικά, να περάσουμε τα ελληνοαλβανικά σύνορα κι αφού διασχίσουμε την Αλβανία και το Μαυροβούνιο (διανυκτερεύοντας κάπου καθοδόν) να μπούμε στη Σερβία. Στην επιστροφή από το Βελιγράδι θα ακολουθούσαμε την ίδια πάνω-κάτω διαδρομή που είχαμε κάνει προ διμήνου με τη Δήμητρα. Η ραγδαία, όμως, επιδείνωση του καιρού μάς τρόμαξε και έτσι αποφασίσαμε να αντιστρέψουμε την πορεία μας και να ανέβουμε καταρχάς προς βορρά μέσω της ακόμα ασφαλούς Φυρομίας και ύστερα βλέπαμε τι θα κάναμε.
Αν και σκοπεύαμε να φύγουμε σχετικά νωρίς, η ανόητη ιδέα μου να κατέβω πρώτα στο κέντρο, για να τακτοποιήσω μια, κατά τα άλλα καθόλου επείγουσα, υποχρέωση και ένα άνευ προηγουμένου μπλέξιμο, από αυτά που συνοδεύουν πάντα παρόμοιες ιδέες, καθυστέρησαν την αναχώρησή μας δραματικά, με αποτέλεσμα η νύχτα να μας βρει καπου στου δρόμου τα μισά και να αναγκαστούμε να διανυκτερεύσουμε εκτός προγράμματος στη Νις.
Στο μεταξύ, είχα την ευκαιρία να απολαύσω στο φως ή έστω στο ημίφως της μέρας την όμορφη διαδρομή από την Γευγελή μέχρι τα Σκόπια –την προηγούμενη φορά με τη Δήμητρα περάσαμε βράδυ από εδώ και δεν βλέπαμε τίποτα πέρα από τη διαγράμμιση στο οδόστρωμα- όπου ο αυτοκινητόδρομος περνάει σχεδόν εξ ολοκλήρου μέσα από τη κοιλάδα του Αξιού, πλάι σε καταπράσινα δάση και σουρεαλιστικές ταβέρνες. Αλλά στα κάλλη και τις αντιθέσεις της βορειομακεδονικής υπαίθρου θα επανάλθω αργότερα.
Αφού διασχίσαμε, λοιπόν, όλη τη Φυρομία και αφού ψιλοπιάσαμε κουβέντα στα ελληνικά με όλους τους υπαλλήλους στα διόδια –για κάποιον λόγο όλοι ήθελαν να μάθουν εάν ταξιδεύαμε για μπίζνες ορ πλέζουρ- φτάσαμε στα σύνορα της Σερβίας την ώρα που ξεσπούσε μια τρελή καταιγίδα. Σταματήσαμε στον πρώτο σταθμό που βρήκαμε για να πιούμε έναν καφέ και να δώσουμε στον καιρό τον χρόνο του, αλλά αυτός, όσο περνούσε η ώρα, όλο και το σοβάρευε. Εκεί αποφασίσαμε να περάσουμε το βράδυ στη Νις και να συνεχίσουμε την επόμενη μέρα για το Βελιγράδι.
Η Νις, όπως νομίζω ήδη έχω αναφέρει, είναι η μεγαλύτερη πόλη στα νότια της Σερβίας. Εξαιρετικά δημοφιλής σε όλους τους ταξιδιώτες των Βαλκανίων, όχι τόσο ως προορισμός, όσο ως αναγκαία ενδιάμεση στάση ανάπαυσης. Γενικά, πέρα από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο που γεννήθηκε εδώ, δεν φαίνεται να έχει και πολλά πράγματα για να υπερηφανεύεται. Οι πολλές και πάντα αναγκαίες στάσεις, πάντως, που θα κάνω εδώ στα επόμενα ταξίδια θα βοηθήσουν στο να ανακαλύψω έστω και συμπτωματικά διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα. Προς το παρόν, όμως, το μόνο που μας αποσχαλούσε ήταν να βρούμε κάπου για να διανυκτερεύσουμε.
Εδώ πρέπει να κάνω μια παρένθεση. Γενικά, δεν φημίζομαι για την προνοητικότητά μου, ειδικά όταν ταξιδεύω. Αυτό, βέβαια, συχνά με βάζει σε μπελάδες, αλλά τις περισσότερες φορές μάλλον μου έχει βγει σε καλό. Έτσι, προτιμώ, εάν δεν συντρέχουν ιδιαίτερες συνθήκες, να μην κλείνω από πριν δωμάτιο στα μέρη που επισκέπτομαι. Η τακτική που ακολουθώ είναι συνήθως η εξής: Μπαίνοντας σε μια καινούρια και άγνωστη πόλη, ακολουθώ τις ταμπέλες που υποδεικνύουν τον δρομο προς τον σιδηροδρομικό σταθμό, όπου κατά κανόνα εκεί τριγύρω μπορείς να βρεις και κάποιο οικονομικό κατάλυμα, αλλά και μέρος για να παρκάρεις με ασφάλεια. Επίσης, όσο αργά και να είναι, πάντα υπάρχουν γύρω από τους σταθμούς μαγαζιά ανοιχτά όλο το εικοσιτετράωρο. Έτσι, ούτε νηστικός κινδυνεύεις να μείνεις ούτε και διψασμένος. Τέλος, στις περισσότερες ευρωπαϊκες πόλεις, ο κεντρικός σταθμός δεν απέχει πολύ από το κέντρο, οπότε εάν πρόκειται απλώς εκεί να διανυκτερεύσεις και να αναχωρήσεις το πρωί για αλλού, προλαβαίνεις άνετα να κάνεις και μια βόλτα. Στο μεταξύ, έχεις ήδη κάνει μια πρώτη βόλτα αναζητώντας ελεύθερο δωμάτιο – καλύτερα να έχει αφήσει στο αμάξι τις αποσκευές ή να έχεις πάρει μαζί μόνο τα απαραίτητα για αυτή τη μία διανυκτέρευση και να έχεις βολέψει τα υπόλοιπα πράγματά σου στο πορτμπαγκάζ ή σε άλλο μέρος μη ορατό από τους νυκτόβιους περαστικούς.
Πάντως, ταμπέλα που να μας δείχνει το δρόμο προς τον σιδηροδρομικό σταθμό δεν είδαμε πουθενά στη Νις. Ως εκ τούτου, κινηθήκαμε κατευθείαν προς το κέντρο, στο οποίο δεν είμαι σίγουρος ότι φτάσαμε ποτέ, αφού αυτό που τελικά θεωρήσαμε κάποια στιγμή ως κέντρο δεν διέφερε σημαντικά από τις άλλες γειτονίες της πόλης. Εν πάση περιπτώσει, βρήκαμε κάπου μια κεντρική οδό με πολλά χόστελ και ξενοδοχεία, διαλέξαμε ένα στην τύχη, και το οποίο ήταν μια χαρά, και βγήκαμε για να δειπνήσουμε. Λίγη ώρα μετά και ύστερα από μια καλή βόλτα στις όχθες του Νίσαβα, ανακαλύψαμε και ένα μπαρ της πρόκοπης και μπήκαμε να ζεσταθούμε λίγο.
Το επόμενο πρωί είπαμε να μην φύγουμε αμέσως και να κάνουμε πρώτα λίγο τουρισμό στην πόλη. Πολύ κοντά εκεί που είχαμε βρει δωμάτιο βρισκόταν –βρίσκεται ακόμα, δηλαδή- το κάστρο της πόλης. Λίγο ρωμαϊκο, λίγο μεσαιωνικό, λίγο οθωμανικό, λίγο από όλα, όπως τα περισσότερα από τα οχυρωματικά αξιοθέατα των Βαλκανίων, έμοιαζε κάπως στραβωμένο με τον τουριστικό ρόλο που του είχε επιφυλάξει η ιστορική εξέλιξη. Βέβαια την εποχή που το επισκεφτήκαμε οι μόνοι τουρίστες σε ολόκληρη τη Νις ήμασταν εμείς οι δύο. Οι περισσότεροι περαστικοί που διέσχιζαν το πάρκο που το περιβάλλει ήταν άνθρωποι της πόλης που έκοβαν δρόμο μέσα από αυτό για να πάνε στη δουλειά τους.
Μετά περιπλανηθήκαμε μες στην αγορά και εκεί πέσαμε πάνω σε ένα χάλκινο γλυπτό σύμπλεγμα, όπου δυο άντρες, ένας κάτι σαν λόγιος και ένας σαν χωριάτης, κάθονταν σε ένα τραπέζι και τα λέγανε. Στα πόδια τους είχαν αράξει κάτι αδέσποτα σκυλιά, εκ των οποίων το ένα ήταν επίσης χάλκινο και μέρος του όλου έργου. Το σύμπλεγμα περιελάμβανε και μια κενή καρέκλα, στην οποία κάθισα και ζήτησα από τον Νίκο να με φωτογραφίσει για να του ανταποδώσω φυσικά στη συνέχεια. Αργότερα, το έψαξα λίγο στο ίντερνετ και βρήκα ότι τα πρόσωπα που απεικονίζονται στο εντυπωσιακό, αν και χαμηλόφωνο, γλυπτό είναι ένας σημαντικός σέρβος συγγραφέας και ο ήρωας ενός από τα μυθιστορήματά του.
Μετά κι από αυτό και θεωρώντας πως είχαμε εξαντλήσει τα αξιοθέατα της Νις, γυρίσαμε στο αμάξι και φύγαμε για το Βελιγράδι. Όπως ανέφερα και στο προηγούμενο κεφάλαιο, τα σχετικά με τις βελιγριαδιώτικές μου περιπέτειες εδώ θα παραλείπονται, οπότε τρεις μέρες μετά…
…Κι αφού ξεσηκώσαμε την πεκάρα (φούρνος) της γειτονιάς, επιβιβαστήκαμε στο Αντάμομπιλ και πήραμε ξανά τον δρόμο που ενώνει τον Δούναβη με το Αιγαίο.
Αφού το σχέδιο μας να επιστρέψουμε, έστω, στη Θεσσαλονίκη μέσω Μαυροβουνίου και Αλβανίας ναυάγησε οριστικά λόγω των καιρικών συνθηκών, οι οποίες είχαν προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στα δυτικά Βαλκάνια, αποφασίσαμε να περιπλανηθούμε στις δύο μέρες που μας είχαν μείνει στη χώρα δίχως όνομα και να επισκεφτούμε την Οχρίδα. Έτσι, διασχίσαμε ξανά υπο καταρρακτώδη βροχή το περήφανο παλιό γιουγκοσλαβικό δίκτυο προς το Νότο και αφού ξαναπεράσαμε τα σερβοφυρομιανά σύνορα, αντί να συνεχίσουμε προς τα Σκόπια, στρίψαμε δυτικά και αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς το Τέτοβο.
Λίγη ώρα μετά μπήκαμε στο πρώτο αλβανικό χωριό, με τον κεντρικό του δρόμο καταστόλιστο από κόκκινες σημαίες με το δικέφαλο αετό και τους ράθυμους κατοίκους του να μας κοιτάζουν σαν να είμαστε εξωγήινοι. Αργότερα θα μάθουμε ότι περάσαμε ξυστά από ένα σωρό ενδιαφέροντα μνημεία της φύσης και της Ιστορίας, αλλά η βιασύνη μας να μην μας βρει η νύχτα πάνω στα άγρια βουνά μάς έκανε να δούμε τη μισή σχεδόν χώρα μέσα από το παράθυρο.
Τα χωριά κάποια στιγμή σταμάτησαν και ο δρόμος άρχισε να ανηφορίζει και να χάνεται μέσα σε πυκνά δάση. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Νίκου θα έπρεπε ήδη να πλησιάζουμε αν όχι να φτάνουμε στην Οχρίδα. Μια χιλιομετρική υπόδειξη, όμως, που μόλις που καταφέραμε να διακρίνουμε μέσα στην ομίχλη, έβαλε τα πράγματα στη θέση τους και εμάς καμιά κατοσταριά χιλιόμετρα ακόμα μακριά από τον προορισμό μας. Για πρώτη φορά αισθάνθηκα κούραση και ίσως και λίγο φόβο. Το ορεινό οδικό δίκτυο των γειτόνων μας, γεμάτο με επικίνδυνες κλίσεις, κατεστραμμένα οδοστρώματα, ζώα που πετάγονταν από το πουθενά για να τσεκάρουν τα αντανακλαστικά των οδηγών καθώς και η παντελής απουσία καφέ και βενζινάδικων με έκαναν να παραδώσω για πρώτη φορά το τιμόνι στα χέρια του Νίκου. Ο οποίος τελικά αποδείχτηκε καλύτερος οδηγός παρά συνοδηγός και χωρίς να το καταλάβω πώς είδα μετά από λίγο τη λίμνη της Οχρίδας να απλώνεται μπροστά μας.
Αλλά οι αναποδιές δεν έλεγαν να τελειώσουν. Ενώ η βροχή ξανάρχιζε να πέφτει ακόμα πιο δυνατή από πριν, οι υαλοκαθαριστήρες του Ανταμομπίλ βαρέθηκαν μάλλον τα πηγαινέλα και είπαν να αράξουν λίγο, αφήνοντάς μας στο έλεος της φύσης. Ειλικρινά, δεν θυμάμαι πώς καταφέραμε να διανύσουμε τα τελευταία χιλιόμετρα μέχρι την πόλη της Οχρίδας. Με έναν μαγικό τρόπο, πάντως, όταν φτάσαμε όλα έγιναν πολύ εύκολα. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά βρήκαμε ένα ζεστό και καθαρό δωμάτιο και δίπλα στον ξενώνα ακριβώς μια πολλά υποσχόμενη πιτσαρία.
«Τι θα πάρεις», με ρώτησε ο Νίκος. «Λέω να δοκιμάσω την πίτσα ματσεντόνιγια», του απάντησα. «Είσαι προδότης», μου είπε. «Είμαι περίεργος και πεινασμένος», του απολογήθηκα.
Περήφανος που αξιώθηκα να δοκιμάσω μια πίτσα βασισμένη στην ίδια ακριβώς συνταγή που κάποτε τιμούσαν ο Παρμενίωνας, ο Φιλώτας, ο Κάσσανδρος και τα άλλα παιδιά, παρήγγειλα και μια Σκόπσκο για να το γιορτάσω. Λέγαμε μετά το φαγητό να βγούμε και μια βόλτα, αλλά η κούραση και η βροχή που δεν έλεγε καθόλου να κοπάσει μάς έστειλαν από νωρίς στα κρεβατάκια μας.
Το επόμενο πρωί σηκωθήκαμε χαράματα για να προλάβουμε τη μέρα. Ο καιρός φάνηκε κάπως να ανοίγει, οπότε, αφού πήραμε πρωινό στα όρθια σε κάποιον ανατολίτικο φούρνο εκεί στη γειτονιά, κατευθυνθήκαμε προς το παραλίμνιο μονοπάτι για να δούμε από κοντά τα ρωμαϊκά και τα βυζαντινά μνημεία και ερείπια.
Το σπουδαίο ιστορικό παρελθόν της Οχρίδας μοιάζει ταπεινωμένο, όχι τόσο από τη σύγχρονη ζωή της πόλης, όσο από τις αστείες προσπάθειες των φυρομιανών να το αναδείξουν, υποτίθεται. Κι όμως, κρατά ακόμα σε μεγάλο βαθμό μια μεταφυσική σαγήνη κι ο επισκέπτης μπορεί πάντα να ελπίζει πως κάποιο φάντασμα θα πεταχτεί κάποια στιγμή μπροστά του για να τον ξεναγήσει στα λημέρια του.
Ύστερα ανηφορήσαμε ξανά προς την πόλη και χωθήκαμε στα σοκάκια της παλιάς συνοικίας με τα φτωχικά, αλλά περιποιημένα σπίτια, στον ίδιο ή έστω σε παρόμοιο ρυθμό που συναντά κανείς στην Καστοριά, στην Άνω Πόλη, στην Ξάνθη, στα χωριά της Βουλγαρικής Ροδόπης αλλά και στην Κορυτσά και αλλού, σε ολόκληρη την επικράτεια των Μέσης Βαλκανικής. Αρχιτεκτονική, κουζίνα, μουσική, ένα σωρό πράγματα που τα σύνορα των εθνικών κρατών δεν μπόρεσαν ποτέ να οριοθετήσουν. Το ιστορικό δράμα της χερσονήσου, σε μεγάλο βαθμό προϊόν αμοιβαίων παρεξηγήσεων που κανείς ποτέ δεν θέλησε σταλήθεια να επιλύσει. Κι όμως, αυτή η ακατανίκητη αίσθηση οικειότητας που νιώθεις ταξιδεύοντας σε αυτά τα μέρη, αυτό το ανακάτεμα, όπου δεν είσαι σίγουρος αν έρχεσαι πρώτη φορά ή αν μάλλον επιστρέφεις, επισκεπτόμενος αυτές τις γειτονιάς, αυτό είναι που ίσως κάποτε μας σώσει.
Πριν γυρίσουμε στο αμάξι για να φύγουμε, σταματήσαμε σε ένα ζαχαροπλαστείο και αγοράσαμε ένα σωρό κουτιά με σοροπιαστά για δώρα. Τα πιο πολλά, βέβαια, τα καταναλώσαμε πριν καν περάσουμε τα σύνορα, αλλά και πάλι, η πρόθεση μετράει.
Ύστερα από ένα βιαστικό πέρασμα από το Μοναστήρι, φτάσαμε στο συνοριακό φυλάκιο της Νίκης και λίγο μετά πίναμε πια καφέ στη Φλώρινα. Στον δρόμο για τη Θεσσαλονίκη συνειδητοποίησα ότι ως προς τον βασικό μου σκοπό (το να μαζέψω, δηλαδή, υλικό για το βιβλίο για το Βελιγράδι) το ταξίδι ήταν πολύ πετυχημένο. Κατά τα άλλα, όμως, είχα την εντύπωση ότι σκορπίσα στη διαδρομή ένα σωρό ταξιδιωτικές εκκρεμότητες, τις οποίες σύντομα θα έπρεπε να ξαναπάω να τις μαζέψω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου