Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

εσύ από που είσαι, παλικάρι μου;

Είναι Δεκέμβριος. Είναι το 2011. Είμαι 36 ετών. Είμαι επιπόλαιος, αναιδής, αφελής και σπάταλος. Είναι Τετάρτη. Είναι το τραίνο από Βόλο για Αθήνα. Είναι έξι η ώρα το πρωί - ήτανε εκείνη τη στιγμή, τουλάχιστον. Προσπαθώ να καταλάβω πώς βρέθηκα εδώ μέσα. Θυμάμαι από πού ξεκίνησα. Έχω μια εικόνα καθαρή του πού ακριβώς πηγαίνω. Αλλά μου διαφεύγει ο λόγος για τον οποίο βρίσκομαι μέσα σε αυτό το τραίνο. Φαντάζομαι διάφορα, μα τελευταία το έχω για συνήθεια να πέφτω πάντα έξω. Από τότε που απαγορεύτηκε το κάπνισμα μέσα στις αμαξοστοιχίες, τα έκοψα οριστικά τα σιδηροδρομικά ταξίδια μου. Όχι, δεν είχε νόημα. Τότε, ποιος διάβολος με έβαλε μέσα σε ετούτο το βαγόνι; Ποιος μου έκοψε το εισιτήριο; Ποιος μου είπε να καθίσω; Μα και την εποχή εκείνη που ακόμα ανέβαινα στα τραίνα, τα δρομολόγια για την Αθήνα τα απέφευγα. Ήταν που μέσα στα όνειρά μου μπαινόβγαινε μια ιστορία ηρωική, μιας κάποιας, λέει, αντιστασιακής οργάνωσης –μη με ρωτήσετε, παρακαλώ, σε τι ακριβώς αντιστεκότανε- που ανατίναζε για δεύτερη φορά τη γέφυρα στο Γοργοπόταμο. Δεν ξέρω αν το έκανε ξανά για να διακόψει τις ενισχύσεις του Ρόμελ στο αφρικάνικό του μέτωπο. Δεν είμαι σίγουρος αν μέσα στο όνειρο αυτό ήμουν εγώ του Ρόμελ οι αναγκαίες ενισχύσεις. Για ένα πράγμα όμως μπορούσα να πάρω όρκο μόλις άνοιγα τα μάτια μου: Πως μες στο τραίνο που διέσχιζε τη γέφυρα την ώρα ακριβώς της ανατίναξης ταξίδευα μόνος εγώ μοιραίος επιβάτης. Αυτά και βγαίνω προς το παρόν από το όνειρο. Είναι Δεκέμβριος. Είναι το 2011. Είμαι 36 ετών. Είναι Τετάρτη. Είναι το τραίνο από Βόλο για Αθήνα. Είναι έξι η 16 ώρα το πρωί – ήτανε, τώρα είναι πια έξι και είκοσι. Δεν ταξιδεύω ακριβώς. Μάλλον μετακινούμαι. Έρχομαι στην Αθήνα να σε βρω. Με κάλεσες κι εγώ ανταποκρίθηκα. Μου τηλεφώνησες, μου είπες θέλεις να με δεις. Είπες πως με χρειάζεσαι. Όχι, τέτοιες λέξεις εσύ ποτέ δε χρησιμοποιείς. Αλλιώς το διατύπωσες, κι αλλιώς εγώ μες στο μυαλό μου το μετέφρασα. Με ρώτησες αν κάνει κρύο εκεί – εδώ στο Βόλο, δηλαδή. Θέλω να πω στο Βόλο όπου βρισκόμουνα, όταν μου τηλεφώνησες. Τώρα, ετούτη τη στιγμή για την οποία γράφω, μετακινούμαι, έρχομαι και το «εδώ», λυπάμαι, μου διαφεύγει διαρκώς. Νυστάζω και οι σκέψεις μου μάλλον δε βοηθάνε. Άλλωστε, δεν κοιμήθηκα καθόλου χθες το βράδυ. Μέχρι πριν λίγο μιλούσαμε ακόμα στο τηλέφωνο. Με κάλεσες να έρθω στην Αθήνα να σε βρω. Κι εγώ ανταποκρίθηκα. Βγάζω το παλτό μου, το μαξιλοροποιώ στριμώχνοντάς το ανάμεσα στο κεφάλι και το παράθυρό μου. Αναρωτιέμαι ποιο από τα δύο είναι πιο παγωμένο. Ποιο από τα δύο δονείται από το ταξίδι περισσότερο. Κοιτάζω έξω, δε βλέπω τίποτα, κλείνω τα μάτια μου, αποκοιμιέμαι. Όταν ξυπνάω, μες στο βαγόνι επικρατεί μεγάλη αναστάτωση. Ρωτάω τους συνεπιβάτες να μου πουν, αλλά για κάποιο λόγο όλοι τους μοιάζουν να είναι μαζί μου θυμωμένοι. Ένας υπάλληλος, πιο ψύχραιμος, μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω. Πάμε στο μπαρ. Βγάζει από την τσέπη το πακέτο του και μου προσφέρει να καπνίσω. Μα δεν απαγορεύεται; Τι έγινε επιτέλους; Μαθαίνω πως πραγματικά η γέφυρα ανατινάχτηκε, αμέσως μόλις την περάσαμε. Πόσο βαριά κοιμόμουν και δεν κατάλαβα, γαμώ το υποσυνείδητό μου, τίποτα; Σχεδόν θρηνώ που έχασα τέτοιο σπουδαίο θέαμα. Κλαίω για τον Ρόμελ τον κακόμοιρο, λες και τον είχα μπάρμπα. Οι σιδηροδρομικοί μου χτυπάνε την πλάτη με συμπόνια. Μου βάζουνε να πιω ουίσκι πρωινιάτικα. Και μόλις μπαίνουμε μες στην κατοικημένη περιοχή και κόβει η αμαξοστοιχία μας ταχύτητα, σε μια στροφή, ανοίγουνε μια πόρτα και με πετάνε έξω πατρικά. Την πτώση απολαμβάνω. Φτηνά τη βγάζω με λίγες μελανιές, μα κάνει κρύο και μου λείπει το παλτό μου, ακόμα κολλημένο πάνω στο βρώμικο παράθυρο. Και επιπλέον μες στο παλτό το πορτοφόλι μου – μεγάλη η χάρη σου, στρατάρχα μου. Πώς πάω τώρα στο Γκύζι με τα πόδια; Δεν ξέρω καν που βρίσκομαι. Πέφτει κάτι σαν χιόνι και το κρύο με αποπροσανατολίζει ακόμα περισσότερο. Διαλέγω στην τύχη ένα δρόμο κι αρχίζω να τον περπατώ πιστεύοντας πως με πηγαίνει προς το σπίτι σου. Βλέπω έναν τύπο να στέκεται στην είσοδο μιας πολυκατοικίας και να πατάει με μανία κάποιο από τα κουδούνια της. Πετάει βρισιές μέσα από τα δόντια του. Κοιτάζει και βλαστημάει τα μπαλκόνια από πάνω. Ο άνθρωπός μου, σκέφτομαι. Στο ύψος μου περίπου, παρόμοια διάπλαση. Κανείς δε βρίσκεται τριγύρω μας. 17 Κοιμούνται ακόμα οι μάρτυρες. Συγνώμη, θέλετε βοήθεια; ρωτάω κι αυτός γυρνάει προς το μέρος μου. Δεν προλαβαίνει καν να μου συστήσει να πάω να γαμηθώ και τον ξαπλώνω με δυο γροθιές στο μάρμαρο. Πριν πέσει, χτυπάει με το κεφάλι τα κουδούνια για ακόμα μια φορά και επιτέλους κάποιος βγαίνει στο θυροτηλέφωνο. «Ποιος είναι;» ρωτάει ο κάποιος, την ώρα που του βγάζω το μπουφάν. Μου ανοίγεται, παρακαλώ; Ξέχασα τα κλειδιά μου. «Ποιος είναι;» ξαναρωτάει πιο καχύποπτα, ενώ ψάχνω στις τσέπες του παντελονιού να βρω κανένα φράγκο. Φωνάζω το όνομά μου. Ορίστε, σου απάντησα. Ψέματα εγώ δε λέω. «Εσείς είστε, κύριε Γιάννη; Καλημέρα σας!» μου λέει και ανοίγει και την πόρτα. Άλλο και πάλι ετούτο, σκέφτομαι καθώς σέρνω και κρύβω προσεκτικά το θύμα μου πίσω από το θυρωρείο. Βγαίνω ξανά, μα πριν αρχίσω να απομακρύνομαι, ρίχνω και πάλι στα κουδούνια μια ματιά και βλέπω το όνομά μου. Βάζω τα χέρια μέσα στις τσέπες του καινούριου μου μπουφάν και πάω παρακάτω. Βγαίνω σε κάποια λεωφόρο κεντρική και σταματάω ένα ταξί – δεν είναι που κουράστηκα να περπατώ, αλλά που βιάζομαι στο σπίτι σου να φτάσω. Λέω στον ταρίφα την διεύθυνση και αράζω ψάχνοντας τις τσέπες του μπουφάν, μήπως κι ανακαλύψω και τίποτα άλλο χρήσιμο. Ο ταξιτζής αρχίζει με τη μία να μου κάνει κήρυγμα. Του φταίνε περίπου όλα. Κάποια στιγμή η γκρίνια επικεντρώνεται στο θέμα «μετανάστες». Μου λέει πως πρέπει να ξεφορτωθούμε όλους αυτούς τους άπλυτους. Πως είναι όλοι τους μες στις αρρώστιες και το έγκλημα. Πως θέλουν να μας φάνε. «Εσύ από που είσαι, παλικάρι μου;» ρωτάει για να με βάλει στην κουβέντα του. Του λέω από τη Γκάνα. Γυρίζει και με ξανακοιτάζει πιο προσεκτικά. «Πλάκα μου κάνεις, έτσι;» Τι λέτε κύριε, του απαντώ, Γκάνα γέννημα-θρέμμα. Μέχρι τη γειτονιά σου ούτε που μου ξαναμιλά. Ούτε κοιτάζει καν τα χρήματα που φτάνοντας του δίνω. Τελειώνει ήσυχα τη βάρδια του, φουλάρει το ταξί πετρέλαιο και φεύγει για πάντα από την πόλη. Το βρίσκω εύκολα το σπίτι σου. Μου το έχεις, άλλωστε, τόσες φορές στα γράμματά σου περιγράψει, που είναι σα να είμαι ένοικος κι εγώ αυτής της πολυκατοικίας. Την ώρα που την είσοδο περνώ –είναι η εξώπορτά σας ανοιχτή, να έχετε το νου σας!- σκέφτομαι πως όχι, δεν πρέπει έτσι να με δεις, με αδειανά τα χέρια. Μετά από τόσο πια καιρό. Πρώτη φορά από τότε. Έχω δυόμιση χρόνια να σε δω. Από το καλοκαίρι εκείνο. Ξέρεις καλά για ποιο από όλα τα καλοκαίρια σου μιλώ: Για εκείνο το καλοκαίρι που το πέρασα στο σπίτι σου. Γνωρίζεις πότε ξεκίνησε ο χρόνος της απουσίας να μετρά. Στο σπίτι μου –όχι, δεν έχω σπίτι- στη γειτονιά μου έστω, εκεί που τότε έμενα, υπάρχουν κάτι ρολόγια ηλίθια εκεί σταματημένα, που δείχνουνε πεισματικά την ώρα που χωρίσαμε. Δεν ξέρω καν αν γίνεται να το ονομάσω αυτό το 18 πράγμα χωρισμό. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν καταφέραμε ακριβώς στα αλήθεια να ενωθούμε. Κολλήσαμε για λίγο, για προσωρινά, κι αυτό ήτανε όλο. Κι ύστερα φύγαμε κι οι δυο. Εσύ από το σπίτι σου κι εγώ από εσένα. Και είπαμε κάποια στιγμή ίσως ξαναβρεθούμε. Κουβέντες τέτοιες της στιγμής – ποιος άραγε τους δίνει σημασία; Καμιά φορά τους δίνω εγώ. Το ξέρεις, τέτοιος είμαι. Ψάχνω να βρω στο δρόμο σου κάτι να αγοράσω. Μπαίνω σε κάποιο μαγαζί. «Τι θέλετε;» ρωτάει η πωλήτρια, που κάτι μου θυμίζει. Αυτό το μπλε το φόρεμα που έχετε στη βιτρίνα. «Τι νούμερο; Είναι ψηλή;» Στο ύψος σου περίπου. Τώρα που σε κοιτώ καλύτερα, της μοιάζεις και σε άλλα. Μπορείς να το φορέσεις, σε παρακαλώ, να δω άμα της πάει. Γδύνεται εκεί μπροστά στα μάτια μου. Έκπληκτοι οι περαστικοί στη τζαμαρία της τα μούτρα τους κολλάνε. Είσαστε ίδιες. Είσαι εσύ. Μονάχα εκείνο το σημάδι, εκεί, στο πλάι, στην κοιλιά μού φαίνεται πως λείπει. Βρίσκω ένα κοπίδι κάπου. Το αρπάζω. Το τακτοποιώ κι αυτό. Δε μου αρέσει να αφήνω εκκρεμότητες, το ξέρεις. Φοράει η πωλήτρια το φόρεμα. Δεν περιμένει να στεγνώσει η πληγή. Το αίμα το ρούχο σου ποτίζει. Ταιριάζει σίγουρα απόλυτα. Λες και το έφτιαξαν αυτοί μονάχα για εσένα. «Να το τυλίξω, κύριε;» Όχι, πάμε να φύγουμε και μείνε όπως είσαι! Δεν προλαβαίνουμε να πάμε μακριά. Πέφτει στο δρόμο αναίσθητη από την αιμορραγία. Κόσμος μαζεύεται τριγύρω της. Τα πάντα παραλύουν. Και τότε βγαίνεις στο μπαλκόνι σου να δεις έξω τι παίζει. Σε βλέπω, με κοιτάζεις. «Τι είναι όλα αυτά; Τι έκανες; Δεν ήτανε ανάγκη…» Καλά, άνοιξέ μου και θα δεις. Έχω και άλλο δώρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου