Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

πολύ νουάρ, σχεδόν καθόλου ποίηση

σκηνή 1η, ημέρα, εσωτερικό (αστυνομικό τμήμα)
Ένας άντρας μεταξύ 35 και 40 κάθετα σε μια καρέκλα μπροστά σε ένα γραφείο. Χαμογελάει και κοιτάζει αδιάφορα έξω από το παράθυρο τα κλαδιά ενός δέντρου, που μοιάζει να έχει μόλις ανθίσει. Το παράθυρο είναι μισάνοιχτο. Μέσα από το γραφείο κάθεται ένας άλλο άντρας σχεδόν συνομήλικός του πρώτου. Μοιάζει εκνευρισμένος και κοιτάζει διαδοχικά τα χαρτιά που έχει μπροστά του, το παράθυρο και τον επισκέπτη του.

Υπαστυνόμος
Θα σου το πω ακόμα μια φορά:
Δεν πρόκειται να φύγεις από εδώ μέσα,
αν δε μου πεις όσα ξέρεις για την τύπισσα.

Γιάννης
Ότι ήξερα, σου το είπα. Μακάρι να γνώριζα κι εγώ περισσότερα, όργανο.

Υπαστυνόμος
Και μη με ξαναπείς «όργανο». Ακούς;

Γιάννης
Ακούω, ακούω…

Πάνω στο γραφείο του υπαστυνόμου ξεχωρίζει μια φωτογραφία. Μια νεαρή γυναίκα, γύρω στα 25. Μελαχρινή, με πράσινα μάτια. Φοράει ένα μαύρο παλτό και χαμογελάει στον ήλιο.
  
σκηνή 2η, ημέρα, εξωτερικό (παραλία)
Η γυναίκα της φωτογραφίας στέκεται μπροστά σε μια εγκαταλειμμένη καντίνα και ποζάρει. Ένας φωτογράφος την καθοδηγεί με τις κινήσεις των χεριών του. Αν και αυτός της ζητάει να κοιτάξει το φακό, αυτή μοιάζει σα να χαζεύει προς τη θάλασσα. Σκύβει, βγάζει τα παπούτσια της, ανεβάζει λίγο τα μπατζάκια του παντελονιού της και περπατάει πάνω στην άμμο. Ο φωτογράφος την ακολουθεί. Βουτάει τα πόδια της στο νερό και γυρίζει προς το μέρος του φωτογράφου και του χαμογελάει. Αυτός συνεχίζει να τη φωτογραφίζει διαρκώς. Για μια στιγμή το χαμόγελό της παγώνει. Σαν κάτι περίεργο να έχει τραβήξει την προσοχή της. Σκύβει και μαζεύει από την άμμο ένα τσαλακωμένο χαρτί. Ένα σημείωμα. Το ξεδιπλώνει και το διαβάζει. Γελάει δυνατά.
  
σκηνή 3η, ημέρα, εσωτερικό (διαμέρισμα)
Ο Γιάννης κάθεται στο τραπέζι του σπιτιού του. Πίνει καφέ, καπνίζει και έχει μπροστά του ένα κομμάτι χαρτί και γράφει. Στην άλλη άκρη του δωματίου, η γυναίκα των προηγούμενων σκηνών κοιμάται στο κρεβάτι του. Αν και σκεπασμένη με ένα πάπλωμα, τα μέρη του σώματός της που διακρίνονται μαρτυρούν πως είναι γυμνή. Ο Γιάννης σηκώνει το κεφάλι του από το χαρτί και την κοιτάζει. Συνεχίζει να γράφει: «Πρέπει να πάω λίγο στο γραφείο. Δε θα αργήσω. Θα μου λείψεις. Καλημέρα.». Σβήνει το τσιγάρο του και πάει προς το κρεβάτι. Ακουμπά το σημείωμα πλάι στο κεφάλι της.  Αυτή χαμογελάει μέσα στον ύπνο της. Ο Γιάννης σκύβει και φιλάει το χαμόγελό της.
  
σκηνή 4η (συνέχεια της 1ης), ημέρα, εσωτερικό (αστυνομικό τμήμα)
Ο υπαστυνόμος αρπάζει τη φωτογραφία πάνω από το γραφείο του, σηκώνεται, πλησιάζει τον Γιάννη και τη κολλάει σχεδόν στο πρόσωπό του.

Υπαστυνόμος
Θες να μου πεις ότι περάσατε δυο μέρες μαζί
και ύστερα, έτσι ξαφνικά εξαφανίστηκε;

Γιάννης
42 ώρες.

Υπαστυνόμος
Τι 42 ώρες;

Γιάννης
Τόσες περάσαμε μαζί.

Υπαστυνόμος
Και ήσασταν συνέχεια μαζί αυτές τις 42 ώρες,
εκτός από τη μια ώρα που εσύ την άφησες να κοιμάται
και πήγες στο γραφείο σου. Σωστά;

Γιάννης
Λάθος.

Υπαστυνόμος
Τι λάθος;

Γιάννης
Δεν έπρεπε να την αφήσω.

Ο Γιάννης γυρνάει το βλέμμα του ξανά προς τα κλαδιά του δέντρου έξω από το παράθυρο. Ένα ρεύμα αέρα κάνει το παράθυρο να κλείσει με δύναμη.
  
σκηνή 5η, (συνέχεια της 3ης), ημέρα, εσωτερικό (διαμέρισμα)
Ακούγεται το κλείσιμο μιας πόρτας. Η γυναίκα στο κρεβάτι ανοίγει τα μάτια της. Κοιτάζει το σημείωμα που ο Γιάννης της έχει αφήσει δίπλα στο μαξιλάρι της. Ανασηκώνεται και το διαβάζει. Το τσαλακώνει και το πετάει στο πάτωμα. Σηκώνεται. Είναι γυμνή. Πηγαίνει μέχρι το τραπέζι, παίρνει την κούπα με τον καφέ που έχει αφήσει ο Γιάννης και τον πίνει. Κοιτάζει τη βιβλιοθήκη του. Με το δάχτυλό της αγγίζει στη σειρά όλα τα βιβλία που βρίσκονται στο πρώτο ράφι. Όλα έχουν μαύρα εξώφυλλα. Μετά ξανακοιτάζει το τσαλακωμένο χαρτί στο πάτωμα. Αφήνει στο τραπέζι τον καφέ, πάει από πάνω του και το αγγίζει με το πόδι της.
  
σκηνή (συνέχεια τη 2ης), ημέρα, εξωτερικό (παραλία)
Ενώ εκείνη βαδίζει πλάι στα κύματα και χάνεται σιγά-σιγά στο βάθος της παραλίας, ο φωτογράφος έχει σκύψει πάνω από το τσαλακωμένο χαρτί στην άμμο και το φωτογραφίζει.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου