Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

η σκοτεινούλα

Μια φορά κι έναν καιρό, χθες το βράδυ, δηλαδή, ήρθε η νύχτα ξαφνικά κι η μαμά της Φωτεινής βάζει αμέσως μια φωνή: «Στο κρεβάτι! Είναι αργά!»
Χθες το βράδυ η Φωτεινή είχε ανοίξει το κουτί, μα δεν έβρισκε να δει κάποια ωραία εκπομπή. Κι έκατσε η Φωτεινή στο παράθυρο μπροστά και κοιτούσε και μετρούσε τα αμάξια που περνούσαν: «…έξι, δώδεκα, εφτά…»
Μα όταν λέει «είναι αργά!», κάτι ξέρει η μαμά.
«Δε νυστάζω, ρε μαμά!»
«Θα νυστάξεις, δε μπορεί.»
Κι έπεσε να κοιμηθεί με το ζόρι η μικρή.
«Καληνύχτα, Φωτεινή!», τη φιλάει η μαμά και της σβήνει και το φως.
«Καληνύχτα, ρε μαμά!»
Κι εκεί μέσα, στο σκοτάδι, μόνη της η Φωτεινή, προσπαθεί να κοιμηθεί.
«Έλα ύπνε! Είναι αργά! Έτσι λέει η μαμά…»
«Δε νυστάζεις, Φωτεινή;», ξάφνου ακούει μια φωνή και τρομάζει η μικρή.
Και ανάβει το φωτάκι, μα δεν είναι εκεί κανείς.
«Τρέξε! Φάντασμα! Μαμά!»
«Μη φωνάζεις, Φωτεινή! Σβήσ’ το φως και θα με δεις…»
Την ακούει η Φωτεινή κι εκεί μέσα, στο σκοτάδι, βλέπει άλλη μια μικρή.
«Επ! Καλώς την κοπελιά! Δεν κοιμήθηκα ακόμη. Φύγε κι έλα πιο μετά!»
«Δεν είμαι όνειρο, ρε συ! Είμαι μια άλλη Φωτεινή, αλλά λίγο σκοτεινή…»
«Και τι θες εσύ εδώ;»
«Ότι θέλεις και εσύ: μία άλλη Φωτεινή!»
«Και πως μπήκες εδώ μέσα; Θα φωνάξω τη μαμά!»
«Φώναξέ την, άμα θέλεις! Ούτως ή άλλως δε μπορεί η μαμά σου να με δει.»
«Θες να πεις πως, δηλαδή, είσαι μια φανταστική;»
«Μπράβο σου, ρε Φωτεινή! Είσαι έξυπνη πολύ!»
«Και που ήσουνα πιο πριν;»
«Ήμουν μέσα στο κουτί.»
«Μα, το έψαξα καλά κι είχε όλο επαναλήψεις. Ήταν όλα τους χαζά… Κι ύστερα από εδώ που πας;»
«Α, μετά έχω δουλειά. Μόλις σβήσουνε τα φώτα κι η μαμά σου κοιμηθεί, κάθομαι μετράω τα αμάξια που περνούν όπως κι εσύ.»
«Τι σόι φίλη είσαι εσύ, και καλά φανταστική; Εσύ είσαι πιο πολύ κι από μένα βαρετή!»
«Σόρρυ, ρε συ Φωτεινή! Ξέρεις, όμως, τι συμβαίνει; Φταις λιγάκι και εσύ…»
«Δηλαδή; Τι εννοείς;»
«Τόσο φτάνει το μυαλό σου. Δεν το έχεις πιο πολύ. Άμα είχες φαντασία λίγο πιο φανταστική, τότε θα έφτιαχνες μια φίλη σίγουρα μοναδική.»
«Άντε, ρε μαλακισμένο, που ήρθες και να μου την πεις!», φώναξε νευριασμένη η μικρούλα Φωτεινή κι έσβησε από μπροστά της η μορφή της αλληνής.
Τρέχει αμέσως η μανούλα και ανάβει και το φως. «Τι φωνάζεις, ρε μωρό μου; Είδες όνειρο κακό;»
«Όχι! Όλα καλά, μαμά μου. Έκανα μια προσευχή.»
«Μα εσύ φώναζες, καλό μου…»
«Είχα βάλει μια φωνή, μπας και ακούσει ο Θεούλης που κοιμάται πάνω εκεί.»
Έτσι έχουνε αυτά... έξι, δώδεκα, εφτά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου