Σάββατο 10 Μαΐου 2014

«Τι κάνετε μες στη βροχή;»
«Τι θες να κάνω; Βρέχομαι.»
«Γιατί δεν πάτε μέσα;»
«Με έδιωξαν. Για αυτό. Αλλά και να μην με έδιωχναν αυτοί, εγώ εδώ δεν θα ξαναπατούσα.»
«Πώς κι έτσι;»
«Δεν μου αρέσει η μουσική.»
«Κι εσείς τραγουδούσατε άλλα τραγούδια, άσχετα.»
«Ναι, φίλε μου. Και τους πείραξε αυτό. Κατάλαβες;»
«Κατάλαβα.»
«Τους πείραξε που τραγουδούσα.»
«Μα δεν μπορεί. Όλο και κάτι άλλο θα τους κάνατε. Δεν διώχνουν τον κόσμο έτσι εύκολα.»
«Ήμουν χαρούμενος.»
«Γιατί;»
«Κι εσένα τι σε νοιάζει;»
«Όλα με νοιάζουν. Είμαι αστυνομικός.»
«Λες ψέματα.»
«Δεν μοιάζω, ε;»
«Όχι.»
«Τώρα. Τι λες; Λίγο καλύτερα;»
«Όπα, ρε φίλε! Εντάξει, σε πιστεύω.»
«Λοιπόν;»
«Τι λοιπόν;»
«Γιατί ήσουν χαρούμενος;»
«Δεν ήμουν. Είμαι ακόμα.»
«Γιατί; Δεν θα ρωτήσω τέταρτη φορά.»
«Γιατί ακόμα είμαι ζωντανός. Λίγο νομίζεις είναι;»
«Και είπες να το γιορτάσεις;»
«Ε, ναι. Πού θα ξανάβρισκα τέτοια καλή παρέα;»
«Αυτοί σε θέλαν για παρέα τους;»
«Λίγο αυτό με νοιάζει.»
«Και γιατί διάλεξες αυτό από όλα τα μπαρ της πόλης.»
«Γιατί τα άλλα ήταν κοντά. Είχε αρχίσει ήδη η βροχή και ήθελα, μέχρι να φτάσω, να έχω γίνει μούσκεμα.»
«Ήπιες πολύ;»
«Αν με κερνούσανε, μπορούσα περισσότερο.»
«Κάπνισες;»
«Ολόκληρο πακέτο.»
«Που είναι;»
«Μου τελείωσε. Το πέταξα.»
«Και τα τσιγάρα πώς τα άναβες;»
«Ζητούσα αναπτήρα.»
«Από ποιον;»
«Από όλους. Πρώτα ζήτησα από τον μπάρμαν. Αλλά αυτός δεν κάπνιζε. Μετά από τη σερβιτόρα. Αυτή μου έδωσε τρεις-τέσσερις φορές. Ύστερα για κάποιο λόγο θύμωσε και ούτε που με κοιτούσε. Ζήτησα τότε από τους δύο φίλους που καθόντουσαν στην άκρια. Αυτοί πρώτα μου έδωσαν. Όμως μετά άρχισαν να γελάν μαζί μου και να με κοροϊδεύουνε. Μου λέγανε διάφορα. Τότε πήγα στο τραπέζι που ήταν το ζευγάρι εκείνο και φιλιόντουσαν. Το ξέρω, τους διέκοψα, μα ήθελα να καπνίσω. Μου έδωσαν δύο φορές. Κατάλαβα πως ενοχλώ και δεν ξαναπλησίασα. Στο τέλος ζήτησα από τη μικρή. Αυτήν την ήξερα. Την είχα κάπου ξαναδεί. Τη λένε Μαρία. Μου είπε όμως ψέματα, πως δήθεν δεν καπνίζει. Της είπα ότι την έχω δει σε άλλα μπαρ. Θυμόμουν ότι κάπνιζε. Νόμιζα ότι θα παρεξηγιόταν, μα αυτή μου χαμογέλασε. Μου είπε να έρθω, να της ξαναζητήσω πιο μετά. Κατάλαβα πως είχε κάτι να μου πει και πως δεν ήθελε να την ακούσει ο άλλος.»
«Ποιος άλλος;»
«Αυτός που έχει και το μαγαζί. Καθότανε ανάμεσά μας.»
«Και; Τι έκανες εσύ;»
«Έκανα αυτό που μου είπε. Κάθισα και περίμενα. Κάποια στιγμή τον είδα να βγάζει το τηλέφωνο. Πήρε ένα τσιγάρο από το πακέτο του κι ύστερα βγήκε έξω. Τότε κι εγώ σηκώθηκα να της ξαναζητήσω.»
«Και τότε αυτή σου άναψε.»
«Όχι, αλλά μου έδωσε αυτόν τον αναπτήρα.»
«Το ίδιο δεν είναι;»
«Όχι, αυτός είναι του αφεντικού.»
«Και λοιπόν.»
«Δεν με προσέχεις, αστυνόμε. Σου είπα ότι ζήτησα φωτιά από όλους τους, αλλά όχι από εκείνον.»
«Γιατί;»
«Γιατί το ήξερα πως ο δικός του ο αναπτήρας πια δεν άναβε. Να, ορίστε. Δες και μόνος σου. Είναι τελειωμένος.»

*

«Καλώς τον! Τι λέει;»
«Τι να πει; Εσύ, τα νέα σου.»
«Τα ίδια.»
«Καμιά φορά καλή είναι και η επανάληψη.»
«Πως και μόνος σήμερα;»
«Θα έρθει σε λίγο και ο άλλος.»
«Είπα κι εγώ.»
«Ίσως αργήσει λίγο.»
«Γιατί είσαι έτσι, μούσκεμα; Χωρίς αμάξι ήρθες;»
«Είπα να περπατήσω, αλλά με έπιασε στο δρόμο η βροχή.»
«Κωλόκαιρος.»
«Γάμησέ τα.»
«Να σου βάλω κάτι ή θες να περιμένεις την παρέα σου;»
«Όχι. Βάλε ένα ουίσκι.»
«Ο,τι γουστάρεις.»
«Βάλε και για σένα ένα.»
«Ευχαριστώ, αλλά αν αρχίσω να πίνω από τώρα…»
«Θέλω λιγάκι να μιλήσουμε.»
«Τι έγινε;»
«Εντάξει. Μην τρομάζεις.»
«Είναι για τον…»
«Μπράβο σου. Το κατάλαβες.»
«Για αυτό ήρθες από νωρίς.»
«Αυτός τι ώρα έρχεται;»
«Θα φτάσει όπου να ‘ναι.»
«Θέλουμε να του κάνουμε απόψε μία πλάκα.»
«Βρήκατε μέρα να την κάνετε. Ξέρεις τι είναι σήμερα;»
«Ξέρω. Για αυτό και τη διαλέξαμε.»
«Με τι έχει να κάνει;»
«Μάντεψε.»
«Όχι, ρε! Δεν παίζουνε με αυτά.»
«Μην ανησυχείς. Καλό θα του κάνει.»
«Δεν είμαι και τόσο σίγουρος.»
«Κι έπειτα, τι σε νοιάζει; Έτσι κι αλλιώς δεν τα πηγαίνετε καλά.»
«Άλλο αυτό.»
«Πώς άλλο;»
«Δεν ξέρω. Πάντως δεν νομίζω εκείνος να γελάσει.»
«Να σε ρωτήσω κάτι;»
«Όχι. Εμένα μη με υπολογίζετε.»
«Όχι, ρε. Άλλο ήθελα να πω. Υπάρχει μήπως περίπτωση να έχεις μαζί σου εδώ κανέναν μαρκαδόρο;»

*

«Γεια σου! Να σε ρωτήσω κάτι;»
«Γεια!»
«Μήπως είσαι η Μαρία;»
«Ναι. Εσείς ποιος είστε;»
«Δεν με θυμάσαι;»
«Όχι.»
«Είσαι σίγουρη;»
«Έτσι νομίζω.»
«Να κάτσω λίγο;»
«Κάθεται εδώ ο κύριος που έχει το μαγαζί, αλλά βγήκε τώρα να πάρει ένα τηλέφωνο.»
«Καλά. Έτσι κι αλλιώς δεν θα σε απασχολήσω για πολύ.»
«Δεν σας θυμάμαι, πάντως.»
«Δεν χρειάζεται να μου μιλάς στον πληθυντικό, ακόμα και αν πραγματικά δεν με θυμάσαι.»
«Έχουμε ξαναμιλήσει, δηλαδή;»
«Ναι.»
«Και τι είπαμε;»
«Διάφορα.»
«Εδώ;»
«Και εδώ.»
«Και αλλού;»
«Μετά και αλλού.»
«Δεν σας πιστεύω.»
«Ούτε εγώ πιστεύω ότι δεν με θυμάσαι.»
«Νομίζω η κυρία που είσαστε μαζί δεν της πολυαρέσει που την έχετε αφήσει τώρα μόνη της.»
«Ένα τσιγάρο θα κάνουμε και θα γυρίσω στο τραπέζι μου.»
«Εγώ δεν καπνίζω.»
«Από πότε;»
«Ποτέ δεν κάπνιζα.»
«Αλήθεια, ε;»
«Δεν μου αρέσει το ύφος σας.»
«Καλά, θα καπνίσω τότε εγώ και για τους δύο.»
«Όπως νομίζετε.»
«Και σταμάτα να μου μιλάς στον πληθυντικό.»
«Όπως νομίζεις.»
«Έτσι. Πολύ καλύτερα.»
«Δεν ανάβει αυτός.»
«Το βλέπω. Και έχω αφήσει τον δικό μου στο τραπέζι μου.»
«Καλύτερα να γυρίσεις πίσω τότε.»
«Τι κάνεις μετά;»
«Μετά από τι;»
«Μετά από εδώ.»
«Μπορείς να κάνεις λιγάκι ησυχία, σε παρακαλώ; Θέλω να ακούσω αυτό το τραγούδι.»

*

«Έλα. Εγώ είμαι. Σε ξύπνησα; Περίμενε. Μην κλείνεις.»

*


«Μου δίνετε και έναν αναπτήρα, σας παρακαλώ; Έναν γαλάζιο.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου