Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

η βραχοανεμώνη

Κάποτε ήταν μια ανεμώνη άγρια που ήταν ερωτευμένη με ένα βράχο. Αντί να πάει μαζί με τα άλλα τα λουλούδια του αγρού, αντί να πάει και να χωθεί βαθιά μέσα στο δάσος, πήγε και φύτρωσε πάνω στη λεία και σκληρή του επιφάνεια. Και από εκεί της άρεσε να βλέπει όλο τον κόσμο.
Κάθε πρωί ο βράχος και το αγριολούλουδο βγαίνανε μαζί από το όνειρο. Άλλοτε αυτή τριβόταν πάνω του και έτσι τον αναστάτωνε, άλλοτε αυτός έτρεμε σα να γίνεται σεισμός και την ξυπνούσε.
Κάποια στιγμή ο βράχος μες στην τρέλα του γυρνάει με τη βραχώδη τη φωνή του και της λέει, «τι λες κορίτσι μου, δε φεύγουμε;».
«Να φύγουμε; Που θα ‘θελες να πάμε;»
«Δεν ξέρω. Κάπου άλλου. Πάμε να ταξιδέψουμε!»
«Πως θα το κάνουμε αυτό; Καλά εγώ, είμαι αγριολούλουδο. Με παίρνει ο αέρας και με πάει. Εσύ, που είσαι βράχος, μεγάλος και βαρύς, πως θα τα καταφέρεις;»
«Να μη σε νοιάζει! Θα πάρει και εμένα ο αέρας σου. Ξέρει ο αέρας από αυτά. Ασ’ τον να κάνει τη δουλειά του!»
Και έφυγε το αταίριαστο ζευγάρι και ταξίδεψε. Και πήγε μέχρι τα σύνορα του κόσμου. Κι έβλεπε ο κόσμος τους ταξιδιώτες τους παράξενους και ζήλευε, μα απ’ την κακία του μουρμούραγε, «πάνε αυτοί, τους πήρε τα μυαλά τους ο αέρας…».
Και κάποια μέρα επιστρέψανε στο ίδιο το σημείο. Τα έχει αυτά ο κόσμος μας, ο στρογγυλός, όσο μακριά κι αν θες να πας, πάντα στα ίδια μέρη καταλήγεις.
Μα η ανεμώνη αυτό δεν το κατάλαβε. Ήθελε να γνωρίσει κι άλλους κόσμους. Κι ο βράχος, που χατίρι δεν της χάλαγε, της λέει, «κρατήσου πάνω καλά, θα πάμε στο φεγγάρι!»
«Τι λες; Δε γίνονται αυτά! Αφού το ξέρεις, μακριά από τον πλανήτη μας αέρας δεν υπάρχει.»
«Κοίτα ψηλά στον ουρανό! Κοίτα καλά και πες μου! Τι είναι όλα αυτά που κρέμονται πάνω από τη γη μας;»
«Πλανήτες και αστερισμοί, ξέρω το μάθημά μου!»
«Αυτά τα λένε οι σοφοί. Τα λένε αυτοί που ξέρουν. Εγώ, ο βράχος ο χαζός, γνωρίζω κάτι άλλο. Όλα τα ουράνια σώματα, οι ήλιοι, τα αστέρια, βράχια είναι μόνο, όπως κι εγώ. Πέτρες και τίποτα άλλο.»
«Τότε, γιατί είναι όλα λαμπερά κι εσύ είσαι σκοταδένιος;»
«Γιατί έχουν όλα πάνω τους κάποιο άγριο λουλούδι. Μαζεύει αυτό αέρα από τις ρίζες του και δίνει φως για αντάλλαγμα στην επιφάνεια του. Κι έτσι μπορούνε και οι δυο να ζουν ταυτόχρονα μαζί και να γλεντάνε χώρια.»
«Βλάκα! Δε σε πιστεύω! Πείσε με!»
«Αυτό ήθελα να ακούσω!»
Κι αμέσως απογειωθήκανε στο άπειρο ταξίδι. Κι ο κόσμος που έβλεπε να χάνονται ψηλά στο γαλαξία, κουνούσε το κεφάλι του και έλεγε μονάχα, «πάνε αυτοί, ξεχάστε τους, ο αέρας τους κατάπιε…».
Όσο όμως κι αν προσπάθησε ο κόσμος να ξεχάσει, πάντα θα υπάρχει εκεί ψηλά μια βραχοανεμώνη, να του θυμίζει πως ο αέρας όλα τα μπορεί κι όλα τα καταφέρνει. Άλλους τους σπρώχνει στο κενό, άλλους τους πάει στα ουράνια. Μόνο που επειδή είναι αόρατος, λίγοι άνθρωποι τον βλέπουν. Κι εκείνοι που τον νιώθουνε, δεν ξέρουν πάντα προς το που εκείνους τους πηγαίνει.
Και είναι και κάποιοι ελάχιστοι που δεν τους νοιάζουν όλα αυτά και πάντα πάνε ανάποδα και στον αέρα κόντρα. Σηκώστε το κεφάλι σας ψηλά, ψάξτε καλά στον ουρανό και κάπου θα τους δείτε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου