Όλοι το ξέρουνε καλά, και κάποιοι ας μη θέλουνε να το παραδεχτούνε, πως πάντα υπήρχε κάποιο θέμα με εκείνα τα παιδιά που έτυχε να γεννηθούν την πρώτη του Νοέμβρη. Κάτι παρόμοιο ισχύει φυσικά και για τα άλλα που γεννήθηκαν στις έντεκα Γενάρη, αλλά επειδή ανάμεσά τους υπάρχουν ήδη δύο φίλοι μου, ας μου επιτραπεί να ασχοληθώ μονάχα με τα πρώτα.
Ένα ζευγάρι που έμενε παλιά στον ίδιο όροφο με μένα απέκτησαν, χωρίς στ’ αλήθεια να το επιδιώξουνε μια όμορφη κορούλα. Στα πρώτα της γενέθλια, την πρώτη Νοεμβρίου του 2004, τη βάφτισαν Μαρία. Όχι γιατί φωνάζαν έτσι τη γιαγιά, μα πιο πολύ μήπως και το ασυνήθιστο ξορκίσουνε, καθώς το έβλεπαν μοιραία να προβάλλει, με τη βοήθεια του πιο κοινού των γυναικείων ονομάτων. Όμως σπανίως τα ονόματα τις τύχες ανατρέπουν, αφού κι αυτά επίσης είναι τυχερά και στη ζωή σχεδόν ποτέ κανείς δεν τα διαλέγει.
Στα δεύτερα γενέθλια του κοριτσιού άρχισαν οι ιστορίες. Εκεί που μόλις πέντε-έξι λέξεις μπορούσε να σχηματίσει η μικρή, το βράδυ της γιορτής της και μόλις τα δυο κεράκια έσβησε με τη βοήθεια όλων, γυρνάει, κοιτάζει τους γονιούς και τους αιφνιδιάζει. «Θέλω να πάω σπίτι μου!», σταυρώνει τα χεράκια, σμίγει το χνούδι των φρυδιών και αντίρρηση δε φαίνεται να θέλει να της φέρουν. «Ποιο σπίτι, ρε κορίτσι μου; Γιατί, εδώ τι είναι;» ρωτούν και οι δυο τους με λυγμό, την ώρα που οι συγγενείς το χώρο εκκενώνουν. «Δεν ξέρω. Πάντως, με το σπίτι μου αυτό εδώ δε μοιάζει.»
Τι κι αν το τρέξαν στους γιατρούς, τι πήγαν στους παππάδες, το πρόβλημα μεγάλωνε και λύση δε βρισκόταν. Μια ξένη μεγαλώνανε κι όμως την αγαπούσαν. Ολονυχτίς τους άκουγα δίπλα μου να μαλώνουν κι αφού έχασα τον ύπνο μου, είπα να βοηθήσω.
Γιατί δεν υπακούετε; Κάντε της το χατίρι! «Πατάς καλά, ρε γείτονα; Που θέλεις να την πάμε;» Ρωτήστε την και θα σας πει. Αν ξέρει, δεν πειράζει. Τι είχατε - τι χάσατε; Αν, όμως, δε γνωρίζει, θα δει τότε το λάθος της και ίσως το βουλώσει.
Την βάλαν στο αυτοκίνητο, πήγα κι εγώ μαζί τους. Και όλη την πόλη αρχίσαμε σα βλάκες να γυρνάμε. Στο τέλος καταλήξαμε κάπου στην παραλία. «Αυτό είναι το σπίτι μου!», το διαβολάκι διάλεξε μια μονοκατοικία και άρχισε να το γλεντά χτυπώντας παλαμάκια.
Πάρκαρε. Κατεβήκαμε. Χτυπήσαμε κουδούνι. Μέσα δεν ήτανε κανείς. Το σπίτι νοικιαζόταν. Ογδόντα τετραγωνικά. Μεγάλη ευκαιρία.
Και έτσι μετακόμισαν και ησυχάσαμε όλοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου