Κάπνιζε ελάχιστα. Δεν το έκανε λόγω υγείας, όχι. Ούτε και φυσικά αισθητικής. Κάπνιζε σπάνια, διότι σπάνια επιθυμούσε να καπνίσει. Κάποιοι της είχαν πει πως το τσιγάρο καθόλου δεν της πήγαινε. Άλλοι της λέγαν πως πολύ την σοβαρεύει. Η ίδια πίστευε ότι την έκανε μάλλον να φαίνεται αστεία.
Έκλεινε πάντα το ένα μάτι, όταν τραβούσε τον καπνό. Πριν καν προλάβει ο καπνός ψηλά στο μάτι της να σκαρφαλώσει. Καλού κακού. Έτσι έκλεινε το μάτι στο τσιγάρο. Όπως και σε όλες του κόσμου τις κακές συνήθειες. Τα πάθη. Τις ανησυχίες. Τις έντονες συγκινήσεις. Δεν ήταν που δεν ήθελε να τα γευτεί όλα αυτά. Όχι, δεν το έκανε λόγω υγείας. Η αισθητική του λάθους δεν την απασχολούσε. Ήθελε αλήθεια να τα ζει όλα αυτά, όποτε μόνη της επέλεγε μέσα σε αυτά να ζήσει. Να είναι μονάχα ο εαυτός της. Μια κυρία του εαυτού της. Κυρία κανονική. Μικρή κυρία, αλλά κυρία.
«Καλά, μη βιάζεσαι», της είπε ο φίλος της μια μέρα. «Μην είσαι τόσο σίγουρη! Ποτέ κανείς δεν ξέρει...» Δεν τον άφησε τη φράση του να τελειώσει. «Δώσε μου τώρα ένα φιλί, μα φρόντισε να είναι αλήθεια!» Τα χείλη σούφρωσε και έκλεισε τα μάτια της. Και τα δυο της μάτια ετούτη τη φορά. Πριν τη φιλήσει ο φίλος της. Πριν καν προλάβει να σκαρφαλώσει ψηλά στα μάτια η αλήθεια. Καλού κακού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου