Την περασμένη Τρίτη έφυγα αργά πολύ από το γραφείο μου και γύρισα στο σπίτι με το πόδια. Ήθελα, στ’ αλήθεια, πολύ να περπατήσω για να μπουν ξανά τα κόκκαλα στη θέση τους, που η πολυθρόνα μου τα είχε για ώρες μαλθακώσει, αλλά και για να απολαύσω, έστω για ενάμιση χιλιόμετρο, το όμορφο κρύο του Δεκέμβρη.
Στου δρόμου τα μισά έκανα μια μικρή μα αναμενόμενη παράκαμψη να πιω ένα ποτάκι και πιο πολύ να βρω στο μπαρ κανέναν συναγωνιστή, μήπως και πούμε καμιά λυτρωτική βλακεία. Όλη τη μέρα ήμουνα τόσο βυθισμένος μέσα στα σοβαρά και τα δυσάρεστα, που είχα ανάγκη, πριν πάω να κοιμηθώ, από μια ποτισμένη στα αγαθά του αλκοόλ ανώφελη χαζοκουβέντα.
Την ώρα που έφτασα στο μαγαζί, ήταν περίπου άδειο. Δυο άγνωστοι πελάτες στα σκαμπώ κι ο φίλος μου πίσω από το μπαρ που έλυνε σουντόκου. Κάθισα και παρήγγειλα. Τι λέει; «Αυτά. Τα ίδια.» Ήπια το πρώτο βιαστικά, πριν λιώσουν τα παγάκια κι αυτός το ξαναγέμισε πριν να του το ζητήσω. Τι άλλα νέα; «Τι ρωτάς; Τελειώνουν τα δικά μας;»
Και τότε, λίγο πριν φτάσει στην κορύφωσή του ο διάλογος και θριαμβεύσει για ακόμα μια φορά η διαλεκτική της νύχτας, ανοίγει η πόρτα ξαφνικά και μπαίνει μια κυρία. Για λίγο κοντοστέκεται κι ύστερα πλησιάζει. Αράζει στην απέναντι πλευρά και βγάζει το παλτό της. Ποια είναι αυτή, οι τρεις πελάτες ρωτάμε σιωπηλά και τότε ταπεινώνεται ο παντογνώστης μπάρμαν, «πρώτη φορά τη βλέπω». Όμως, μακάρι το μυστήριο εκεί να σταματούσε. Εκείνη χαμογελαστή ζητάει ένα ουίσκι, «με έναν πάγο, σε παρακαλώ!» κι αμέσως σηκώνεται από τη θέση της και βγαίνει πάλι έξω.
Τα βλέμματα μας ως την πόρτα την συνόδεψαν, μάλλον όχι και τόσο ευγενικά, και ύστερα απορημένα διασταυρώθηκαν, «άλλο κι ετούτο πάλι!». Μάλλον θα βγήκε για τηλέφωνο. Ίσως να ξέχασε στο αμάξι τα τσιγάρα της και πήγε να τα πάρει. Οι άλλοι δυο παρήγγειλαν ξανά και αν και δε γνωρίζονταν, άρχισαν να τα λένε. Ο φίλος πέταξε στα σκουπίδια τα σουντόκου του κι εγώ έστριψα και άναψα και δεύτερο τσιγάρο.
Η ώρα, όμως, και η ζωή αδιάφορες κυλούσαν. Έλιωσε το μοναδικό παγάκι στο ποτό, μα αυτή που το παράγγειλε πίσω ξανά δεν ήρθε. Και αν δεν υπήρχε εκείνο το παλτό να τη θυμίζει αμυδρά, θα λέγαμε πως ίσως και να τη φανταστήκαμε και πως σε αυτό το μαγαζί δεν πάτησε ποτέ της.
Κάποια στιγμή οι δυο άγνωστοι –φίλοι επιστήθιοι τώρα πια- βαρέθηκαν, πληρώσανε και φύγαν. Μάζευε ο μπάρμαν τα ποτήρια τους κι εγώ κοιτούσα το ρολόι. «Κάτσε! Περίμενε! Που πας; Να βάλω άλλο ένα;» Πλάκα μου κάνεις; Και με αυτό, τι σκέφτεσαι να κάνεις; Γύρισε και είδε το γυναικείο το παλτό και το ορφανό ουίσκι. «Θες να το πιεις; Έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται μάλλον να επιστρέψει.» Μήπως να δοκιμάσω το παλτό; Τι λες; Θα μου πηγαίνει; Για λίγο κοιταχτήκαμε χωρίς να πούμε λέξη κι αμέσως χιμήξαμε κι οι δυο να αδειάσουμε τις τσέπες.
Ούτε λεφτά, ούτε χαρτιά, κανένα αποδεικτικό να σβήνει το σκοτάδι. Ένα μπρελόκ μονάχα με τέσσερα κλειδιά και μια χαρτοπετσέτα. Πάνω της κάποιος είχε ζωγραφίσει με στυλό κάτι ακατανόητο. Έμοιαζε με αυτά τα σχέδια που φτιάχνουν τα παιδιά και ύστερα τα βλέπουν οι μεγάλοι και τρομάζουν.
Πάμε για ύπνο, είναι αργά. Και αύριο μέρα είναι. Αύριο, θα δεις, θα θυμηθεί, θα έρθει να τα ζητήσει. Τα φώτα κλείσαμε, σωπάσαμε τη μουσική και βγήκαμε στο δρόμο. Έξω από το μπαρ, στο πεζοδρόμιο απέναντι, καθότανε από ώρα εκεί και μας περίμενε να βγούμε. Το αύριο ήταν ήδη εκεί, χωρίς να μας ρωτήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου