Με πιάνει απελπισία κάθε φορά που αναλογίζομαι πόσο πολύ χρόνο πολύτιμο και ζωτικό ξόδεψα στη φοιτητική ζωή μου. Ώρες ατέλειωτες με ανθρώπους που λίγο πριν δε γνώριζα και τώρα δε θυμάμαι. Μήνες ανώφελοι μέσα σε υπόγεια με θέα.
Τι προσπαθούσα; Τι ήταν αυτό που επιδίωκα; Αλήθεια, υπήρχε κάτι; Πόσο εγώ ήμουν αυτός; Πόσο αυτός έχει επιβιώσει; Ποιος κέρδισε;
Κάτι πρέπει να είχα κατά νου, μα το έχω πια ξεχάσει. Τι είναι αυτό που απέμεινε; Το μούδιασμα στα δάχτυλα. Μια σκοτεινή λατρεία. Ένας γελοίος ψίθυρος δίπλα στο μαξιλάρι. Η αγωνία, η αγωνία.
Έτρεχα για να προλάβω κάτι.
Όταν ήμουν φοιτητής είχα μακριά μαλλιά. Δε μου πήγαιναν.
Δυο-τρεις φορές ήρθε ο δαίμονας μου να με βρει στο δρόμο από το σπίτι μου για τη σχολή. Από το σπίτι στο δρόμο για άλλο σπίτι. Το άλλο σπίτι. Κι εγώ νομίζω έκανα τότε πως δεν τον είδα. Τον προσπέρασα. Μια μέρα τον θυμάμαι να έρχεται πολύ κοντά μου επικίνδυνα. Προσπάθησε να με σπρώξει από το πεζοδρόμιο. Τελευταία στιγμή γλίτωσα τις ρόδες των διερχομένων. Πρόλαβα και τον είδα καθώς απομακρύνοταν. Φορούσε ένα πράσινο μαντήλι στο λαιμό του.
Με αυτή την ίδια τη μορφή, με λίγο διαφορετική αμφίεση, τον ξανασυνάντησα μετά από έξι χρόνια. Μπαινόβγαινε τόσο καιρό στα όνειρα μου κι έτσι ακόμα τον θυμόμουν. Σα να μη πέρασε μια μέρα. Σα να μη πέρασε κανείς. Ήταν όμως πια αργά. Τώρα ήταν αυτός που έκανε μάλλον πως δε με είδε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου