Ήταν Δευτέρα βράδυ, όταν με επισκέφτηκε το φάντασμα εκείνου του Μηχανικού και ήμουνα στο σπίτι. Όχι, δεν ήμουν στο δικό μου ακριβώς, αλλά στης αδερφής μου. Κάπου στο εξωτερικό ταξίδευε και μου είχε αφήσει τα κλειδιά να αλλάξω παραστάσεις. Να βλέπω θάλασσα, μόλις ξυπνάω το πρωί με ανοιχτά τα μάτια. Ήδη είχα μείνει δέκα μέρες σε αυτό το διαμέρισμα και την επόμενη η αδερφή μου θα επέστρεφε κι έπρεπε να το αφήσω. Έτσι δεν πήγα πουθενά και είπα το βράδυ μου στο σπίτι να περάσω, απολαμβάνοντας τη σαγηνευτική θέα στο σκοτεινό λιμάνι. Μα κάτι άλλο δεν είχα αρχίσει εδώ να γράφω; Α, ναι!
Εκείνο εκεί το βράδυ της Δευτέρας ήταν που με επισκέφτηκε στης αδερφής το σπίτι το φάντασμα εκείνου του Μηχανικού, την ώρα που εγώ χάζευα τη θέα στο λιμάνι. Δεν το έλεγες φάντασμα κανονικό το φάντασμα εκείνο, αφού και ο Μηχανικός που αντιπροσώπευε ποτέ ως άνθρωπος κανονικός στα αλήθεια δεν υπήρξε. Ήταν μονάχα ήρωας σε κάποια ιστορία γελοία πολύ και τραγική και δημοσιευμένη, μες στην οποία ο μη άνθρωπος αυτός είχε, μετά από μια άδοξη ζωή, ένα μακάβριο τέλος, που όσο να ‘ναι την ιστορία μου την βόλευε, να πούμε την αλήθεια. Έτσι κι εγώ θα πίστευα πως με έναν τέτοιο θάνατο φριχτό και αποτρόπαιο που του είχα επιφυλάξει, μάλλον δε θα έτρεφε αισθήματα πολύ ευγενικά για το δημιουργό του.
Κι όμως, το πνεύμα του Μηχανικού ήρθε να με επισκεφτεί εκείνη τη Δεύτερα με φιλική διάθεση και όχι με άδεια χέρια. Εντάξει, λιγάκι στην αρχή με τρόμαξε, έτσι όπως είδα ξαφνικά μπροστά μου τη μορφή αυτή που έμοιαζε με πάζλ απαίσιο κακοσχηματισμένο – κάποια κομμάτια του μάλλον είχαν ξεχαστεί βαθιά στου πηγαδιού τον πάτο. Ύστερα, αφού ηρέμησα, τον ρώτησα τί κάνει, πώς κι από εδώ και άλλα τέτοια τυπικά, έτσι να σπάσει ο πάγος. «Καλά, εσείς τι κάνετε; Γράφετε κάτι τώρα;» Κάτι σκαλίζω, είπα να πω, μα είπα ότι να ‘ναι. Μπα, το παράτησα το σπορ, το έριξα στο σκάκι. «Το ξέρω. Και άλλωστε, για το λόγο αυτό πήρα το θάρρος να σας δω. Σας έφερα ένα δώρο.» Δεν είναι ανάγκη, σας παρακαλώ! Αλήθεια, δε βλέπω κάτι να κρατάτε. Μάλλον τα λόγια μου τον πρόσβαλαν και άρχισε να φωνάζει. «Κι αυτό τι είναι, ρε άνθρωπε; Πλάκα μου κάνεις τώρα;» Αυτό το ποιο; «Αυτό αυτό!», απάντησε και πάνω στο τραπέζι μου κοπάνησε το φάντασμα του δώρου. Α, μάλιστα! Κατάλαβα. Και δε μου λέτε, τι είναι αυτό; Κάρτα αλλαγής δε βλέπω. «Είναι μία σκακιέρα αόρατη. Γιατί; Δε σας αρέσει;» Τι λέτε τώρα; Θα σας κόστισε μία περιουσία.
Φάνηκε να αγνοεί την ειρωνεία μου και απέναντί μου στρώθηκε τρίβοντας τις παλάμες. «Ελάτε τώρα! Ας παίξουμε οι δυο μας μια παρτίδα. Κι ας βάλουμε ένα στοίχημα, να πάει καλά ο χρόνος!» Ποιος χρόνος; Είναι Μάιος! Κι εγώ στοιχήματα άλλα με νεκρούς είπα, δεν ξαναβάζω. Είδα ένα δάκρυ να κυλά και δάγκωσα τη γλώσσα. Εντάξει, το παράκανα. Στο κάτω-κάτω ήμουν εγώ που έβαλα να τον φάνε. Κύριε, συγχωρέστε με! Δεν ξέρω πια τι λέω. Στήστε τα εσείς και έρχομαι. Πάω να κατουρήσω.
Όσο έπλενα τα χέρια, το σκέφτηκα καλύτερα κι είπα, τι έχω να χάσω; Θα έκανα το χατίρι του, θα έπεφτα για ύπνο και την επόμενη με καθαρό –λέμε τώρα- μυαλό, θα έκαιγα όλα τα αντίτυπα από το Σχέδιο Τρόμου.
Γύρισα και τον βρήκα να περιμένει στο σαλόνι ανυπόμονος και να χαμογελάει. «Παίζετε πρώτος, κύριε!» Ε, βέβαια, αφού εγώ έχω τα λευκά. Τι είχα πιει, γαμώτο, όταν τον έφτιαχνα αυτόν και βγήκε βαρεμένος;
Έξι κινήσεις ήτανε μάλλον αρκετές. Φώναξε «Ματ!» και άρχισε αμέσως να πανηγυρίζει σα μικρό παιδί το δίκαιο θρίαμβό του. Γρήγορα, όμως, συνήλθε και απότομα σοβάρεψε. Και τότε τι μου λέει; «Το έχασες το στοίχημα. Ώρα για να πληρώσεις!» Ποιο στοίχημα; Και πως προέκυψε ο ενικός; Μήπως πήραμε θάρρος; «Κάτσε και γράψε τώρα μια καλύτερη για μένα ιστορία! Κάτι που να είμαι εγώ ο νικητής κι οι άλλοι να με τρέμουν!» Τι λες, ρε φίλε, τώρα; Γίνονται αυτά τα πράγματα; Τι είναι η λογοτεχνία; «Δε με ενδιαφέρει εμένα. Αφού έπαιξες και έχασες, πρέπει και να πληρώσεις.» Καλά, καλά. Άσε με λίγο και θα δω, τι θα μπορούσε να συμβεί με την περίπτωση σου. «Εντάξει. Ε, να πηγαίνω τώρα και εγώ, μη σας κουράζω άλλο.»
Κι ενώ γύριζε πίσω στις ευγένειες κι από το σπίτι ετοιμαζότανε να φύγει, σκέφτηκα να του κάνω μια ερώτηση, μη μείνω με την απορία. Και δε μου λες, αν κέρδιζα εγώ, εσύ μετά τι θα έκανες για μένα; «Μα, ό,τι μου ζητούσατε. Γιατί; Μήπως γυρεύετε ρεβάνς;» Κάθισε κάτω, σε παρακαλώ! Δε σε πειράζει, αν έπαιρνα τώρα εγώ τα μαύρα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου