Τρίτη 31 Αυγούστου 2021

αργαλαστη

πριν δυο μηνες, στην αργαλαστη. αργα το απογευμα. περπαταω στα καλντεριμια κ παω να βρω στην πλατεια την παρεα μου. βλεπω μια ηλικιωμενη να καθεται εξω απο το σπιτι της κ να ακουει διαφημισεις στο ραδιοφωνο. απεναντι της ενας τυπος με κρεμασμενη μια φωτογραφικη μηχανη στον λαιμο του κοιταζει μια αυτη κ μια το σπιτι. το σπιτι ειναι πετρινο, παλιο, παρατημενα ομορφο. ο τυπος πλησιαζει τη γυναικα κ τη ρωταει στα αγγλικα αν θα μπορουσε να το φωτογραφισει. αυτη δεν καταλαβαινει τι της λεει. ο τυπος επαναλαμβανει την ερωτηση αργα, συλλαβιστα, συνοδευοντας τη με πλατιες κινησεις. η γυναικα τωρα μαλλον κανει οτι δεν καταλαβαινει, γιατι οταν σου δειχνουν μια φωτογραφικη μηχανη κ επειτα ενα σπιτι τι αλλο θα μπορουσε να σημαινει αυτο; ο τυπος διατυπωνει την ερωτηση τριτη φορα κ η γιαγια με βλεπει τοτε να περναω απο διπλα τους κ με ρωταει: "τι λεει αυτος εδω;" "θελει να βγαλει φωτογραφια το σπιτι σας", της λεω. "γιατι;" ρωταει αυτη. τι γιατι; τι ερωτηση ειναι αυτη; ντρεπομαι κ να τη μεταφρασω, οποτε απανταω εγω αυθαιρετα: "γιατι του αρεσει". "ενταξει", συναινει, "πες του μονο να μου αφησει τη διευθυνση του φευγοντας. αν παω ποτε απο τα μερη του να περασω να φωτογραφισω κ εγω το δικο του σπιτι". τωρα σειρα του τυπου να με ρωτησει τι λεει η γυναικα. πού παω κ μπλεκω, σκεφτομαι. τελος παντων, του μεταφραζω τα παντα, κατα λεξη. αυτος χαμογελαει, βγαζει ενα μπλοκακι απο την τσαντα του, γραφει κατι, σκιζει τη σελιδα κ της τη δινει. η γηραια πηλιορειτισσα κανει πως τη διαβαζει κ μονολογει: "α, μακρυα μενει.. πολυ μακρυα". υστερα διπλωνει το χαρτακι, το βαζει στην τσεπη της κ σηκωνεται για να απελευθερωσει απο την παρουσια της το πλανο. "οχι, καθιστε, καθιστε, σας παρακαλω", της λεει ο τουριστας ευγενικα. αυτη τη φορα η γυναικα δεν περιμενει τη μεταφραση. "πες του", μου λεει, "εγω ακομα ειμαι μικρη. ακομα δεν εχω γινει αξιοθεατο

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

η σανίδα

Εδώ και τρεις μέρες, παίρνω συνέχεια τηλέφωνο σε μια υπηρεσία για να κάνω μια ερώτηση. Εννοείται ότι δεν το σηκώνουν ποτέ. Έχω αρχίσει να προβληματίζομαι και να ανησυχώ. Μήπως έχω λάθος νούμερο; Μήπως η υπηρεσία καταργήθηκε; Μήπως έχουν αναγνώριση κλήσεων και δεν απαντάνε προσωπικά σε μένα; Μήπως δεν με αγαπάει πια κανείς; Κάποια στιγμή λέω: ε, δεν πάει άλλο, τελευταία φορά και μετά τα παρατάω. Παίρνω. Τα ίδια. Τους βαρέθηκα. Ας μείνω με την απορία.
Λίγο πριν το κλείσω, ακούω μια φωνή να λέει: «Ναι, ποιος είναι;» Αιφνιδιάζομαι τόσο που δεν ξέρω τι να πω. Δεν θυμάμαι καν για ποιο λόγο καλώ τρεις μέρες τώρα αυτό το νούμερο. Λέω κάτι ασυνάρτητο, του τύπου: «Ναι, γεια σας. Καλημέρα… καλησπέρα, δηλαδή. Συγγνώμη… μήπως παίρνω ακατάλληλη ώρα;» Η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής συνεχίζει να με εκπλήσσει: «Γιάννη, εσύ είσαι;» Ναι, εγώ είμαι, είναι η αλήθεια, αλλά επειδή δεν είμαι ο μοναδικός έλλην πολίτης που φέρει αυτό το εξαιρετικά σπάνιο όνομα, διστάζω να απαντήσω θετικά. «Με συγχωρείτε... Έχω καλέσει στην υπηρεσία...;» Δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω την ερώτηση και η φωνή με ξαναρωτάει: «Γιάννη; Εσύ δεν είσαι; Τι κάνεις, ρε συ; Τι έπαθες;» Εντάξει, σκέφτομαι, δεν μπορώ να κρύβομαι για πάντα. Και έπειτα, ποιός ξέρει, μπορεί να έχουν αρχίσει να προσλαμβάνουν άτομα με ειδικές υπερδυνάμεις που βλέπουν και καταλαβαίνουν πράγματα που το δικό μας το μυαλό δεν τα χωράει ακόμα. «Ναι, εγώ είμαι», του λέω. «Όλα καλά. Λίγο ο λαιμός μου με πονάει, αλλά εντάξει, θα φταίει μάλλον ο καιρός.» «Να μην καπνίζεις τόσο πολύ και να μην πίνεις παγωμένα νερά και βάλε και τη μαμά να σου φτιάξει καμιά σουπίτσα», με συμβουλεύει η εθνική υπηρεσία καταπολέμησης του πονόλαιμου, διαρρηγνύοντας οριστικά κάθε επαφή με τη μίζερη πραγματικότητα. «Συγγνώμη, μάλλον έχω πάρει λάθος», του λέω. «Κανένα λάθος», με καθησυχάζει αυτός λίγο πριν μου το κλείσει. «Να παίρνεις όποτε θέλεις. Και θα περάσω κανένα βράδυ να τα πούμε κι από κοντά.»
Εντάξει, σίγουρα πήρα λάθος νούμερο, αλλά καλού κακού λέω να καρφώσω καμιά σανίδα παραπάνω απόψε στα παράθυρα. Αχρείαστη να είναι.
x