Όταν επέστρεψα από την Ισπανία, αναγκάστηκα να πάω να μείνω -για ακόμα μια φορά προσωρινά- στο πατρικό μου σπίτι. Επειδή, όμως, τα μεγάλα και αδειανά σπίτια από παλιά με τρόμαζαν, επέλεξα με τρόπο τεχνητό να το μικρύνω κάπως. Έτσι κλείδωσα όλα τα υπνοδωμάτια και κράτησα μονάχα το καθιστικό για να περνάω την ώρα μου και την κουζίνα, το πιο ζεστό δωμάτιο του σπιτιού, για να έχω να κοιμάμαι. Γενικά, όλη σχεδόν τη μέρα τριγυρνούσα εδώ κι εκεί και μόνο για τα απαραίτητα κατέληγα στο σπίτι.
Την εποχή εκείνη ακούγονταν πολλά για διαρρήξεις και κλοπές στην πόλη και τη γειτονιά μου. Έτσι, και για να μη νομίσουν οι κακοί πως είναι το σπίτι ακατοίκητο, φρόντιζα να αφήνω πάντα τα φώτα αναμμένα κι ανέβαζα την ένταση της μουσικής, υπογραμμίζοντας την παρουσία μου μοιραία με την κατακόρυφη αύξηση στην κατανάλωση του ρεύματος.
Σπάνια άνοιγα τα παράθυρα. Άλλωστε, ο χειμώνας είχε μπει πια για τα καλά και το κρύο εκείνης της χρονιάς καθόλου δεν αστειευόταν. Την μπαλκονόπορτα μονάχα της κουζίνας άφηνα για λίγη ώρα ανοιχτή, αμέσως μόλις σηκωνόμουν και μέχρι να ετοιμαστώ να φύγω από το σπίτι τρέχοντας τη μέρα να προλάβω. Έπρεπε που και που ο χώρος όπου κοιμόμουν λιγάκι να αερίζεται και ήταν απαραίτητο τα υποπροϊόντα των ονείρων μου να καίγονται λυτρωτικά στον καθαρό αέρα.
Θα είχαν ήδη περάσει δυο βδομάδες προσωρινής διαμονής στο πατρικό, όταν ένα πρωί είδα πάνω στο τζάμι της κουζίνας μία ακρίδα να με κοιτάζει ανυπόμονα. Κατάλαβα πως ήθελε πολύ μέσα στο σπίτι μου να μπει και πως, αφού είχε ήδη με κάποιον τρόπο πληροφορηθεί τις πρωινές συνήθειές μου, περίμενε να ανοίξω ξανά τη μπαλκονόπορτα χτυπώντας νευρικά τα πόδια της στη λεία επιφάνεια.
Αυτό ήταν το πρώτο πρωινό όπου, παρά τους μάλλον μεταφυσικούς κανόνες της υγιεινής, η υπνοκουζίνα μου δεν αερίστηκε καθόλου. Κράτησα για αρκετό καιρό επίμονα κλειστή την μπαλκονόπορτά, αφού για μέρες, μόλις ξυπνούσα, αντίκριζα στο τζάμι της τα μάτια αυτής της ξεροκέφαλης σιχαμερής ακρίδα. Θα μπορούσα να ανοίξω και να τη διώξω μακριά ή να της δώσω μια και να την τσακίσω δίχως τύψεις κάτω από την παντόφλα μου. Όμως, περίμενα καρτερικά, μήπως στο τέλος βαρεθεί και σε άλλο σπίτι παρακείμενο θελήσει να τρυπώσει.
Οι μέρες έγιναν βδομάδες και η κουζίνα μοιραία άρχισε να κατακλύζεται από τις αναθυμιάσεις των βραδινών μου καταχρήσεων και από τα κατάλοιπα των εγκλωβισμένων μου ονείρων. Ήδη σκεφτόμουν να μεταφερθώ σε κάποιο από τα κλειδωμένα υπνοδωμάτια, αφού η ακρίδα μου από εκεί δεν έλεγε με τίποτα να φύγει. Ώσπου, μια Κυριακή, που άργησα λιγάκι να ξυπνήσω, με κόπο άνοιξα τα μάτια μου και είδα τότε το αρθρόποδο να κόβει βόλτες αμέριμνο πάνω στο πάπλωμά μου.
Τρόμαξα στην αρχή, μα στη συνέχεια πιο πολύ απόρησα. Πως τα είχε καταφέρει τελικά να εισβάλει μες στο σπίτι; Πως μπόρεσε να μου παραβιάσει την ασφάλεια; Πως τόλμησε τις ιδιωτικότητάς μου τα σπαρτά να έρθει να μου ρημάξει; Έκανα να σηκωθώ πολύ προσεκτικά, μα αυτή με ένα ακαριαίο και ακριδίσιο πήδημα βρέθηκε πάνω στην τηλεόραση.
Δεν ξέρω πόση ώρα έφαγα να την καταδιώκω μάταια. Μετά, αφού κουράστηκα, της άνοιξα, όχι και τόσο εύκολα την πόρτα –τόσες μέρες ερμητικά κλειστή, είχε σχεδόν μαγκώσει- κι είπα, αν θέλει, ας φύγει από μόνη της, εγώ άλλο δεν παίζω. Το κύμα του διοξειδίου που εξέβαλε αιφνίδια στη γειτονιά προσέβαλε τις άγιες μυρωδιές από τα κυριακάτικα τραπέζια. Και η ακρίδα, σκαρφαλωμένη πάνω στο ψυγείο μου, σαδιστικά γελούσε με τις ενοχές μου.
Από τη μέρα εκείνη άρχισα πάλι να ανοίγω τακτικά κάθε πρωί την μπαλκονόπορτα. Δεν ξέρω ακόμα αν η απρόσκλητή μου επισκέπτρια φωλιάζει μες στο σπίτι. Είναι καιρός που έχω να τη δω και πια δεν την ακούω. Κάποια στιγμή μάλλον θα με βαρέθηκε και για άλλους στόχους πιο ενδιαφέροντες θα έψαξε στα διπλανά τα σπίτια. Ίσως να ήθελε μονάχα να μείνει εδώ προσωρινά, μόνο που το προσωρινά αυτή στ’ αλήθεια να το εννοούσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου