Ο φίλος μου ο εφευρέτης κάθισε κι έφτιαξε για πάρτη μου μια μηχανή που να με βοηθά να ξεπερνάω το φόβο μου για τα αεροπλάνα. Με φώναξα προχτές για να τη δω από κοντά και να τη δοκιμάσω. Έφτασα αργά προς τα μεσάνυχτα στο εργαστήριό του. Τον βρήκα πίσω στην αυλή ακούραστο να μαστορεύει ακόμα.
-Θα τα χαλάσεις τα ματάκια σου, έτσι όπως δουλεύεις στο σκοτάδι.
-Ας τα χαλάσω! Θα φτιάξω άλλα πιο καλύτερα. Έλα! Σε περιμένει.
Και με το κατσαβίδι του μου έδειξε στο βάθος την εφεύρεση που μου είχε ετοιμάσει.
-Τι είναι αυτό;
-Εσένα τι σου φαίνεται;
-Μοιάζει με αυτοκίνητο. Μάλλον πλάκα μου κάνεις.
-Είσαι χαζός, αλλά κατανοώ. Βλέπεις δεν είναι δυνατό να είμαστε όλοι μας εφευρέτες.
-Γιατί δε φτιάχνεις τότε μια συσκευή να σε καταλαβαίνω;
-Πάλι; Σου έχω φτιάξει ήδη μια, αλλά εσύ τη χάλασες. Την πήρες για παιχνίδι.
-Καλά, καλά! Δείξε μου τώρα αυτή πως λειτουργεί κι άσε τις μαλακίες!
Υπάκουος αυτός πλησίασε και άνοιξε την πόρτα. Μπήκα και κάθισα κι εγώ και άναψα τσιγάρο. Γύρισε ο φίλος το κλειδί και πάτησε τη μίζα. Το αμάξι πήρε αμέσως μπρος και τότε εγώ καλού κακού φόρεσα τη ζώνη ασφαλείας.
-Τι τη φοράς; Δεν πρόκειται να πάμε πουθενά. Άλλωστε, δεν κινείται.
-Άκου να δεις, αν ήταν να μείνω αταξίδευτος, καθόμουν και στο σπίτι.
Δεν πρόλαβα τη φράση μου, όμως, να ολοκληρώσω και άρχισαν να προβάλλονται στο κρύσταλλο εικόνες. Τοπία από χώρες ξωτικές κι ένδοξες πολιτείες.
-Α, μάλιστα! Εκτός από το αυτοκίνητο, μόλις εφηύρες και το σινεμά. Άντε μωρέ και αύριο φτιάξε και το ψυγείο!
-Σταμάτα! Άλλο μη μιλάς! Πες μόνο, τι γουστάρεις; Που θες να πας και δε μπορείς, κότα των αεροπλάνων!
-Δεν ξέρω. Πάμε κάπου πιο ζεστά! Πάγωσα εδώ πέρα.
-Ότι επιθυμεί ο κύριος! Χιλή ή Βραζιλία;
-Θα έλεγα Νότια Αφρική. Δεν ξέρω αν βολεύει.
Το είχα απωθημένο από παλιά να πάω στο Κέιπ Τάουν, να κάνω εκεί πρωτοχρονιά και να με βρει ανάποδα εκεί ο νέος χρόνος. Και τότε άρχισε ο φίλος μου να κάνει τα δικά του. Πάτησε τέσσερα κουμπιά, έστριψε δώδεκα μοχλούς, τράβηξε μια αντλία και ξαφνικά βρεθήκαμε στη χώρα του Μαντέλα.
-Καλά, πως το έκανες αυτό;
-Εσύ που κοροϊδεύεις…
-Όχι, σε παραδέχομαι. Το νόμπελ δεν το χάνεις.
-Κοίταξε να το πάρεις πρώτα εσύ και άσε με εμένα!
-Τι λες; Μαζί θα το σηκώσουμε. Με αυτήν εδώ τη μηχανή θα πάμε στη Στοκχόλμη.
Και εκεί που απολαμβάναμε των μακρινών ωκεανών το δροσερό αεράκι πλάι σε κορίτσια τροπικά και μαγικά κοκτέιλ, άρχισαν να μαζεύονται οι βάρβαροι τριγύρω.
-Μήπως να επιστρέφουμε; Φοβάμαι, θα μας φάνε.
-Εσύ δεν τρώγεσαι με τίποτα κι εγώ ούτε καν υπάρχω.
-Καλά. Το ξύλο, πάντως, θα το φας, υπάρχεις δεν υπάρχεις.
-Χρήματα θέλουν τα παιδιά. Πεινάνε, δεν το βλέπεις;
-Δεν έχω πάνω μου ψιλά. Μήπως να δώσω εσένα;
Και τότε τα παιδιά αρχίσανε το αμάξι να κουνάνε. Κι έτσι όπως ήταν ελαφρύ κι αυτοί ήταν χιλιάδες γρήγορα καταλήξαμε με το κεφάλι κάτω. Ο πιο σοφός από τους εισβολείς κάτι μονολογούσε, την ώρα που οι υπόλοιποι κλωτσούσανε τα τζάμια.
-Τι λέει ο μπάρμπας, ρε οδηγέ ; Μήπως καταλαβαίνεις;
-Νομίζω πως μετράει ανάποδα. Καλή χρονιά, μαλάκες!
-Γαμώτο, την Πρωτοχρονιά αλλιώς τη φανταζόμουν.
-Ας πρόσεχες τι εύχεσαι! Εγώ τώρα τι φταίω;
-Εντάξει, είπαμε, δε φταις. Δεν πάμε πίσω τώρα;
Δεν πρόλαβα τα μάτια μου ούτε να ανοιγοκλείσω κι αμέσως επιστρέψαμε στο σπίτι του εφευρέτη. Βγήκα από τη μηχανή κι άρχισα να τρεκλίζω.
-Κάτσε! Που πας; Περίμενε! Δε θες να σε πετάξω;
-Άσε, μωρέ! Δε βιάζομαι. Θα πάω με τα πόδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου