Από παλιά πάντα με τρόμαζε και με γοήτευε ταυτόχρονα το να επισκέπτομαι μέσα στη νύχτα τα σχολεία. Κυρίως κατά την περίοδο των διακοπών και μάλιστα αυτών των Χριστουγέννων. Το ξέρω, ως πράξη, είναι οπωσδήποτε παράνομη. Άλλωστε, αφού αναγκαζόμουν να παραβιάζω πόρτες και κλειδαριές, μάλλον μιλάμε για διάρρηξη. Ωστόσο, ποτέ μου δεν το έκανα για κακό σκοπό. Ούτε να κλέψω κιμωλίες ήθελα, ούτε να βανδαλίσω τα θρανία τους. Γούσταρα μόνο για λίγο να αφουγκραστώ αυτό το μυστηριακό κενό που μένει σε έναν πολύβουο και πολυσύχναστο δημόσιο χώρο, όταν οι ημερόβιοι πληθυσμοί του τον εγκαταλείπουνε. Περίπου για τον ίδιο λόγο μου άρεσε να πηγαίνω το χειμώνα στα νησιά, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Νομίζω πως έχω ήδη, με αυτόν τον τρόπο, επισκεφτεί περίπου τα μισά από τα λύκεια και τα γυμνάσια της πόλης. Να επισημάνω πως αποφεύγω τα δημοτικά, αφού ακόμα και εγώ, που πάω μια ζωή γυρεύοντας, τόσο εφιαλτικά άγρια σκηνικά στ’ αλήθεια δεν τα αντέχω. Όποιος έχει θαυμάσει μες στο σκοτάδι παιδικές ζωγραφικές νομίζω με καταλαβαίνει. Τις περισσότερες φορές πηγαίνω μόνος μου, αν και έχουν υπάρξει περιπτώσεις που έτυχα καλής και υπομονετικής παρέας. Κάποτε, μάλιστα, μια φίλη μου το πρότεινε, χωρίς να την έχω πιο μπροστά για τις παράξενες συνήθειές μου ενημερώσει. Πίστεψα τότε πως είχα βρει μια αδερφή ψυχή μα ακόμα εκείνη τη βραδιά παλεύω να ξεχάσω. Μια άλλη φορά εισβάλαμε με δυο παλιούς συμμαθητές στο ίδιο το παλιό μας το σχολείο. Μείναμε εκεί ως το πρωί, ήπιαμε και μεθύσαμε. Ο ένας από αυτούς κάποια στιγμή αποκοιμήθηκε πάνω στην έδρα του διδάσκοντος, ενώ ο άλλος έγραφε στον πίνακα την ιστορία της ζωής του.
Την τελευταία φορά που το δοκίμασα ήτανε πρόπερσι το βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Δε σκόπευα, ασφαλώς, ο νέος χρόνος να με βρει μόνο μου μες στην τάξη, αλλά υπήρξε κάτι εκείνη τη βραδιά, το οποίο μοιραία με επηρέασε σε όλο το 2010. Έμενα τότε στα Παλιά και σε μία από τις πρώτες κιόλας βόλτες μου είχα προσέξει πως υπήρχε εκεί στη γειτονιά ένα μικρό σχολείο. Έτσι, την ώρα που όλοι στην πόλη ετοιμάζονταν να βάλουν τα καλά τους, εγώ σκαρφάλωνα τα κάγκελα και ξεκινούσα αμετανόητος τη νέα μου ανώφελη εξερεύνηση. Κάποιος είχε ξεχάσει ένα παράθυρο ανοιχτό και έτσι ίσως πιο εύκολα από ποτέ στο παρελθόν τρύπωσα μες στο κτίριο. Είδα σε μια καρέκλα κρεμασμένο ένα δερμάτινο παλτό και σκέφτηκα πως κάποιος αφηρημένος μαθητής την ώρα εκείνη μάλλον θα κρυώνει. Αν είχα προσέξει λίγο καλύτερα το μέγεθός του, ίσως και να προλάβαινα έγκαιρα να απομακρυνθώ από αυτήν την περιπέτεια. Ανέβηκα τη σκάλα και έφτασα στις αίθουσες του δεύτερου ορόφου. Βρήκα κάπου πεσμένο ένα τετράδιο, άναψα το τσιγάρο μου και αφού άραξα κοντά σε ένα παράθυρο που φωτιζόταν γενναιόδωρα από το φως του δρόμου, άρχισα να το ξεφυλλίζω, λες και υπήρχε κάτι πράγματι σε αυτό που να με ενδιαφέρει. Ήταν γεμάτο αριθμούς και σχήματα και αναπόφευκτα γρήγορα το βαρέθηκα. Πριν το πετάξω πίσω ξανά στη θέση του, είδα στην τελευταία του σελίδα να είναι γραμμένο τουλάχιστον καμιά πενηνταριά φορές το όνομα κάποιου κοριτσιού. Αναρωτήθηκα αν ήταν κάποιο είδος τιμωρίας. Κάτι θυμήθηκα και γέλασα. Και τότε άκουσα πολύ κοντά μου μια φωνή, «Μου δίνεις τη φωτιά σου;».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου