Τρίτη 26 Μαΐου 2020

drawing the line


αδιεξοδο

επιστρεφω στο σπιτι με τα ποδια. καπου κανω ενα λαθος, απο κατι ασπουμε παρασυρομαι, κ στριβω σε ενα στενο δρομακι που καταληγει σε αδιεξοδο. περπαταω μεχρι το τελος, μεχρι να το χωνεψω για τα καλα πως ειναι πραγματι αδιεξοδο, κ αφου ακομα δεν το εχω με το να περναω μεσα απο τους τοιχους χωρις να τρωω τα μουτρα μου, κανω μεταβολη για να βγω πισω ξανα στον δρομο μου. τοτε ακουω μια φωνη απο ψηλα: "ψαχνετε κατι;" ο θεος θα ειναι, σκεφτομαι. αλλα μετα λεω, γιατι να μου μιλαει στον πληθυντικο ο θεος; οχι, παλι κανενας ανθρωπος θα ειναι. σηκωνω το κεφαλι κ βλεπω εναν τυπο να με κοιταει απο το μπαλκονι του. εχει ενα κουτακι μπυρα ακουμπισμενο στο τραπεζι διπλα του κ παιζει στα δαχτυλα ενα σβηστο τσιγαρο. "οχι ακριβως", του απανταω, "εσεις;" "εγω εψαχνα συνεχεια παλια", μου λεει εκεινος, "αλλα τωρα πια πιστευω πως το βρηκα." κ υστερα ξαναγυριζει το βλεμμα του μπροστα, εκει, στο αδιεξοδο. κ υστερα αναβει το τσιγαρο επιτελους

Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

τρισταν

καμια φορα που βγαινω, εδω στις εξοχες, να περπατησω πεφτω πανω σε εναν βοσκο που τριγυρνα την περιοχη παρεα με το κοπαδι του. ο ανθρωπος αυτος αποτελει ενα κινουμενο μυστηριο κ οποτε τον βλεπω προσπαθω να μαντεψω τα μυστικα που κρυβει πισω απο τη φαινομενικα τιμια κ ειρηνικη του απασχοληση. για παραδειγμα, τον βλεπω παντα να φοραει το ιδιο φουτερ, που εχει πανω του μια σταμπα που λεει "yale university 1701" κ φτιαχνω μες στο μυαλο μου εξωφρενικα σεναρια για το πώς βρεθηκε στην κατοχη του. αλλοτε παλι σκαλωνω στο τραντζιστορακι του, που εχει παντα κολλημενο στο αυτι για να αφουγκραζεται μια σκοτεινη κ αποτροπαια industrial techno ή κατι τετοιο, η οποια παραδοξως αρεσει κ στα προβατα του, αλλα μαλλον οχι κ τοσο στο μελαγχολικο του τσοπανοσκυλο. το οποιο τσοπανοσκυλο μαλλον εχει πεσει θυμα κακου επαγγελματικου προσανατολισμου, αφου οποτε τους συνανταω, το βλεπω παντα να σερνεται πισω απο το κοπαδι εμφανως βαριεστημενο κ μολις διασταυρωθουμε αμεσως κανει μεταβολη κ με ακολουθει, πολλες φορες ακομα κ μεχρι να επιστρεψω σπιτι μου. ο βοσκος τοτε τού φωναζει: "γυρνα πισω, ρε κερατα", αλλα ο κερατας κανει πως δεν ακουει. μια φορα εσκυψα κ το χαϊδεψα λιγο κ ρωτησα το αφεντικο του πώς το λεει. ο βοσκος μου απαντησε τρισταν κ επειδη φυσικα δεν πιστεψα στα αυτια μου ειπα να τον ξαναρωτησω, αλλα στο μεταξυ ειχε χαθει ξανα μες στη μελωδικη πριονοκορδελα που ακουγε στο τραντζιστορακι του. μετα που με ακολουθησε, οπως παντα, το σκυλι, κ αφου βεβαιωθηκα πως ειμαστε στην ερημια κ δεν με ακουει κανενας, το φωναξα κ εγω "τρισταν" κ ετρεξε καταπανω μου κουνωντας την ουρα του. σημερα που τους ξανασυναντησα, ο συμπαθης μα τοσο αλλοπροσαλλος ποιμενας με χαιρετησε πρωτη φορα απο μακρια κ φανηκε σαν να ηθελε να μου μιλησει. οταν τον πλησιασα αρκετα, εκρυψε το τραντζιστορ μεσα στην μαρσιπο του ακαδημαϊκου του φουτερ, χωρις να χαμηλωσει την ενταση ωστοσο, κ με ρωτησε: "τι λεει; τελειωσε η φαση;" σκεφτηκα οτι η ερωτηση του ειχε να κανει με τον ιο κ την επιδημια κ του απαντησα με απολυτη βεβαιοτητα: "δεν ξερω, μαλλον οχι, περιπου, ασπουμε, δηλαδη". εκεινος τοτε γελασε κ ειπε: "ξερεις ποτε θα τελειωσουν ολα; ε, ξερεις;" εννοειται οτι καιγομουνα να μαθω. οπως ανυπομονειτε τωρα κ εσεις, φανταζομαι. οπως ανυπομονουσαν εκεινη τη στιγμη κ τα προβατα, που ξαφνικα σταματησαν να βοσκουν κ μαζευτηκαν τριγυρω του. οπως ανυπομονουσε κ ο τρισταν ή οπως τον λενε τελος παντων, που αρχισε να του γαβγιζει μανιασμενα. "ε, ποτε; πες, ρε ανθρωπε. μιλα επιτελους." "οταν ερθει η ωρα", μου απαντησε, δειχνοντας με το δαχτυλο προς τα πανω. εγω τοτε σηκωσα το κεφαλι μου κ κοιταξα τον ουρανο, λες κ καπου εκει θα εβρισκα την ερμηνεια ή εστω τη συνεχεια αυτης της σοφης μα τοσο ακαταληπτης απαντησης. αντι για αυτο ειδα μοναχα ενα συννεφο. "φυγε", το ακουσα να λεει: "γυρνα σπιτι σου, θα βρεξω οπου ναναι, αλλα μπορει κ οχι." εφυγα, μαλλον