Μια φίλη μου εξομολογήθηκε πως άκουσε κρυφά μια νύχτα το γιο της να προσεύχεται και να ζητά από το Θεό όνειρα να μην ξαναδεί στον ύπνο του ποτέ του. Γεύτηκα την ανησυχία της και αναρωτήθηκα μετά, τι ήταν το πιο τρομακτικό μες στην εξομολόγησή της. Πως έβλεπε τα όνειρα του ο μικρός; Πως τα όνειρά του ήτανε μάλλον πολύ εφιαλτικά; Πως, αν και ούτε καν πέντε ετών, ήδη ζητούσε χάρες φωναχτά από τον Δημιουργό του; Ή πως η μάνα του έστηνε αυτί έξω από την κάμαρά του και κατασκόπευε τους διαλόγους του γιου της με το αόρατο.
Και ύστερα, έτσι κι από το πουθενά, μου ήρθε η ανάμνηση ίσως του πρώτου μου δικού μου εφιάλτη. Ήταν, λέει, αργά πολύ και ήμασταν στο σπίτι. Και κάτι άσχημο συνέβαινε στην οικογένειά μου. Κι έπρεπε, λέει, κάποιος-εγώ να βγει μέσα στη νύχτα και με τα πόδια να πάει μέχρι το μαγαζί, κάτι από εκεί να φέρει.
Και βγήκα έξω στη νύχτα ο πεντάχρονος και άρχισα να περπατώ την κοιμισμένη πόλη. Δεν ακουγόταν τίποτα. Κανέναν δεν συνάντησα στο δρόμο μου επάνω. Και η ερημιά αυτή με τρόμαζε και με έκανε να προχωρώ πιο γρήγορα ακόμα.
Κι έφτασα, λέει, στο μαγαζί. Το άνοιξα και μπήκα. Μα είχα ξεχάσει τι έπρεπε από εκεί να πάρω. Σήκωσα το τηλέφωνο, κανείς δεν απαντούσε. Αγχώθηκα, κουράστηκα, ήθελα να επιστρέψω. Πήρα στην τύχη δυο κουτιά, τα έβαλα στις τσέπες. Πήγα να βγω έξω ξανά και τότε είδα απέναντι τη φρίκη να προβάλει.
Τι ήταν αυτό δεν έμαθα. Ξύπνησα και δεν πρόλαβα το όνειρο να ρωτήσω. Και το πρωί με βρήκε ξάγρυπνο και με μια λούτρινη απορία αγκαλιά, που πιο πολύ από όλα τάραζε το παιδικό μυαλό μου.
Νύχτες πολλές αναζητούσα μέσα στον ύπνο τη συνέχεια, λες κι ήτανε το όνειρο σειρά της τηλεόρασης κι εγώ δεν είχα μόλις δει παρά το πρώτο επεισόδιο. Όταν μετά κατάλαβα την πλάνη μου, άρχισα με τη φαντασία να συμπληρώνω τα κενά, δίνοντας έτσι αναπόφευκτα στον τρόμο μου αβάσταχτες διαστάσεις.
Δεν ξέρω αν ο γιος της φίλης μου είχε στ’ αλήθεια ονειρευτεί κάποιο όνειρο παρόμοιο, αλλά μπορώ με σιγουριά να πω πως, ότι και να ήταν αυτό που είχε δει, δεν το είδε ως το τέλος. Ποιος κάθεται μέχρι τους τίτλους, άραγε, να δει τους εφιάλτες του; Όλοι κάπου περίπου στα μισά σηκώνονται και φεύγουν. Κι ας έχει κόψει από πριν το υποσυνείδητό τους κανονικό εισιτήριο και για την πρώτη θέση. Βγαίνουν και αράζουνε έξω από το σινεμά και περιμένουνε εκεί τη φαντασία τους, ώσπου να βγει κι αυτή από την αίθουσα, να τη ρωτήσουν τελικά το έργο πώς τελειώνει. Κι αυτή τους λέει, φυσικά, ότι ακριβώς γουστάρουν. Άρα, αν θέλει η φίλη να βοηθήσει το μικρό, τότε ας τον συμβουλέψει να αρχίσει να προσεύχεται και να ζητάει από το Θεό να στέλνει στα παιδικά του όνειρα μονάχα κωμωδίες. Να βλέπει έργα με καλούς θεούς, που ακούνε πάντα τον πεντάχρονων τις προσευχές κι έτσι, γλυκά και ευχάριστα, η νύχτα να περνάει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου