Την περασμένη άνοιξη, περπατώντας βαθιά στις γειτονιές μιας κοιμισμένης επαρχίας, συνάντησα έναν γέρο που μιλούσε με τον άνεμο, ενώ κλάδευε τις τριανταφυλλιές της όμορφης αυλής του. Τόσο ο ρυθμός του λόγου του όσο και οι αποχρώσεις της φωνής του πρόδιδαν έναν συντεταγμένο, μα αλλόκοτο, διάλογο με κάποια ύπαρξη αόρατη. Στάθηκα έξω από τα κάγκελα προσπαθώντας μήπως και καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε, μέχρι που ο παππούς κάποια στιγμή με πρόσεξε, διέκοψε τη απόκοσμη συζήτησή του με το τίποτα και μου είπε καλημέρα, χωρίς να κρύψει, όμως, την αμηχανία του. Για να μην τον απαλλάξω από περιττές απολογίες της ντροπής, έδειξα δήθεν πως είχε γοητευτεί από την πλούσια αυλή και τα λουλούδια της. Με ρώτησε αν θέλω ένα τριαντάφυλλο και ενώ εγώ διστακτικά αναζητούσα τη σωστή απάντηση, εκείνος έκοψε ένα στα γρήγορα και με πλησίασε προσφέροντάς το μου ανάμεσα από τα κάγκελα. Σκέφτηκα πως πιο πολύ το έκανε για να με διώξει μια ώρα αρχύτερα από μπροστά του, παρά από ευγένεια και γενναιοδωρία, μα η επόμενη κουβέντα του αμέσως μου απέδειξε πόσο λάθος είχα στ’ αλήθεια κάνει. «Αν δεν υπάρχει όμορφη, ας το κρατήσει ο ίδιος!», είπε κοιτάζοντας κάπως ενοχλημένος κάπου πίσω από την πλάτη του, κάνοντας μηχανικά το βλέμμα μου να ακολουθήσει το δικό του. Ο αόρατος ήταν ακόμα δίπλα του, εκεί και επέμενε να μην εγκαταλείπει τη σκηνή και το διάλογο. «Είναι φορές που του αρέσει να γκρινιάζει, μα κατά βάθος είναι καλό παιδί», απολογήθηκε ο γέρος δείχνοντας με το σκουριασμένο ψαλίδι του το κενό. «Δε πειράζει! Μπορεί, μέχρι να μαραθεί, να βρω κι εγώ μια όμορφη και να της το χαρίσω», είπα κάνοντας μάλλον και τους δυο τους να γελάσουν, ενώ έσφιγγα τα αγκάθια μέσα στην παλάμη μου, μήπως και ο πόνος με κρατήσει σε απόσταση από τα σύνορα της τρέλας. Είπα ευχαριστώ, χαιρέτησα και άρχισα να απομακρύνομαι, ενώ πίσω μου, μέσα στη μαγική αυλή, έμοιαζε η κουβέντα και πάλι να ανάβει.
Η ικανότητα και η τάση των μικρών παιδιών να κατασκευάζουν υπάρξεις με τη φαντασία τους οφείλεται σε μία από τις έμφυτες υπερδυνάμεις, που ο ανθρώπινος οργανισμός, στη συνέχεια και κατά τη διαδικασία της ωρίμανσης και της προσαρμογής του στα κεκτημένα του πολιτισμού, επιλέγει έστω και ασυνείδητα να αποβάλει. Η αναγέννηση της τάσης και της ικανότητας αυτής κατά τα στάδια της γήρανσης ίσως και να έχει να κάνει τελικά με τη σταδιακή κατάργηση όλων εκείνων των δεσμών που συνδέουν των ανθρώπων τις συμπεριφορές με τις συμβάσεις της ζωής και της οργανωμένης κοινωνίας. Ο παππούς της παραπάνω ιστορίας, δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο, λίγο πριν από τη δύση της ζωής, φαίνεται πως επέλεξε να ξαναβρεί τον χαμένο φανταστικό του φίλο, που είχε εγκαταλείψει πριν από ολόκληρες επτά δεκαετίες. Και σίγουρα, ύστερα από τόσο πολύ καιρό, είχαν τόσα πολλά να πουν οι δυο τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου