«Η Μαδρίτη είναι μια πόλη ασφαλής», έλεγε δείχνοντας με τον αντίχειρά του το παράθυρο. «Σκέψου, τώρα είναι σαν να είμαστε στην Ευριπίδου στην Αθήνα. Θα κυκλοφορούσες εσύ έτσι στην Ευρυπίδου;» Πως έτσι, δηλαδή; Συνέχισε με τις αναγωγές του απτόητος, αδιαφορώντας για την εύλογη, πιστεύω, απορία μου, «Η Σολ, σκέψου, είναι σαν την Ομόνοια. Υπάρχει περίπτωση να κατέβεις εσύ έτσι βόλτα στην Ομόνοια βραδιάτικα;» Κι εκεί που μένουν τα κορίτσια; «Η Πλάθα ντ’ Εσπάνια; Ομόνοια κι αυτή.» Τόση πολύ ομόνοια σε μια και μόνη πόλη; Μα τα κορίτσια μου είπαν να προσέχω, πως κλέβουν, λένε, στο μετρό. «Ε, άμα δεν προσέχεις, θα σε κλέψουνε. Αυτό παντού συμβαίνει. Τι φταίνε τα κλεφτρόνια, αν είσαι εσύ απρόσεχτος; Σου λέω, γενικά, η πόλη είναι από τις πλέον ασφαλείς πρωτεύουσες. Μα, αν ψάχνεις στ’ αλήθεια μια αφορμή για να ‘χεις να φοβάσαι, σου έχω κάτι εξαιρετικό.» Μάλιστα! Εδώ είμαστε. Άναψα το τσιγάρο, που τόση ώρα μέσα στα δάχτυλά μου στριφογύριζα, και ήρθα πιο κοντά του. «Τι κάνεις; Ξέχασες; Το κάπνισμα εδώ απαγορεύεται;» Μάλλον εσύ ξεχνάς πως είμαστε αόρατοι. «Ναι, αλλά όλοι βλέπουν τον καπνό που βγάζει το τσιγάρο σου.» Ε, τότε, αν θέλουν, ας πετάξουν έξω τον καπνό! Εμάς δε μας πειράζουν. Λέγε επιτέλους, όμως, τι είναι αυτό που πρέπει να φοβάμαι; Κοίταξε δυο φορές αριστερά και δεξιά καχύποπτα, λες και υπήρχε έστω και μια ελάχιστη περίπτωση, ακόμα και ορατοί να ήμασταν, κάποιος εμάς, από όλους τους θαμώνες του καφέ, να μας κατασκοπεύει, και ύστερα το ξεστόμισε: «Οι άνθρωποι-αγάλματα!» Οι ποιοι; «Αυτοί, μωρέ, που παριστάνουν στις πλατείες τα αγάλματα.» Τι θες να πεις; Δεν είναι αγάλματα στ’ αλήθεια; «Άσε τις χαζομάρες! Μιλάω σοβαρά. Το μόνο πράγμα μες στην πόλη αυτή που πρέπει να φοβάσαι είναι όλα αυτά τα αγάλματα που κάνουν τους ανθρώπους» Ήπιες πολύ και άρχισες τα λόγια να μπερδεύεις; «Καμία σχέση κι ούτε καν. Κι αν δεν πιστεύεις, σου έχω για απόδειξη έτοιμη μια ιστορία.» Το πράγμα τότε αλλάζει. Για λέγε, σε παρακαλώ!
«Πριν από ένα χρόνο στη Πλάθα Μαγιόρ είχε εμφανιστεί ένας από ετούτους τους απρόσκλητους, τους καλλιτέχνες δρόμου. Κανείς δεν ήξερε από πού μας είχε ‘ρθει. Κανένας δεν έμαθε ποτέ ποιο ήταν το όνομά του. Έτσι μας ήρθε ξαφνικά, στήθηκε δίπλα στα σκαλοπάτια του μετρό και άρχισε υποδειγματικά να παριστάνει τη μπρούτζινη φιγούρα ενός άγνωστου Καστιλιάνου ποιητή, που είχε πεθάνει νέος και ο οποίος κατοικούσε μάλιστα, όσο τουλάχιστον ήταν εν ζωή, σε κάποιο από τα παράθυρα που έβλεπαν στην πλατεία. Η αλήθεια είναι πως την πρώτη μέρα ο κόσμος λίγη του είχε δώσει προσοχή. Οι πιο πολλοί περνούσαν από δίπλα του αδιάφοροι κοιτώντας τη δουλειά τους και οι ελάχιστοι αργόσχολοι, αφού του έριχναν μια βιαστική ματιά, γρήγορα έστρεφαν το ενδιαφέρον τους σε άλλους αγαλμανθρώπους. Κάποια στιγμή, έπεσε η νύχτα στου βασιλείου μας την ένδοξη πρωτεύουσα και όλοι εκείνοι, οι υπαίθριοι ηθοποιοί, κατέβηκαν από τα βάθρα τους τα αυτοσχέδια, κατάκοποι από την έντεχνη μακρά ακινησία. Τεντώθηκαν, ξεμουδιάσανε τα αγκυλωμένα σώματά τους και διακριτικά απομακρύνθηκαν από την πλακόστρωτη δημόσια σκηνή, για να ικανοποιήσουν πολύ ιδιωτικά τις βιολογικές ανάγκες τους. Όμως ο άγνωστος, που έφτασε από το πουθενά, παρέμεινε στη θέση του, πεισματικά επιμένοντας σ το ακλόνητό του θέαμα μέχρι το επόμενο πρωί, όπου η πόλη έκπληκτη τον βρήκε έτσι ακριβώς, όπως τον είχε αφήσει. Αυτό επαναλήφθηκε σχεδόν για μια βδομάδα, μέχρι που άρχισαν να ανησυχούνε οι περαστικοί για την υγεία του και οι συνάδελφοί του να νιώθουν πως τα συμφέροντα τους απειλούνται. Περνούσανε οι μέρες και ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται τριγύρω του και πλέον με κόπο δυσκολεύονταν να κρύψουνε το θαυμασμό τους ακόμα και οι πιο δύσπιστοι, ακόμα και αυτοί που μέχρι χθες δεν ξεχωρίζανε αγάλματα και αλήτες. Τα ζευγαράκια άρχισαν να φωτογραφίζονται στο πλάι του, τα πιτσιρίκια παίζανε κρυφτό γύρω από τη σκιά του και μέσα σε ένα μήνα ακόμα και οι τουρίστες τον περιλαμβάνανε στης πόλης τα μνημεία και τα αξιοπερίεργα. Τους άλλους τους ανθρώπους που παραστάνανε τα αγάλματα πλέον τους αγνοούσαν κι αυτό, όπως καλά γνωρίζεις και εσύ, οι καλλιτέχνες –κι αυτοί του δρόμου ακόμα- σπάνια συγχωρούνε. Οπότε μάλλον μπορείς να τη μαντέψεις τη συνέχεια. Μαζεύτηκαν μια Κυριακή απόγευμα στο κέντρο της πλατείας και έκαναν συμβούλιο. Ήταν πολύ αστείο στ’ αλήθεια και τρομακτικό να τους παρατηρείς όλους αυτούς τους πέτρινους και τους επίχρυσους ηθοποιούς να κουβεντιάζουν και να επιχειρηματολογούν αναζητώντας λύση. Στο τέλος καταλήξανε σε μυστική απόφαση και αμίλητοι σκορπίσανε σε όλους τους γύρω δρόμους. Ο κόσμος πίστεψε πως είχαν όλοι τους πια παραιτηθεί μπροστά στου ξένου την εξωπραγματική ανωτερότητα. Κι όμως, για ακόμα μια φορά πίστεψε ο κόσμος λάθος. Μέσα στη νύχτα όλοι μαζί επέστρεψαν στον τόπο του μέλλοντος εγκλήματος, μαζεύτηκαν γύρω από τον παρείσακτο με γάντζους και σχοινιά κι αφού τον έδεσαν σφιχτά, αθροίσανε όλη τη δύναμη του δρόμου, τον τράβηξαν κοντά τους και τον γκρέμισαν. Αυτός, πέφτοντας πάνω στο πλακόστρωτο, έσπασε μονομιάς σε εκατό κομμάτια, τα οποία οι άλλοι τα μάζεψαν πολύ προσεχτικά, να μην τυχόν τα βρει ο κόσμος το πρωί και -όπως το έχει για συνήθεια- δώσει στα θρύψαλα της απειλής ακόμα μεγαλύτερη αξία. Έτσι, την άλλη μέρα ολόκληρη η πόλη επέστρεψε στους γνώριμους ρυθμούς και ως το τέλος της βδομάδας κανένας δε θυμόταν τη μικρή αυτή παρεκτροπή και όλα ξεχαστήκαν.»
Ταυτόχρονα σχεδόν με την αφήγηση τελείωσε και η μπύρα μέσα στο ποτήρι μου. Τέντωσα το χέρι πίσω από το μπαρ να το ξαναγεμίσω και τότε άκουσα μια έντρομη στριγκλιά κι αμέσως είδα στο καθρέφτη απέναντι το είδωλό μου σιγά-σιγά να επιστρέφει. Δυο τρία δάχτυλα, το ένα μάτι, λίγο από το λαιμό, όχι σπουδαία πράγματα, μα ικανά να σπείρουνε τον τρόμο. Η επίδραση μάλλον των χαπιών είχε εξασθενήσει. Ο φίλος ήδη φορούσε το παλτό. Σηκώθηκα κι εγώ. Ανοίξαμε την πόρτα κι αφήνοντάς πίσω από την πλάτη μας κατάρες και βρισιές, χαθήκαμε στου Κάγιε Μπάρκο το ημίφως.
«Πριν από ένα χρόνο στη Πλάθα Μαγιόρ είχε εμφανιστεί ένας από ετούτους τους απρόσκλητους, τους καλλιτέχνες δρόμου. Κανείς δεν ήξερε από πού μας είχε ‘ρθει. Κανένας δεν έμαθε ποτέ ποιο ήταν το όνομά του. Έτσι μας ήρθε ξαφνικά, στήθηκε δίπλα στα σκαλοπάτια του μετρό και άρχισε υποδειγματικά να παριστάνει τη μπρούτζινη φιγούρα ενός άγνωστου Καστιλιάνου ποιητή, που είχε πεθάνει νέος και ο οποίος κατοικούσε μάλιστα, όσο τουλάχιστον ήταν εν ζωή, σε κάποιο από τα παράθυρα που έβλεπαν στην πλατεία. Η αλήθεια είναι πως την πρώτη μέρα ο κόσμος λίγη του είχε δώσει προσοχή. Οι πιο πολλοί περνούσαν από δίπλα του αδιάφοροι κοιτώντας τη δουλειά τους και οι ελάχιστοι αργόσχολοι, αφού του έριχναν μια βιαστική ματιά, γρήγορα έστρεφαν το ενδιαφέρον τους σε άλλους αγαλμανθρώπους. Κάποια στιγμή, έπεσε η νύχτα στου βασιλείου μας την ένδοξη πρωτεύουσα και όλοι εκείνοι, οι υπαίθριοι ηθοποιοί, κατέβηκαν από τα βάθρα τους τα αυτοσχέδια, κατάκοποι από την έντεχνη μακρά ακινησία. Τεντώθηκαν, ξεμουδιάσανε τα αγκυλωμένα σώματά τους και διακριτικά απομακρύνθηκαν από την πλακόστρωτη δημόσια σκηνή, για να ικανοποιήσουν πολύ ιδιωτικά τις βιολογικές ανάγκες τους. Όμως ο άγνωστος, που έφτασε από το πουθενά, παρέμεινε στη θέση του, πεισματικά επιμένοντας σ το ακλόνητό του θέαμα μέχρι το επόμενο πρωί, όπου η πόλη έκπληκτη τον βρήκε έτσι ακριβώς, όπως τον είχε αφήσει. Αυτό επαναλήφθηκε σχεδόν για μια βδομάδα, μέχρι που άρχισαν να ανησυχούνε οι περαστικοί για την υγεία του και οι συνάδελφοί του να νιώθουν πως τα συμφέροντα τους απειλούνται. Περνούσανε οι μέρες και ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται τριγύρω του και πλέον με κόπο δυσκολεύονταν να κρύψουνε το θαυμασμό τους ακόμα και οι πιο δύσπιστοι, ακόμα και αυτοί που μέχρι χθες δεν ξεχωρίζανε αγάλματα και αλήτες. Τα ζευγαράκια άρχισαν να φωτογραφίζονται στο πλάι του, τα πιτσιρίκια παίζανε κρυφτό γύρω από τη σκιά του και μέσα σε ένα μήνα ακόμα και οι τουρίστες τον περιλαμβάνανε στης πόλης τα μνημεία και τα αξιοπερίεργα. Τους άλλους τους ανθρώπους που παραστάνανε τα αγάλματα πλέον τους αγνοούσαν κι αυτό, όπως καλά γνωρίζεις και εσύ, οι καλλιτέχνες –κι αυτοί του δρόμου ακόμα- σπάνια συγχωρούνε. Οπότε μάλλον μπορείς να τη μαντέψεις τη συνέχεια. Μαζεύτηκαν μια Κυριακή απόγευμα στο κέντρο της πλατείας και έκαναν συμβούλιο. Ήταν πολύ αστείο στ’ αλήθεια και τρομακτικό να τους παρατηρείς όλους αυτούς τους πέτρινους και τους επίχρυσους ηθοποιούς να κουβεντιάζουν και να επιχειρηματολογούν αναζητώντας λύση. Στο τέλος καταλήξανε σε μυστική απόφαση και αμίλητοι σκορπίσανε σε όλους τους γύρω δρόμους. Ο κόσμος πίστεψε πως είχαν όλοι τους πια παραιτηθεί μπροστά στου ξένου την εξωπραγματική ανωτερότητα. Κι όμως, για ακόμα μια φορά πίστεψε ο κόσμος λάθος. Μέσα στη νύχτα όλοι μαζί επέστρεψαν στον τόπο του μέλλοντος εγκλήματος, μαζεύτηκαν γύρω από τον παρείσακτο με γάντζους και σχοινιά κι αφού τον έδεσαν σφιχτά, αθροίσανε όλη τη δύναμη του δρόμου, τον τράβηξαν κοντά τους και τον γκρέμισαν. Αυτός, πέφτοντας πάνω στο πλακόστρωτο, έσπασε μονομιάς σε εκατό κομμάτια, τα οποία οι άλλοι τα μάζεψαν πολύ προσεχτικά, να μην τυχόν τα βρει ο κόσμος το πρωί και -όπως το έχει για συνήθεια- δώσει στα θρύψαλα της απειλής ακόμα μεγαλύτερη αξία. Έτσι, την άλλη μέρα ολόκληρη η πόλη επέστρεψε στους γνώριμους ρυθμούς και ως το τέλος της βδομάδας κανένας δε θυμόταν τη μικρή αυτή παρεκτροπή και όλα ξεχαστήκαν.»
Ταυτόχρονα σχεδόν με την αφήγηση τελείωσε και η μπύρα μέσα στο ποτήρι μου. Τέντωσα το χέρι πίσω από το μπαρ να το ξαναγεμίσω και τότε άκουσα μια έντρομη στριγκλιά κι αμέσως είδα στο καθρέφτη απέναντι το είδωλό μου σιγά-σιγά να επιστρέφει. Δυο τρία δάχτυλα, το ένα μάτι, λίγο από το λαιμό, όχι σπουδαία πράγματα, μα ικανά να σπείρουνε τον τρόμο. Η επίδραση μάλλον των χαπιών είχε εξασθενήσει. Ο φίλος ήδη φορούσε το παλτό. Σηκώθηκα κι εγώ. Ανοίξαμε την πόρτα κι αφήνοντάς πίσω από την πλάτη μας κατάρες και βρισιές, χαθήκαμε στου Κάγιε Μπάρκο το ημίφως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου