Από τις πρώτες μας φορές, ίσως από όλες η πιο πρώτη τελικά, να ήταν εκείνη η νύχτα στους Παξούς. Ήταν το πρώτο μας καλοκαίρι και ουσιαστικά οι πρώτες μας κοινές διακοπές. Θέλαμε πολύ να πάμε σε νησί, αλλά ταυτόχρονα γουστάραμε να κάνουμε και το road trip μας. Άλλωστε, η πρόσφατη, τότε ακόμα, «εκστρατεία» μας με το αυτοκίνητό μου στην Ευρώπη είχε αναδείξει εκείνη σε ιδανική συνοδηγό και την αενάως μετακινούμενη μας σχέση σε μια γενναία εκδρομή στο όνειρο, μακριά από των χιλιομέτρων τις τυπικές συμβάσεις.
Διασχίσαμε τη χώρα, απολαμβάνοντας το ακαταμάχητα εξωφρενικό τοπίο της και φτάσαμε για ακόμα μια φορά στο πλέον εμβληματικό για εμάς τους δυο λιμάνι της Ηγουμενίτσας.
Αφήσαμε το αυτοκίνητο σε κάποιο μέρος που μας φάνηκε πως ήταν ασφαλές –τι νόημα έχει να ψάχνεις για ασφάλεια σε τέτοιες καταστάσεις- πήραμε το πλοίο και περάσαμε απέναντι, στους αναντικατάστατους Παξούς μας.
Μείναμε σε έναν παλιό ξενώνα, νομίζω στο πιο όμορφο δωμάτιο. Φαντάζομαι πως όταν έμεναν σε αυτό το αρχοντικό οι πρόγονοι της οικογένειας, που τώρα πιο το εκμεταλλεύεται ως κατάλυμα για άγνωστους τουρίστες, μέσα σε εκείνο το δωμάτιο ήταν που διαιώνιζε το είδος της.
Μείναμε τρία βράδια. Το δεύτερο ήταν νομίζω και το πιο σημαντικό από όλα τα βράδια τελικά αυτού του συναρπαστικού μα τόσο μάταιου κόσμου.
Συνήθως, όταν ερωτοτροπούσαμε, το κάναμε στα σκοτεινά. Αν όχι στο ημίφως του δρόμου ή του ουρανού, που εισέβαλε ανάμεσά μας αδιάκριτα, στο απόλυτο σκοτάδι. Όχι πως αποφεύγαμε να κοιταχτούμε τη στιγμή αυτή. Όχι πως θέλαμε σε άλλα ερωτικά τοπία να αφήσουμε τη σκέψη μας μακριά να ταξιδέψει. Θέλαμε μόνο να απομονώσουμε την όραση, την αίσθηση αυτή την παντοδύναμη που δυναστεύει αλύπητα τις άλλες τις αισθήσεις. Θέλαμε να δούμε πέρα από τα μάτια μας. Να αισθανθούμε όλα αυτά που πάντα τα μάτια των ανθρώπων κρύβουν.
Όμως, όλο εκείνο το αβάσταχτα ελκυστικό σκηνικό του δωματίου μας -το αχόρταγο μεταλλικό κρεβάτι, η κουνουπιέρα, ο ολόσωμος καθρέφτης ακριβώς απέναντι, όλες εκείνες οι έντεχνες ρωγμές στο χρόνο κ στους τοίχους- άφησε ανοιχτό το φως του δωματίου από μόνο του, σχεδόν χωρίς να μας ρωτήσει.
Μόλις την είδα κάτω από το τούλια του ουρανού του κρεβατιού, το σώμα της, το βλέμμα, το χαμόγελο, πήρανε όλα αναπόφευκτα μέσα στο τρικυμισμένο μου μυαλό ονειρικές διαστάσεις. Εκείνη τη στιγμή ακριβώς ήτανε που θυμήθηκα. Θυμήθηκα που ακριβώς την είχα ξαναδεί. Θυμήθηκα γιατί μου είχε φανεί από την αρχή τόσο στ’ αλήθεια γνώριμη. Θυμήθηκα τα πάντα.
Τράβηξα τη νοητή κουρτίνα του ουρανού. Διέρρηξα σχεδόν την κουνουπιέρα. Και μπήκα μέσα στο όνειρο με ορθάνοιχτα τα μάτια.
Τη νύχτα εκείνη για πρώτη μας φορά τελειώσαμε ταυτόχρονα. Δε θέλω να ανακαλέσω άλλες περιττές περιγραφές. Δεν έχουν σημασία. Ούτως ή άλλως, ο καθένας, από όσα βλέπει μες στα όνειρα, θυμάται ότι θέλει.
Όμως, εκεί ακριβώς στα όνειρα είναι που εκείνο το σπαρακτικό της βλέμμα, της ολοκληρωμένης ηδονής, της άγριας χαράς, της ύψιστης ικανοποίησης είναι που ακόμα μπαινοβγαίνει.
Το βλέμμα, που το φως εκείνου του δωματίου μου επέτρεψε να δω. Το βλέμμα που έριξε για πάντα τη σκιά σε όλα τα άλλα φώτα.
Διασχίσαμε τη χώρα, απολαμβάνοντας το ακαταμάχητα εξωφρενικό τοπίο της και φτάσαμε για ακόμα μια φορά στο πλέον εμβληματικό για εμάς τους δυο λιμάνι της Ηγουμενίτσας.
Αφήσαμε το αυτοκίνητο σε κάποιο μέρος που μας φάνηκε πως ήταν ασφαλές –τι νόημα έχει να ψάχνεις για ασφάλεια σε τέτοιες καταστάσεις- πήραμε το πλοίο και περάσαμε απέναντι, στους αναντικατάστατους Παξούς μας.
Μείναμε σε έναν παλιό ξενώνα, νομίζω στο πιο όμορφο δωμάτιο. Φαντάζομαι πως όταν έμεναν σε αυτό το αρχοντικό οι πρόγονοι της οικογένειας, που τώρα πιο το εκμεταλλεύεται ως κατάλυμα για άγνωστους τουρίστες, μέσα σε εκείνο το δωμάτιο ήταν που διαιώνιζε το είδος της.
Μείναμε τρία βράδια. Το δεύτερο ήταν νομίζω και το πιο σημαντικό από όλα τα βράδια τελικά αυτού του συναρπαστικού μα τόσο μάταιου κόσμου.
Συνήθως, όταν ερωτοτροπούσαμε, το κάναμε στα σκοτεινά. Αν όχι στο ημίφως του δρόμου ή του ουρανού, που εισέβαλε ανάμεσά μας αδιάκριτα, στο απόλυτο σκοτάδι. Όχι πως αποφεύγαμε να κοιταχτούμε τη στιγμή αυτή. Όχι πως θέλαμε σε άλλα ερωτικά τοπία να αφήσουμε τη σκέψη μας μακριά να ταξιδέψει. Θέλαμε μόνο να απομονώσουμε την όραση, την αίσθηση αυτή την παντοδύναμη που δυναστεύει αλύπητα τις άλλες τις αισθήσεις. Θέλαμε να δούμε πέρα από τα μάτια μας. Να αισθανθούμε όλα αυτά που πάντα τα μάτια των ανθρώπων κρύβουν.
Όμως, όλο εκείνο το αβάσταχτα ελκυστικό σκηνικό του δωματίου μας -το αχόρταγο μεταλλικό κρεβάτι, η κουνουπιέρα, ο ολόσωμος καθρέφτης ακριβώς απέναντι, όλες εκείνες οι έντεχνες ρωγμές στο χρόνο κ στους τοίχους- άφησε ανοιχτό το φως του δωματίου από μόνο του, σχεδόν χωρίς να μας ρωτήσει.
Μόλις την είδα κάτω από το τούλια του ουρανού του κρεβατιού, το σώμα της, το βλέμμα, το χαμόγελο, πήρανε όλα αναπόφευκτα μέσα στο τρικυμισμένο μου μυαλό ονειρικές διαστάσεις. Εκείνη τη στιγμή ακριβώς ήτανε που θυμήθηκα. Θυμήθηκα που ακριβώς την είχα ξαναδεί. Θυμήθηκα γιατί μου είχε φανεί από την αρχή τόσο στ’ αλήθεια γνώριμη. Θυμήθηκα τα πάντα.
Τράβηξα τη νοητή κουρτίνα του ουρανού. Διέρρηξα σχεδόν την κουνουπιέρα. Και μπήκα μέσα στο όνειρο με ορθάνοιχτα τα μάτια.
Τη νύχτα εκείνη για πρώτη μας φορά τελειώσαμε ταυτόχρονα. Δε θέλω να ανακαλέσω άλλες περιττές περιγραφές. Δεν έχουν σημασία. Ούτως ή άλλως, ο καθένας, από όσα βλέπει μες στα όνειρα, θυμάται ότι θέλει.
Όμως, εκεί ακριβώς στα όνειρα είναι που εκείνο το σπαρακτικό της βλέμμα, της ολοκληρωμένης ηδονής, της άγριας χαράς, της ύψιστης ικανοποίησης είναι που ακόμα μπαινοβγαίνει.
Το βλέμμα, που το φως εκείνου του δωματίου μου επέτρεψε να δω. Το βλέμμα που έριξε για πάντα τη σκιά σε όλα τα άλλα φώτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου