Μόλις τρεις μήνες μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2004 είχαμε Ευρωεκλογές. Μια διαδικασία που κατά κοινή ομολογία θεωρείται εύκολη για τους δικαστικούς αντιπροσώπους. Ωστόσο, το όνομα μου δεν συμπεριλήφθη τελικά στους διορισμούς της δικαστικής αρχής κι αυτό με στεναχώρησε ιδιαίτερα, κυρίως επειδή οι εκλογές ήταν στις αρχές καλοκαιριού και ήδη έκανα σχέδια διακοπών υπολογίζοντας και στα λεφτά της ειδικής αποζημίωσης.
Χρειάστηκε να περάσουν άλλα δύο χρόνια μέχρι να ξαναγίνουν εκλογές και να απολαύσω και εγώ τα παράπλευρα οφέλη τους. Οι δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές του 2006 διεξήχθησαν και επαναλήφθηκαν, όπου αυτό ήταν απαραίτητο, στις 15 και 22 Οκτωβρίου. Ο διορισμός μου ήταν αυτή τη φορά στο Δήμο Βόλου, σε τμήμα που στεγαζόταν στο 7ο Λύκειο της πόλης. Επειδή, όσο εγώ ήμουν μαθητής τα Γενικά Λύκεια του Βόλου ήταν μόλις πέντε, δεν ήξερα που ακριβώς βρισκόταν το σχολείο αυτό και ως εκ τούτου ρώτησα να μάθω. Το βρήκα τελικά κάπου ψηλά, πάνω από τον Περιφερειακό, δίπλα σχεδόν στις φυλακές, σε ένα πολύ καινούριο σχολικό συγκρότημα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα καν προσέξει.
Για γραμματέα και στις δύο Κυριακές της αναμέτρησης «προσέλαβα» το φίλο μου το Βαγγέλη, ο οποίος μόλις ένα μήνα πριν είχε χάσει τη δουλειά του και σε σχέση με άλλους υποψήφιους γραμματείς είχε πολύ σοβαρότερη ανάγκη από ένα-δύο μεροκάματα.
Ενδυματολογικά, στις εκλογές αυτές προτίμησα να αφήσω στη ντουλάπα τη στολή μου. Ούτως ή άλλως είχα ήδη αρχίσει να καθιερώνω την εμφάνιση σακάκι-παντελόνι τζιν-πουκάμισο απ’ έξω-αθλητικά παπούτσια για τις ώρες της δουλειάς. Και προφανώς δε φόρεσα γραβάτα.
Στ’ αλήθεια δυσκολεύομαι πολύ να θυμηθώ κάποιο ιδιαίτερο επεισόδιο που να σημάδεψε αυτές τις δύο Κυριακές. Η εφορευτική επιτροπή ήταν όλοι τους φιλότιμα καλά παιδιά, ο Βαγγέλης τυπικός κι ευγενικός και γενικά όλα κυλήσανε ομαλά και προβλεπόμενα. Αναμφισβήτητα, όμως, την παράσταση έκλεψε τελικά για ακόμα μια φορά ένας από τους ψηφοφόρους.
Την ώρα που ένας ηλικιωμένος κύριος έκανε τη δουλειά του μέσα από το παραβάν, ο γραμματέας μου με σκούντηξε διακριτικά και με ένα βλέμμα γεμάτο ενθουσιασμό μου έδειξε με τρόπο την ταυτότητα που είχε πάνω στο θρανίο του.
«Τι θες μωρέ;», τον ρώτησα εγώ βαριεστημένα.
«Το όνομά του! Κοίτα, μαλάκα! Κοίτα!», ούρλιαξε εκείνος ψιθυρίζοντας.
Σκύβω κι εγώ και τι να δω… Επώνυμο: Μεταξάς. Όνομα: Στέλιος – Στάλιν!!!
Ήταν πολύ πρωί, ευτυχώς, και χαλαρή ακόμα η προσέλευση του κόσμου. Έτσι μόλις ο ψηφοφόρος μας τελείωσε με το εκλογικό καθήκον του, αμέσως τον αρπάξαμε διψώντας να ακούσουμε την ιστορία που με δυσκολία κρυβόταν πίσω από το όνομά του.
«Ε! Οι γονείς μου ήτανε κομμουνιστές… Κι άμα σας πω πως με βαφτίσανε κανονικά μέσα σε εκκλησία… Ναι, ναι, με παπά, σας λέω, κανονικά… Και μάλιστα μέσα στη κατοχή… Ναι, ναι, στον Προφήτη Ηλία… Κι είχανε, λέει, μαζευτεί τριγύρω εκεί στις Αλυκές όλα τα Τάγματα Ασφαλείας… Αν ξέρατε τι ξύλο έχω φάει σε όλη μου τη ζωή για αυτό το γαμημένο όνομα… Αφήστε με τώρα, όμως, που ακόμα είναι νωρίς να πάω να ρίξω τη βάρκα μου κι άλλη φορά τα λέμε… »
Και κάπως έτσι ο πατερούλης έφυγε αφήνοντάς μας κάτι να ασχολούμαστε για το υπόλοιπο της μέρας. Την άλλη Κυριακή, στην επανάληψη των εκλογών, μόλις τον είδε ο Βαγγέλης να μπαίνει πάλι μες στο τμήμα μας, δεν άντεξε και φώναξε:
«Καλώς τον κύριο Στάλιν!»
Κι ύστερα, γυρνώντας προς το μέρος μου, συμπλήρωσε:
«Ποτέ μου δεν περίμενα στα σοβαρά να πω τέτοια κουβέντα.»
Τη δεύτερη Κυριακή, όπως και ήταν φυσικό, η συμμετοχή των ψηφοφόρων ήταν σημαντικά μικρότερη. Ήταν πολλοί εκείνοι που αρνήθηκαν να μπούνε καν στο δίλημμα να επιλέξουν ανάμεσα στους δύο πλειοψηφήσαντες. Έτσι και η δική μας η δουλειά υπήρξε αρκετά πιο εύκολη.
Κάποια στιγμή το απόγευμα στο τέλος βαρεθήκαμε. Τα μέλη της εφορευτικής μου ζήτησαν να τους αφήσω να πάνε να πάρουνε καφέ κι εγώ αποφάσισα να κάνουμε όλοι, ως τμήμα γενικά, δέκα λεπτά διάλειμμα. Άφησα μες στην αίθουσα το γραμματέα μου να ψάχνει τον κατάλογο των εγγεγραμμένων για άλλα πιο παράδοξα ονόματα και βγήκα κι εγώ μια βόλτα στο διάδρομο.
Αν και οι πιο πολλές από τις αίθουσες είχαν μετατραπεί σε ναούς ή έστω παρεκκλήσια του πολιτεύματος, ωστόσο υπήρχαν και δυο-τρεις μικρότερες που δεν χρησιμοποιούνταν και ανέπαφες από το πανηγύρι της λαϊκής μας βούλησης, επέμεναν να μαρτυρούν απλά τη σχολική τους καθημερινότητα. Έριξα μια ματιά στα χαραγμένα πάνω στα θρανία σύγχρονα συνθήματα και μελαγχόλησα, αφού δε μπόρεσα να καταλάβω τίποτα. Βρήκα και ένα-δυο ξεχασμένα βιβλία και τετράδια, που μου φανήκαν επίσης θλιβερά κι έτσι κι αυτά γρήγορα τα παράτησα. Θυμήθηκα πως όταν ήμουν μαθητής και βρίσκαμε μετά τις εκλογές να έχουν ξεμείνει μες στην τάξη μας τσαλακωμένα απομεινάρια της κυριακάτικης εισβολής, μας φαίνονταν παράδοξα, δείγματα ενός άγνωστου πολιτισμού και προϊόντα ενός σύμπαντος παράλληλου. Και ζωγραφίζοντας αστεράκια, αρχίδια και καρδιές πλάι στα ονόματα των υποψηφίων βουλευτών, γελοιοποιούσαμε μιμούμενοι τον κόσμο των μεγάλων.
Δυο βδομάδες μετά την ολοκλήρωση των εκλογών συνέβησαν –την ίδια μέρα ακριβώς- δυο πολύ σημαντικά για τη ζωή μου γεγονότα. Πρώτον, έχασα τον πατέρα μου, ο οποίος, αν δεν είχε το, μοιραίο τελικά, θέμα με την υγεία του, ενδεχομένως και να ήταν υποψήφιος στις εκλογές που μόλις είχαν γίνει. Νομίζω ότι αυτό υπήρξε πάντα απωθημένο του, αν και η αλήθεια είναι ότι άργησε πολύ να το εκδηλώσει. Δεύτερον, κυκλοφόρησαν οι «Πριγκιποδουλειές», το πρώτο μου βιβλίο.
Έπρεπε να περάσουν τρία ολόκληρα χρόνια μέχρι να διοριστώ ξανά δικαστικός αντιπρόσωπος, αφού στις βουλευτικές του 2007 ο Άρειος Πάγος μάλλον αδιαφόρησε για τη συνεισφορά μου στην εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών και με άφησε να παρακολουθώ τις εκλογές από τον καναπέ μου. Μάλιστα, είχα θυμώσει τόσο με την απόφαση αυτή, που είχα απειλήσει (ποιον;) πως δε θα πάω να ψηφίσω τελικά ή πως θα πάω και θα ρίξω άκυρο ή πως θα κάνω ότι περνούσε από το χέρι μου να δυσκολέψω τη ζωή του αντιπροσώπου της δικαστικής αρχής που θα βρισκότανε στο τμήμα μου. Τόσο πολύ με είχε τυφλώσει ο φθόνος μου.
Πάλι καλά που δεν υπάρχουν στη Δημοκρατία αδιέξοδα.
Χρειάστηκε να περάσουν άλλα δύο χρόνια μέχρι να ξαναγίνουν εκλογές και να απολαύσω και εγώ τα παράπλευρα οφέλη τους. Οι δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές του 2006 διεξήχθησαν και επαναλήφθηκαν, όπου αυτό ήταν απαραίτητο, στις 15 και 22 Οκτωβρίου. Ο διορισμός μου ήταν αυτή τη φορά στο Δήμο Βόλου, σε τμήμα που στεγαζόταν στο 7ο Λύκειο της πόλης. Επειδή, όσο εγώ ήμουν μαθητής τα Γενικά Λύκεια του Βόλου ήταν μόλις πέντε, δεν ήξερα που ακριβώς βρισκόταν το σχολείο αυτό και ως εκ τούτου ρώτησα να μάθω. Το βρήκα τελικά κάπου ψηλά, πάνω από τον Περιφερειακό, δίπλα σχεδόν στις φυλακές, σε ένα πολύ καινούριο σχολικό συγκρότημα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα καν προσέξει.
Για γραμματέα και στις δύο Κυριακές της αναμέτρησης «προσέλαβα» το φίλο μου το Βαγγέλη, ο οποίος μόλις ένα μήνα πριν είχε χάσει τη δουλειά του και σε σχέση με άλλους υποψήφιους γραμματείς είχε πολύ σοβαρότερη ανάγκη από ένα-δύο μεροκάματα.
Ενδυματολογικά, στις εκλογές αυτές προτίμησα να αφήσω στη ντουλάπα τη στολή μου. Ούτως ή άλλως είχα ήδη αρχίσει να καθιερώνω την εμφάνιση σακάκι-παντελόνι τζιν-πουκάμισο απ’ έξω-αθλητικά παπούτσια για τις ώρες της δουλειάς. Και προφανώς δε φόρεσα γραβάτα.
Στ’ αλήθεια δυσκολεύομαι πολύ να θυμηθώ κάποιο ιδιαίτερο επεισόδιο που να σημάδεψε αυτές τις δύο Κυριακές. Η εφορευτική επιτροπή ήταν όλοι τους φιλότιμα καλά παιδιά, ο Βαγγέλης τυπικός κι ευγενικός και γενικά όλα κυλήσανε ομαλά και προβλεπόμενα. Αναμφισβήτητα, όμως, την παράσταση έκλεψε τελικά για ακόμα μια φορά ένας από τους ψηφοφόρους.
Την ώρα που ένας ηλικιωμένος κύριος έκανε τη δουλειά του μέσα από το παραβάν, ο γραμματέας μου με σκούντηξε διακριτικά και με ένα βλέμμα γεμάτο ενθουσιασμό μου έδειξε με τρόπο την ταυτότητα που είχε πάνω στο θρανίο του.
«Τι θες μωρέ;», τον ρώτησα εγώ βαριεστημένα.
«Το όνομά του! Κοίτα, μαλάκα! Κοίτα!», ούρλιαξε εκείνος ψιθυρίζοντας.
Σκύβω κι εγώ και τι να δω… Επώνυμο: Μεταξάς. Όνομα: Στέλιος – Στάλιν!!!
Ήταν πολύ πρωί, ευτυχώς, και χαλαρή ακόμα η προσέλευση του κόσμου. Έτσι μόλις ο ψηφοφόρος μας τελείωσε με το εκλογικό καθήκον του, αμέσως τον αρπάξαμε διψώντας να ακούσουμε την ιστορία που με δυσκολία κρυβόταν πίσω από το όνομά του.
«Ε! Οι γονείς μου ήτανε κομμουνιστές… Κι άμα σας πω πως με βαφτίσανε κανονικά μέσα σε εκκλησία… Ναι, ναι, με παπά, σας λέω, κανονικά… Και μάλιστα μέσα στη κατοχή… Ναι, ναι, στον Προφήτη Ηλία… Κι είχανε, λέει, μαζευτεί τριγύρω εκεί στις Αλυκές όλα τα Τάγματα Ασφαλείας… Αν ξέρατε τι ξύλο έχω φάει σε όλη μου τη ζωή για αυτό το γαμημένο όνομα… Αφήστε με τώρα, όμως, που ακόμα είναι νωρίς να πάω να ρίξω τη βάρκα μου κι άλλη φορά τα λέμε… »
Και κάπως έτσι ο πατερούλης έφυγε αφήνοντάς μας κάτι να ασχολούμαστε για το υπόλοιπο της μέρας. Την άλλη Κυριακή, στην επανάληψη των εκλογών, μόλις τον είδε ο Βαγγέλης να μπαίνει πάλι μες στο τμήμα μας, δεν άντεξε και φώναξε:
«Καλώς τον κύριο Στάλιν!»
Κι ύστερα, γυρνώντας προς το μέρος μου, συμπλήρωσε:
«Ποτέ μου δεν περίμενα στα σοβαρά να πω τέτοια κουβέντα.»
Τη δεύτερη Κυριακή, όπως και ήταν φυσικό, η συμμετοχή των ψηφοφόρων ήταν σημαντικά μικρότερη. Ήταν πολλοί εκείνοι που αρνήθηκαν να μπούνε καν στο δίλημμα να επιλέξουν ανάμεσα στους δύο πλειοψηφήσαντες. Έτσι και η δική μας η δουλειά υπήρξε αρκετά πιο εύκολη.
Κάποια στιγμή το απόγευμα στο τέλος βαρεθήκαμε. Τα μέλη της εφορευτικής μου ζήτησαν να τους αφήσω να πάνε να πάρουνε καφέ κι εγώ αποφάσισα να κάνουμε όλοι, ως τμήμα γενικά, δέκα λεπτά διάλειμμα. Άφησα μες στην αίθουσα το γραμματέα μου να ψάχνει τον κατάλογο των εγγεγραμμένων για άλλα πιο παράδοξα ονόματα και βγήκα κι εγώ μια βόλτα στο διάδρομο.
Αν και οι πιο πολλές από τις αίθουσες είχαν μετατραπεί σε ναούς ή έστω παρεκκλήσια του πολιτεύματος, ωστόσο υπήρχαν και δυο-τρεις μικρότερες που δεν χρησιμοποιούνταν και ανέπαφες από το πανηγύρι της λαϊκής μας βούλησης, επέμεναν να μαρτυρούν απλά τη σχολική τους καθημερινότητα. Έριξα μια ματιά στα χαραγμένα πάνω στα θρανία σύγχρονα συνθήματα και μελαγχόλησα, αφού δε μπόρεσα να καταλάβω τίποτα. Βρήκα και ένα-δυο ξεχασμένα βιβλία και τετράδια, που μου φανήκαν επίσης θλιβερά κι έτσι κι αυτά γρήγορα τα παράτησα. Θυμήθηκα πως όταν ήμουν μαθητής και βρίσκαμε μετά τις εκλογές να έχουν ξεμείνει μες στην τάξη μας τσαλακωμένα απομεινάρια της κυριακάτικης εισβολής, μας φαίνονταν παράδοξα, δείγματα ενός άγνωστου πολιτισμού και προϊόντα ενός σύμπαντος παράλληλου. Και ζωγραφίζοντας αστεράκια, αρχίδια και καρδιές πλάι στα ονόματα των υποψηφίων βουλευτών, γελοιοποιούσαμε μιμούμενοι τον κόσμο των μεγάλων.
Δυο βδομάδες μετά την ολοκλήρωση των εκλογών συνέβησαν –την ίδια μέρα ακριβώς- δυο πολύ σημαντικά για τη ζωή μου γεγονότα. Πρώτον, έχασα τον πατέρα μου, ο οποίος, αν δεν είχε το, μοιραίο τελικά, θέμα με την υγεία του, ενδεχομένως και να ήταν υποψήφιος στις εκλογές που μόλις είχαν γίνει. Νομίζω ότι αυτό υπήρξε πάντα απωθημένο του, αν και η αλήθεια είναι ότι άργησε πολύ να το εκδηλώσει. Δεύτερον, κυκλοφόρησαν οι «Πριγκιποδουλειές», το πρώτο μου βιβλίο.
Έπρεπε να περάσουν τρία ολόκληρα χρόνια μέχρι να διοριστώ ξανά δικαστικός αντιπρόσωπος, αφού στις βουλευτικές του 2007 ο Άρειος Πάγος μάλλον αδιαφόρησε για τη συνεισφορά μου στην εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών και με άφησε να παρακολουθώ τις εκλογές από τον καναπέ μου. Μάλιστα, είχα θυμώσει τόσο με την απόφαση αυτή, που είχα απειλήσει (ποιον;) πως δε θα πάω να ψηφίσω τελικά ή πως θα πάω και θα ρίξω άκυρο ή πως θα κάνω ότι περνούσε από το χέρι μου να δυσκολέψω τη ζωή του αντιπροσώπου της δικαστικής αρχής που θα βρισκότανε στο τμήμα μου. Τόσο πολύ με είχε τυφλώσει ο φθόνος μου.
Πάλι καλά που δεν υπάρχουν στη Δημοκρατία αδιέξοδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου