Το βράδυ εκείνο επιλέξαμε να μείνουμε στο σπίτι. Όλοι οι άλλοι, οι συγκάτοικοι κάτι είχαν κανονίσει. Όχι πως από εμάς μας έλειπε η όρεξη. Το αντίθετο. Απλώς, με άλλα πέντε άτομα διαρκώς –και μεταφορικά ασφαλώς- μέσα στα πόδια μας, δε βρίσκαμε το χρόνο να μπούμε κυριολεκτικά ο ένας μέσα στα πόδια του άλλου.
Είχε μαγειρέψει ρύζι με κάτι –ίσως γαρίδες, δε θυμάμαι ακριβώς- και γκρίνιαζε διαρκώς πως δε το είχε πετύχει. Εγώ έκοψα μονάχα τη σαλάτα. Είχαμε πάρει και ένα φτηνό κόκκινο κρασί από το supermercado, που ωστόσο δεν ήταν τόσο κακό όσο ίσως ακούγεται. Και ειδικά υπό αυτές τις περιστάσεις.
Το ρύζι ήταν μια χαρά. Το «κάτι», με το οποίο το είχε συνοδέψει, νομίζω πως ακόμα δεν το χώνεψα, αλλά μέσα σε μία τόσο νόστιμη βραδιά, σιγά μη κάτσω να σταθώ σε λεπτομέρειες.
Φάγαμε, ήπιαμε, τα είπαμε λιγάκι –σε λίγες μέρες θα επέστρεφα και οι γνώστες ανησυχίες μας πάλι ξαναγεννιόνταν- και ύστερα σηκωθήκαμε ταυτόχρονα. «Εγώ θα πάω να ξαπλώσω», μου είπε με ένα ύφος, και καλά, πως ήταν κουρασμένη. «Καλά. Πλένω τα πιάτα κι έρχομαι κι εγώ», της είπα, δήθεν αδιάφορα. «Να μην αργήσεις», νομίζω πως της ξέφυγε, κοιτάζοντας την πλάτη μου, σχεδόν ενοχλημένη.
Γενικά, μου αρέσει να πλένω τα πιάτα αμέσως μετά το φαγητό. Το βρίσκω σα μέρος αναπόσπαστο της διαδικασίας. Κι επίσης, επειδή μαζί με όλο το σπίτι μοιραζόμασταν και την κουζίνα και το νεροχύτη φυσικά, δεν έπρεπε να αφήνουμε τα άπλυτα να στοιβάζονται. Σίγουρα, θα μπορούσα να το κάνω πιο μετά, αλλά η ιδέα της σύντομης και τόσο φανερά αδικαιολόγητης εκείνης προσμονής μας τρέλαινε εξίσου και τους δύο.
Όταν πήγα κι εγώ επιτέλους στο δωμάτιο, εκείνη είχε ήδη διαλέξει τη σωστή τη μουσική και, κάτω από την κουβέρτα της, έκανε πως διαβάζει. Ξεντύθηκα, άρπαξα το βιβλίο και το πέταξα στο πάτωμα και άρχισα να τη φιλάω στο λαιμό και ύστερα πιο κάτω. Εκείνη, όπως ήταν φυσικό, άρχισε να φωνάζει. «Όχι, δε θέλω, άσε με!», και άλλα τέτοια που με έκαναν απλά να συνεχίζω. Σύντομα οι φωνές της υποχώρησαν. Έγιναν βόμβοι, αναστεναγμοί, πνιχτές προσκλήσεις αμετάφραστες, να μπω όσο πιο μέσα γινόταν στο δωμάτιο, αφού ως εκεί, που είχα βρεθεί, δεν έφτανε καθόλου. Κι ύστερα, την ώρα που μοιραζόμουν με την κλειτορίδα της τα γνώριμα -πολύ δικά μας- μυστικά, άκουσα να μου ψιθυρίζει, «τώρα!».
Το πήδημά μας ήταν άγριο. Την κάρφωνα για ώρα στο κρεβάτι. Κι ο εναλλασσόμενος τόνος της πηδημένης της φωνής, μαζί με τους σπαρακτικούς τριγμούς του αρχαίου κρεβατιού της, έδιναν τον κατάλληλο ρυθμό στην κίνηση ολόκληρου του κόσμου.
Κάποια στιγμή ακούσαμε να ανοίγει η εξώπορτα. Κάποιοι, μπορεί και όλοι, από τους παρείσακτους είχανε επιστρέψει. Κοιταχτήκαμε, χωρίς να διακόψουμε στιγμή την πάλη μας και ύστερα εκείνη έκανε να απλώσει μηχανικά το χέρι της, να φτάσει ως τον υπολογιστή, να δυναμώσει του τραγουδιού την ένταση, να μας εξαφανίσει.
Η στάση μας όμως δεν επέτρεπε τέτοιες ενέργειες πολύπλοκες και έτσι, βγαίνοντας για λίγο από μέσα της, την άφησα να μετακινηθεί, να κάνει τη δουλειά της. Εκείνη γύρισε το σώμα της ανάποδα και έρποντας πάνω στα σεντόνια μας, έφτασε μέχρι τους πρόποδες του σιδερένιου κρεβατιού -εκεί από όπου πήγαζε της νύχτας μας το σάουντρακ- και ανέβασε στα τέρματα τον ήχο.
Την ώρα εκείνη η λίστα έπαιζε ένα άγριο τραγούδι μεθυσμένο.
Η θέα του κώλου της, έτσι όπως είχε το σώμα της τεντώσει, με το κεφάλι της να κρέμεται στου κρεβατιού τα βάραθρα, με έβαλε σε σκέψεις αναπόφευκτες. Έκανε να γυρίσει πάλι ανάσκελα, εκεί που είχαμε μείνει, κι εγώ αμέσως την εμπόδισα. Ξάπλωσα από πάνω της και την ακινητοποίησα με πόδια και με χέρια. «Τι κάνεις;», μόλις που πρόλαβε να πει, ενώ εγώ εισέβαλα ξανά μέσα στην άβυσσό της.
Η μουσική ήτανε λες και είχε σχηματίσει ξαφνικά έναν αόρατο άτρωτο ηχοφράχτη ανάμεσα στους άλλους και σε εμάς. Ανάμεσα στο σύμπαν μας κι όλον τον άλλο κόσμο. Μας έκρυβε καλά και μας προστάτευε. Μας δέσμευε μες στον δικό της το ρυθμό και μας απελευθέρωνε ταυτόχρονα. Ακόμα και τη δική της τη φωνή ήτανε πια αδύνατο για να την καταλάβω.
Ακόμα και τη σκέψη μου να ακούσω δε γινόταν πια. Δεν άκουγα τη σκέψη μου, αλλά δεν ξέρω αν έφταιγε στ’ αλήθεια το τραγούδι ή ήτανε κάτι άλλο. Κάτι, την ένταση του οποίου πλέον δεν ήταν ικανός κανείς να ψάξει τρόπο ασφαλή, κάπως να την ελέγξει.
Ακούγαμε τις τελευταίες πια στροφές του τραγουδιού, και τότε ήταν που άρχισα να μπαινοβγαίνω μέσα της με αληθινή μανία. Του κρεβατιού η πλάτη βαρούσε πια με ερωτευμένη, ακατανίκητη οργή τον τοίχο μας. Τα πόδια του στο δάπεδο ανοίγανε κρατήρες. Σαν να έστελνε το κρεβάτι μας μηνύματα, με κάποιο άγνωστο μυστηριώδη κωδικό, σε όσους τριγύρω από μας νομίζανε πως ζούσαν. Δεν ξέρω αν ένιωσε κανείς την απειλή. Λίγο ακόμα και το οικοδόμημά τους θα κατέρρεε. Και ίσως μαζί με αυτό να γκρεμίζονταν και η Μαδρίτη κι ολόκληρη η γηραιά μας ήπειρος. Δεν ξέρω αν αισθάνθηκε κανείς εκείνην την ελπίδα. Το νέο κόσμο που ίσως να ξαναγεννιότανε μέσα από εκείνα τα περήφανα ερείπια του ίδιου του έρωτά μας.
Το επόμενο τραγούδι ήταν πολύ πιο ήρεμο. Και οι δυο μας, ξαπλωμένοι πια και σφιχταγκαλιασμένοι, αφουγκραζόμασταν την λαχανιασμένη ικανοποίηση μαζί με τον παμφάγο βρυχηθμό του «θέλω κι άλλο ακόμα».
Τι πάει να πει «ακόμα»; Θέλεις και άλλο; Τι εννοείς; Εμείς μόλις αρχίσαμε. Αυτή ήταν μόλις η πρώτη μας φορά. Μία ακόμα πρώτη.
Είχε μαγειρέψει ρύζι με κάτι –ίσως γαρίδες, δε θυμάμαι ακριβώς- και γκρίνιαζε διαρκώς πως δε το είχε πετύχει. Εγώ έκοψα μονάχα τη σαλάτα. Είχαμε πάρει και ένα φτηνό κόκκινο κρασί από το supermercado, που ωστόσο δεν ήταν τόσο κακό όσο ίσως ακούγεται. Και ειδικά υπό αυτές τις περιστάσεις.
Το ρύζι ήταν μια χαρά. Το «κάτι», με το οποίο το είχε συνοδέψει, νομίζω πως ακόμα δεν το χώνεψα, αλλά μέσα σε μία τόσο νόστιμη βραδιά, σιγά μη κάτσω να σταθώ σε λεπτομέρειες.
Φάγαμε, ήπιαμε, τα είπαμε λιγάκι –σε λίγες μέρες θα επέστρεφα και οι γνώστες ανησυχίες μας πάλι ξαναγεννιόνταν- και ύστερα σηκωθήκαμε ταυτόχρονα. «Εγώ θα πάω να ξαπλώσω», μου είπε με ένα ύφος, και καλά, πως ήταν κουρασμένη. «Καλά. Πλένω τα πιάτα κι έρχομαι κι εγώ», της είπα, δήθεν αδιάφορα. «Να μην αργήσεις», νομίζω πως της ξέφυγε, κοιτάζοντας την πλάτη μου, σχεδόν ενοχλημένη.
Γενικά, μου αρέσει να πλένω τα πιάτα αμέσως μετά το φαγητό. Το βρίσκω σα μέρος αναπόσπαστο της διαδικασίας. Κι επίσης, επειδή μαζί με όλο το σπίτι μοιραζόμασταν και την κουζίνα και το νεροχύτη φυσικά, δεν έπρεπε να αφήνουμε τα άπλυτα να στοιβάζονται. Σίγουρα, θα μπορούσα να το κάνω πιο μετά, αλλά η ιδέα της σύντομης και τόσο φανερά αδικαιολόγητης εκείνης προσμονής μας τρέλαινε εξίσου και τους δύο.
Όταν πήγα κι εγώ επιτέλους στο δωμάτιο, εκείνη είχε ήδη διαλέξει τη σωστή τη μουσική και, κάτω από την κουβέρτα της, έκανε πως διαβάζει. Ξεντύθηκα, άρπαξα το βιβλίο και το πέταξα στο πάτωμα και άρχισα να τη φιλάω στο λαιμό και ύστερα πιο κάτω. Εκείνη, όπως ήταν φυσικό, άρχισε να φωνάζει. «Όχι, δε θέλω, άσε με!», και άλλα τέτοια που με έκαναν απλά να συνεχίζω. Σύντομα οι φωνές της υποχώρησαν. Έγιναν βόμβοι, αναστεναγμοί, πνιχτές προσκλήσεις αμετάφραστες, να μπω όσο πιο μέσα γινόταν στο δωμάτιο, αφού ως εκεί, που είχα βρεθεί, δεν έφτανε καθόλου. Κι ύστερα, την ώρα που μοιραζόμουν με την κλειτορίδα της τα γνώριμα -πολύ δικά μας- μυστικά, άκουσα να μου ψιθυρίζει, «τώρα!».
Το πήδημά μας ήταν άγριο. Την κάρφωνα για ώρα στο κρεβάτι. Κι ο εναλλασσόμενος τόνος της πηδημένης της φωνής, μαζί με τους σπαρακτικούς τριγμούς του αρχαίου κρεβατιού της, έδιναν τον κατάλληλο ρυθμό στην κίνηση ολόκληρου του κόσμου.
Κάποια στιγμή ακούσαμε να ανοίγει η εξώπορτα. Κάποιοι, μπορεί και όλοι, από τους παρείσακτους είχανε επιστρέψει. Κοιταχτήκαμε, χωρίς να διακόψουμε στιγμή την πάλη μας και ύστερα εκείνη έκανε να απλώσει μηχανικά το χέρι της, να φτάσει ως τον υπολογιστή, να δυναμώσει του τραγουδιού την ένταση, να μας εξαφανίσει.
Η στάση μας όμως δεν επέτρεπε τέτοιες ενέργειες πολύπλοκες και έτσι, βγαίνοντας για λίγο από μέσα της, την άφησα να μετακινηθεί, να κάνει τη δουλειά της. Εκείνη γύρισε το σώμα της ανάποδα και έρποντας πάνω στα σεντόνια μας, έφτασε μέχρι τους πρόποδες του σιδερένιου κρεβατιού -εκεί από όπου πήγαζε της νύχτας μας το σάουντρακ- και ανέβασε στα τέρματα τον ήχο.
Την ώρα εκείνη η λίστα έπαιζε ένα άγριο τραγούδι μεθυσμένο.
Η θέα του κώλου της, έτσι όπως είχε το σώμα της τεντώσει, με το κεφάλι της να κρέμεται στου κρεβατιού τα βάραθρα, με έβαλε σε σκέψεις αναπόφευκτες. Έκανε να γυρίσει πάλι ανάσκελα, εκεί που είχαμε μείνει, κι εγώ αμέσως την εμπόδισα. Ξάπλωσα από πάνω της και την ακινητοποίησα με πόδια και με χέρια. «Τι κάνεις;», μόλις που πρόλαβε να πει, ενώ εγώ εισέβαλα ξανά μέσα στην άβυσσό της.
Η μουσική ήτανε λες και είχε σχηματίσει ξαφνικά έναν αόρατο άτρωτο ηχοφράχτη ανάμεσα στους άλλους και σε εμάς. Ανάμεσα στο σύμπαν μας κι όλον τον άλλο κόσμο. Μας έκρυβε καλά και μας προστάτευε. Μας δέσμευε μες στον δικό της το ρυθμό και μας απελευθέρωνε ταυτόχρονα. Ακόμα και τη δική της τη φωνή ήτανε πια αδύνατο για να την καταλάβω.
Ακόμα και τη σκέψη μου να ακούσω δε γινόταν πια. Δεν άκουγα τη σκέψη μου, αλλά δεν ξέρω αν έφταιγε στ’ αλήθεια το τραγούδι ή ήτανε κάτι άλλο. Κάτι, την ένταση του οποίου πλέον δεν ήταν ικανός κανείς να ψάξει τρόπο ασφαλή, κάπως να την ελέγξει.
Ακούγαμε τις τελευταίες πια στροφές του τραγουδιού, και τότε ήταν που άρχισα να μπαινοβγαίνω μέσα της με αληθινή μανία. Του κρεβατιού η πλάτη βαρούσε πια με ερωτευμένη, ακατανίκητη οργή τον τοίχο μας. Τα πόδια του στο δάπεδο ανοίγανε κρατήρες. Σαν να έστελνε το κρεβάτι μας μηνύματα, με κάποιο άγνωστο μυστηριώδη κωδικό, σε όσους τριγύρω από μας νομίζανε πως ζούσαν. Δεν ξέρω αν ένιωσε κανείς την απειλή. Λίγο ακόμα και το οικοδόμημά τους θα κατέρρεε. Και ίσως μαζί με αυτό να γκρεμίζονταν και η Μαδρίτη κι ολόκληρη η γηραιά μας ήπειρος. Δεν ξέρω αν αισθάνθηκε κανείς εκείνην την ελπίδα. Το νέο κόσμο που ίσως να ξαναγεννιότανε μέσα από εκείνα τα περήφανα ερείπια του ίδιου του έρωτά μας.
Το επόμενο τραγούδι ήταν πολύ πιο ήρεμο. Και οι δυο μας, ξαπλωμένοι πια και σφιχταγκαλιασμένοι, αφουγκραζόμασταν την λαχανιασμένη ικανοποίηση μαζί με τον παμφάγο βρυχηθμό του «θέλω κι άλλο ακόμα».
Τι πάει να πει «ακόμα»; Θέλεις και άλλο; Τι εννοείς; Εμείς μόλις αρχίσαμε. Αυτή ήταν μόλις η πρώτη μας φορά. Μία ακόμα πρώτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου