«Τι μου
συμβαίνει;», ψιθυριστά αναρωτήθηκε την ώρα που άνοιγε τα μάτια. Έψαξε το ρολόι
του, ψηλαφητά, κάτω από το κρεβάτι . Τέσσερις παρά δεκατέσσερα. Ούτε καν είκοσι
λεπτά δεν κράτησε ο ύπνος και σε τρεις ώρες έπρεπε να βρίσκεται στο πόδι. Οι
σκέψεις του, όμως, δεν τον άφηναν. Κάτι έπρεπε να κάνει.
Τα χάπια τα
απέκλεισε. Άλλωστε, δεν τον ‘πιαναν. Οι άλλοι τρόποι, όταν δεν τον τρόμαζαν,
απλώς τον απωθούσαν. Κι έτσι, αφού άλλη λύση πια δεν έβρισκε, το έριξε στην
προσευχή. Κάλεσε το Θεό του.
«Τι θέλεις
πάλι;», τον ρωτάει ο Θεός.
«Τι πάλι;», αυτός
διαμαρτύρεται. «Πότε σε ενόχλησα ξανά;»
«Εχθές,
προχθές το βράδυ... Η ίδια ιστορία διαρκώς. Άλλη δουλειά δεν έχω;»
«Συγχώρα με,
θεούλη, αλλά δεν το θυμάμαι.»
«Το ξέχασες, αφού
μου ζήτησες τη μνήμη να σου σβήσω. Αλλιώς δε θα κοιμόσουνα. Εμένα θα σκεφτόσουν.»
«Κάνε ακόμα
μια φορά το θαύμα σου και θα σου το χρωστάω.»
«Ας μη μιλάμε
για οφειλές. Μάλλον δε σε συμφέρει.»
«Κάνε το άλλη
μια φορά κι ας είναι η τελευταία!»
«Έχε του νου σου
τι ζητάς! Μπορεί να μετανιώσεις.»
«Κάνε με τότε,
σε παρακαλώ, να μη το μετανιώσω! Ούτε για αυτό ούτε για άλλο τίποτα, ποτέ ξανά,
Θεέ μου!»
«Αλήθεια;
Είσαι σίγουρος;»
«Πότε ξανά δεν
ήμουν.»
«Αυτό είναι
και το πρόβλημα.»
«Τι θες να
πεις; Τι εννοείς;»
«Τίποτα.
Ξέχασέ το!»
Κι αμέσως,
φυσικά, το ξέχασε. Κι αυτό και όλα τα άλλα. Πήρε από το κομοδίνο το ποτήρι του
και έβρεξε τα χείλη. Ακούμπησε ξανά στο ιδρωμένο μαξιλάρι του, σχεδόν
ευτυχισμένος. Τα μάτια του έκλεισε γλυκά. Κοιμήθηκε για πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου