Στην αρχή κανείς δεν τον κατάλαβε. Καθώς αυτός πλησίαζε, κανείς δε φάνηκε να τον προσέχει. Και όταν βρέθηκε άξαφνα να στέκεται μπροστά τους, τότε τον είδαν μόνο και τρομάξανε. Μα για να φύγουν ήταν πια πολύ αργά. Και ο κόσμος είχε γίνει πια ελάχιστος για να μπορούν οι άνθρωποι κάπου αλλού να πάνε.
Δεν ήταν καθόλου σαν κι αυτούς. Τίποτα δεν τους θύμιζε. Ένα κοπάδι σφήκες χόρευε δαιμονικά γύρω από το πρόσωπό του. Με δυσκολία μπορούσε κανείς να πει με τι στ’ αλήθεια έμοιαζε. Κάποιοι είπανε μετά πως είχε μάτια πράσινα. Κάποιοι άλλοι είδαν μια βαθιά χαραγματιά να διαιρεί το μέτωπό του.
-Που είναι ο αρχηγός σας, τους ρώτησε με μια φωνή που ερχόταν από τα βάθη των πιο σιχαμερών ονείρων τους.
-Κοιμάται πάντα τα μεσημέρια ο αρχηγός. Κανείς ποτέ δεν τόλμησε τον ύπνο του να διακόψει.
-Που είναι ο αρχηγός σας, τους ρώτησε ξανά, ενώ οι σφήκες ξεκίνησαν σιγά-σιγά να τους χαϊδεύουν τα ρουθούνια.
-Δεν έχουμε αρχηγό. Μόνοι τον τόπο μας ορίζουμε. Κι όταν τα μεσημέρια πέφτουμε και κοιμόμαστε, πάντα φροντίζουμε να αφήνουμε έναν από εμάς άγρυπνο των υπολοίπων τους ύπνους να φυλάει.
-Που είναι ο αρχηγός σας, ρώτησε ο απρόσκλητος για τρίτη και φαρμακερή φορά, την ώρα που οι σφήκες πια τρύπωναν μες στα αυτιά τους.
-Εσύ είσαι ο αρχηγός μας, φώναξαν τότε οι άνθρωποι κι αμέσως έστησαν γιορτή να τον καλωσορίσουν. Ξενύχτησαν γιορτάζοντας. Και το πρωί τους βρήκε όλους ο ήλιος μεθυσμένους. Οι σφήκες έφτιαχναν φωλιές στα αδειανά μπουκάλια τους κι ο ξένος είχε εξαφανιστεί χωρίς κανείς ξανά να το έχει καταλάβει.
Κανένας δεν τον είχε δει να έρχεται. Κι ας είχαν όλοι τόσο ενοχληθεί από το σαματά που έκανε ο φθόνος των εντόμων.
Δεν ήταν καθόλου σαν κι αυτούς. Τίποτα δεν τους θύμιζε. Ένα κοπάδι σφήκες χόρευε δαιμονικά γύρω από το πρόσωπό του. Με δυσκολία μπορούσε κανείς να πει με τι στ’ αλήθεια έμοιαζε. Κάποιοι είπανε μετά πως είχε μάτια πράσινα. Κάποιοι άλλοι είδαν μια βαθιά χαραγματιά να διαιρεί το μέτωπό του.
-Που είναι ο αρχηγός σας, τους ρώτησε με μια φωνή που ερχόταν από τα βάθη των πιο σιχαμερών ονείρων τους.
-Κοιμάται πάντα τα μεσημέρια ο αρχηγός. Κανείς ποτέ δεν τόλμησε τον ύπνο του να διακόψει.
-Που είναι ο αρχηγός σας, τους ρώτησε ξανά, ενώ οι σφήκες ξεκίνησαν σιγά-σιγά να τους χαϊδεύουν τα ρουθούνια.
-Δεν έχουμε αρχηγό. Μόνοι τον τόπο μας ορίζουμε. Κι όταν τα μεσημέρια πέφτουμε και κοιμόμαστε, πάντα φροντίζουμε να αφήνουμε έναν από εμάς άγρυπνο των υπολοίπων τους ύπνους να φυλάει.
-Που είναι ο αρχηγός σας, ρώτησε ο απρόσκλητος για τρίτη και φαρμακερή φορά, την ώρα που οι σφήκες πια τρύπωναν μες στα αυτιά τους.
-Εσύ είσαι ο αρχηγός μας, φώναξαν τότε οι άνθρωποι κι αμέσως έστησαν γιορτή να τον καλωσορίσουν. Ξενύχτησαν γιορτάζοντας. Και το πρωί τους βρήκε όλους ο ήλιος μεθυσμένους. Οι σφήκες έφτιαχναν φωλιές στα αδειανά μπουκάλια τους κι ο ξένος είχε εξαφανιστεί χωρίς κανείς ξανά να το έχει καταλάβει.
Κανένας δεν τον είχε δει να έρχεται. Κι ας είχαν όλοι τόσο ενοχληθεί από το σαματά που έκανε ο φθόνος των εντόμων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου