Μου ζήτησες μια ιστορία να σου πω.
Με έπεισες πως τα ‘λεγα ωραία.
Κι είπα κι εγώ να αφήσω τις παλιές.
Μια καινούρια απ’ την αρχή να φτιάξω.
Πήρα από σένα υλικά.
Πήρα εμάς για θέμα.
Έβαλε η τύχη από μόνη την πλοκή.
Κι οι αποστάσεις άπλωσαν τα πλοκάμια.
Κι ύστερα είπες, «καλά τα λες, μου άρεσε».
«Τι λες;», σου απάντησα εγώ.
«Κοίταξε! Γράφω ακόμα!»
Μα εσύ βιαζόσουν να γυρίσεις τις σελίδες σου.
Κι ας μάτωνε ο κόσμος μου απ’ το υγρό ακόμα μελάνι του γραπτού μου.
Ούτε καν για να στεγνώσει δεν περίμενες.
Δε νοιάστηκες, μήπως τα μουτζουρώσεις όλα αυτά.
Δε θέλησες το τέλος να ακούσεις.
Μα, δεν πειράζει, σκέφτηκα.
Μούσκεψα, στέγνωσα εγώ κι είπα να αρχίσω πάλι.
Σου ζήτησα μια ιστορία να σου πω.
Πίστεψα πια πως πράγματι τα έλεγα ωραία.
Κι είπα να αφήσω πίσω την άλλη τη μισή.
Μια άλλη, νέα, διαφορετική, απ’ την αρχή να γράψω.
Και τότε είπαν τα υλικά μου, «όχι, τώρα δε μπορώ».
Κι εσύ μου λες, «αυτό δε γίνεται, τώρα το θέμα δεν υπάρχει».
Ποιος σου είπε πως θέλω στο τώρα εγώ να ζω;
Ποιος σου είπε πως γράφω μονάχα για το τώρα;
Ποιος θα μπορούσε να μου απαγορεύσει να βλέπω το μετά;
Ποιος θα μπορούσε το αδύνατο ποτέ να έρθει να μου ζητήσει;
Μου ζήτησες μια ιστορία να σου πω.
Μου ζήτησες κι άλλα πολλά.
Δεν ξέρω αν πρόλαβα να σου τα δώσω όλα.
Σου έδωσα εμένα όμως κι αυτό ίσως να ήταν αρκετό.
Αφού από εμένα πιο πολύ άλλο να δώσω δεν υπάρχει.
Και τώρα πες μου, τι ζητάς;
Στο λέω, και πάλι, ζήτησε αλήθεια ό,τι θες!
Μονάχα, αλήθεια, σε παρακαλώ, μη μου ζητάς το αδύνατο!
Το αδύνατο, το τώρα, τι να τα κάνω όλα αυτά;
Άλλη είναι εμένα η δουλειά μου.
Με έπεισες πως τα ‘λεγα ωραία.
Κι είπα κι εγώ να αφήσω τις παλιές.
Μια καινούρια απ’ την αρχή να φτιάξω.
Πήρα από σένα υλικά.
Πήρα εμάς για θέμα.
Έβαλε η τύχη από μόνη την πλοκή.
Κι οι αποστάσεις άπλωσαν τα πλοκάμια.
Κι ύστερα είπες, «καλά τα λες, μου άρεσε».
«Τι λες;», σου απάντησα εγώ.
«Κοίταξε! Γράφω ακόμα!»
Μα εσύ βιαζόσουν να γυρίσεις τις σελίδες σου.
Κι ας μάτωνε ο κόσμος μου απ’ το υγρό ακόμα μελάνι του γραπτού μου.
Ούτε καν για να στεγνώσει δεν περίμενες.
Δε νοιάστηκες, μήπως τα μουτζουρώσεις όλα αυτά.
Δε θέλησες το τέλος να ακούσεις.
Μα, δεν πειράζει, σκέφτηκα.
Μούσκεψα, στέγνωσα εγώ κι είπα να αρχίσω πάλι.
Σου ζήτησα μια ιστορία να σου πω.
Πίστεψα πια πως πράγματι τα έλεγα ωραία.
Κι είπα να αφήσω πίσω την άλλη τη μισή.
Μια άλλη, νέα, διαφορετική, απ’ την αρχή να γράψω.
Και τότε είπαν τα υλικά μου, «όχι, τώρα δε μπορώ».
Κι εσύ μου λες, «αυτό δε γίνεται, τώρα το θέμα δεν υπάρχει».
Ποιος σου είπε πως θέλω στο τώρα εγώ να ζω;
Ποιος σου είπε πως γράφω μονάχα για το τώρα;
Ποιος θα μπορούσε να μου απαγορεύσει να βλέπω το μετά;
Ποιος θα μπορούσε το αδύνατο ποτέ να έρθει να μου ζητήσει;
Μου ζήτησες μια ιστορία να σου πω.
Μου ζήτησες κι άλλα πολλά.
Δεν ξέρω αν πρόλαβα να σου τα δώσω όλα.
Σου έδωσα εμένα όμως κι αυτό ίσως να ήταν αρκετό.
Αφού από εμένα πιο πολύ άλλο να δώσω δεν υπάρχει.
Και τώρα πες μου, τι ζητάς;
Στο λέω, και πάλι, ζήτησε αλήθεια ό,τι θες!
Μονάχα, αλήθεια, σε παρακαλώ, μη μου ζητάς το αδύνατο!
Το αδύνατο, το τώρα, τι να τα κάνω όλα αυτά;
Άλλη είναι εμένα η δουλειά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου