Την άλλη μέρα πέρασα από το μαγαζί του Ν. Γ. για να του επιστρέψω τα χρήματα που μου είχε δανείσει πριν φύγω για το Βέλγιο. Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για αυτόν, αν και δεν κατάλαβα για ποιο πράγμα χάρηκε πιο πολύ. Για μένα που με ξαναείδε, ενώ με είχε ξεγραμμένο ή για τα τέσσερα κατοστάρικα που νόμιζε πως δε θα τα ξαναέβλεπε ποτέ; Του τα επέστρεψα μαζί με ένα μικρό δώρο καθαρά συμβολικό -φόρο τιμής στα ξεπερασμένα και αφελή μέτρα προστασίας των υπέρλαμπρων δυτικοευρωπαϊκών μουσείων- κι αφού τον ευχαρίστησα για ακόμα μια φορά, του πρότεινα να κλείσει το κατάστημά του, όπου άλλωστε ποτέ κανένας δεν πατούσε, και να πάμε λίγο παρακάτω να πιούμε έναν καφέ σαν άνθρωποι. Έψαχνα τότε ακόμα απεγνωσμένα πρόθυμους ακροατές των περιπετειών μου, πιστεύοντας πως θα τις ξεφορτωνόμουν και μόνο με το να μιλάω σε άλλους για αυτές.
Το καφενείο στη γωνία είχε ανοίξει όσο εγώ έλειπα από την πόλη κ μέχρι να επιστρέψω είχε ήδη γίνει στέκι για αρκετούς από αυτούς που δεν φοβόντουσαν να πάνε μόνοι για καφέ χωρίς να τους παρεξηγήσουν. Εκείνο το πρωί, ο Ν. Γ. κι εγώ ήμασταν ο εξηκοστός και ο εξηκοστός πρώτος αντίστοιχα πελάτης του καφενείου εκείνου, που κάποιος, προφανώς αστειευόμενος, το είχε ονομάσει «η Άρνηση». Καθίσαμε στην άκρια ενός στενόμακρου ξύλινου τραπεζιού, δώσαμε την παραγγελία μας κι αρχίσαμε αμέσως να τα λέμε. Όμως τα λόγια μας με δυσκολία έφταναν από το στόμα του ενός ως τα αυτιά του άλλου, αφού η μουσική, που από τα μετέωρα ηχεία πλημμύριζε το μαγαζί, είχε ήδη σχηματίσει ανάμεσά μας ένα έντεχνο , αόρατο μα τόσο συμπαγές, ηχόφραγμα, που μόνο ίσως με κραυγές ήτανε δυνατό να σπάσει. Ο Ν.Γ. έσπευσε για λογαριασμό του καταστήματος να απολογηθεί λέγοντας πως όταν άνοιξε η «Άρνηση» οι ιδιοκτήτες της, άνθρωποι που ήρθαν από αλλού, είχαν αποφασίσει να φτιάξουνε ένα καφέ του οποίου πελάτες θα είχανε τη δυνατότητα να γράψουν, να διαβάσουν ακόμα και να μιλήσουν μεταξύ τους χαμηλόφωνα, χωρίς να βάζουν με το ζόρι την πρωινή τους τη διάθεση κάτω από την μελωδική επικυριαρχία κάποιων τραγουδιών που οι ίδιοι ίσως και ποτέ δε θα είχαν επιλέξει. Γρήγορα όμως το μετάνιωσαν, αφού είδαν τις πρώτες εβδομάδες λειτουργίας να περνούν μπροστά από αδειανά καθίσματα και από υποψήφιους θαμώνες που άνοιγαν την πόρτα, κοπάναγαν τα μούτρα τους πάνω στην εκκωφαντική σιωπή του μαγαζιού και ύστερα ρωτούσαν ντροπαλά «έχετε ανοίξει ή να περάσουμε αργότερα;». Έτσι αναγκάστηκαν να ανοίξουνε το ραδιόφωνο, αλλά προσπάθησαν και πάλι να κρατήσουνε την έντασή του χαμηλά, έτσι ώστε η μουσική να υπάρχει ως ένας ταπεινός και διακριτικός σχολιασμός πίσω από τις σκέψεις και τις κουβέντες των ανθρώπων. Δεν άργησε, ωστόσο, να χάσει και πάλι η προσφορά τη μάχη με τη ζήτηση, αφού ακόμα και οι ελάχιστοι πελάτες τους δεν δίσταζαν να τους επισημάνουν πόσο ψυχρός, γυμνός και αδιάφορος τους φαίνεται ο χώρος, ενώ αρνούνταν να δεχτούν πεισματικά πως το ήσυχο εκείνο σκηνικό το μόνο που έκανε ήταν να ξεγυμνώνει την αδιαφορία των ίδιων τους των συζητήσεων και την ψυχρότητα των προβληματισμών τους. Και κάπως έτσι βρεθήκαμε να πίνουμε τον καφέ μας και να κουβεντιάζουμε μέσα στον άφρενο ρυθμό των μουσικών επιλογών που η αόρατος αρχή, που λέει πως στον τόπο αυτόν μόνο ο πελάτης κι ο νεκρός έχουνε πάντα δίκιο, μας είχε επιβάλει.
Ο Ν.Γ. δεν ήθελε να με στενοχωρήσει και δείχνοντας μου ένα άδειο τραπεζάκι έξω από το μαγαζί μου πρότεινε, παρά το ελαφρύ μα επίμονο συνάχι του, να μετακινηθούμε. Μαζέψαμε τους καπνούς και τους καφέδες μας, φορέσαμε πάλι τα παλτά μας και βγήκαμε έξω στο πεζοδρόμιο. «Ξέρεις γιατί γίνεται αυτό», με ρώτησε καθώς ακούμπαγε την πλάτη του πάνω στην τζαμαρία που παλλόταν από τα μέσα ντεσιμπέλ και κόντευε να σπάσει. Γιατί στη χώρα αυτή όλοι φοβούνται τη σιωπή, απάντησα έχοντας ακόμα στο μυαλό μου τα ήσυχα καφέ των Βρυξελλών, όπου μπορούσες ακόμα και να αφουγκραστείς τον ήχο του φιλιού, την ώρα που τα χείλη ξεκολλούσαν, από το κρυμμένο, εκεί στο βάθος, παράνομο ζευγάρι. «Σωστά», αυτός επιδοκίμασε, «γιατί όλοι, όταν βρεθούνε μόνοι τους, αρνούνται να δώσουν προσοχή στη σκέψη τους και όταν είναι με παρέα, τρομάζουν μήπως οι παύσεις ανάμεσα στα λόγια αποκαλύψουν τις πραγματικές προθέσεις τους. Έχεις ποτέ προσέξει πως όταν μια παρέα συζητά και ξαφνικά κανείς δεν έχει κάτι άλλο να προσθέσει, τότε πάντα ο πιο δειλός από αυτούς πετάγεται για να διαλύσει αυτήν την παύση όσο πιο γρήγορα μπορεί κατά κανόνα ξεστομίζοντας την πιο μεγάλη κουταμάρα; Κάποτε έλεγαν πως όταν η παρέα σταματάει να μιλά, τότε είναι κάποιος άγγελος που από δίπλα της περνάει. Τώρα όλοι βλέπουνε στη σιωπή τον διάβολο και προσπαθούν με όποιον τρόπο μπορούν από το τραπέζι μακριά να τον ξορκίσουν. Και να το ξέρεις, τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά μέσα σε αυτές τις παύσεις είναι που αποκαλύπτονται. Όταν κανείς δε βρίσκει τι να πει, μόνο και μόνο για να ξορκίσει τον τρόμο της σιωπής, λέει εκείνο τελικά που θα έπρεπε μέσα του για πάντα να φυλάξει.»
Αφού ο Ν.Γ. ολοκλήρωσε το σοφό αυτόν συλλογισμό, άναψε το τσιγάρο του κι άρχισε να πίνει τον καφέ που είχε ήδη κρυώσει. Εγώ δεν έβρισκα κάτι να συμπληρώσω σε αυτά, αφού, αν και δεν τα είχα όλα αυτά έτσι ποτέ σκεφτεί, σίγουρα πάντως συμφωνούσα. Τέλειωσα τον δικό μου τον καφέ, έστριψα σχολαστικά ακόμα ένα τσιγάρο, έριξα μια προσεχτική ματιά πάνω-κάτω στο δρόμο, κοίταξα τον Ν.Γ. για άλλη μια φορά, πήγα κάτι να πω, μα αμέσως το μετάνιωσα. Αυτός, πλέον αμίλητος, έμοιαζε να παρατηρεί τον τοίχο απέναντί του. Για μια στιγμή ένιωσα στ’ αλήθεια πως βαριέμαι. Καλύτερα να σηκωθώ να φύγω, σκέφτηκα. Μήπως να του τω πω; Όχι, όχι δεν πρέπει. Αλλά γιατί; Όλο και κάποιος καλοθελητής στο τέλος θα βρεθεί να του το πει. Κάποτε σίγουρα θα το μάθει. Γιατί όχι εκείνη τη στιγμή; Γιατί όχι από εμένα; Τον σκούντηξα. Γύρισε και με κοίταξε. Μάντεψε, είπα, ποια συνάντησα τυχαία στην Αμβέρσα!
Το καφενείο στη γωνία είχε ανοίξει όσο εγώ έλειπα από την πόλη κ μέχρι να επιστρέψω είχε ήδη γίνει στέκι για αρκετούς από αυτούς που δεν φοβόντουσαν να πάνε μόνοι για καφέ χωρίς να τους παρεξηγήσουν. Εκείνο το πρωί, ο Ν. Γ. κι εγώ ήμασταν ο εξηκοστός και ο εξηκοστός πρώτος αντίστοιχα πελάτης του καφενείου εκείνου, που κάποιος, προφανώς αστειευόμενος, το είχε ονομάσει «η Άρνηση». Καθίσαμε στην άκρια ενός στενόμακρου ξύλινου τραπεζιού, δώσαμε την παραγγελία μας κι αρχίσαμε αμέσως να τα λέμε. Όμως τα λόγια μας με δυσκολία έφταναν από το στόμα του ενός ως τα αυτιά του άλλου, αφού η μουσική, που από τα μετέωρα ηχεία πλημμύριζε το μαγαζί, είχε ήδη σχηματίσει ανάμεσά μας ένα έντεχνο , αόρατο μα τόσο συμπαγές, ηχόφραγμα, που μόνο ίσως με κραυγές ήτανε δυνατό να σπάσει. Ο Ν.Γ. έσπευσε για λογαριασμό του καταστήματος να απολογηθεί λέγοντας πως όταν άνοιξε η «Άρνηση» οι ιδιοκτήτες της, άνθρωποι που ήρθαν από αλλού, είχαν αποφασίσει να φτιάξουνε ένα καφέ του οποίου πελάτες θα είχανε τη δυνατότητα να γράψουν, να διαβάσουν ακόμα και να μιλήσουν μεταξύ τους χαμηλόφωνα, χωρίς να βάζουν με το ζόρι την πρωινή τους τη διάθεση κάτω από την μελωδική επικυριαρχία κάποιων τραγουδιών που οι ίδιοι ίσως και ποτέ δε θα είχαν επιλέξει. Γρήγορα όμως το μετάνιωσαν, αφού είδαν τις πρώτες εβδομάδες λειτουργίας να περνούν μπροστά από αδειανά καθίσματα και από υποψήφιους θαμώνες που άνοιγαν την πόρτα, κοπάναγαν τα μούτρα τους πάνω στην εκκωφαντική σιωπή του μαγαζιού και ύστερα ρωτούσαν ντροπαλά «έχετε ανοίξει ή να περάσουμε αργότερα;». Έτσι αναγκάστηκαν να ανοίξουνε το ραδιόφωνο, αλλά προσπάθησαν και πάλι να κρατήσουνε την έντασή του χαμηλά, έτσι ώστε η μουσική να υπάρχει ως ένας ταπεινός και διακριτικός σχολιασμός πίσω από τις σκέψεις και τις κουβέντες των ανθρώπων. Δεν άργησε, ωστόσο, να χάσει και πάλι η προσφορά τη μάχη με τη ζήτηση, αφού ακόμα και οι ελάχιστοι πελάτες τους δεν δίσταζαν να τους επισημάνουν πόσο ψυχρός, γυμνός και αδιάφορος τους φαίνεται ο χώρος, ενώ αρνούνταν να δεχτούν πεισματικά πως το ήσυχο εκείνο σκηνικό το μόνο που έκανε ήταν να ξεγυμνώνει την αδιαφορία των ίδιων τους των συζητήσεων και την ψυχρότητα των προβληματισμών τους. Και κάπως έτσι βρεθήκαμε να πίνουμε τον καφέ μας και να κουβεντιάζουμε μέσα στον άφρενο ρυθμό των μουσικών επιλογών που η αόρατος αρχή, που λέει πως στον τόπο αυτόν μόνο ο πελάτης κι ο νεκρός έχουνε πάντα δίκιο, μας είχε επιβάλει.
Ο Ν.Γ. δεν ήθελε να με στενοχωρήσει και δείχνοντας μου ένα άδειο τραπεζάκι έξω από το μαγαζί μου πρότεινε, παρά το ελαφρύ μα επίμονο συνάχι του, να μετακινηθούμε. Μαζέψαμε τους καπνούς και τους καφέδες μας, φορέσαμε πάλι τα παλτά μας και βγήκαμε έξω στο πεζοδρόμιο. «Ξέρεις γιατί γίνεται αυτό», με ρώτησε καθώς ακούμπαγε την πλάτη του πάνω στην τζαμαρία που παλλόταν από τα μέσα ντεσιμπέλ και κόντευε να σπάσει. Γιατί στη χώρα αυτή όλοι φοβούνται τη σιωπή, απάντησα έχοντας ακόμα στο μυαλό μου τα ήσυχα καφέ των Βρυξελλών, όπου μπορούσες ακόμα και να αφουγκραστείς τον ήχο του φιλιού, την ώρα που τα χείλη ξεκολλούσαν, από το κρυμμένο, εκεί στο βάθος, παράνομο ζευγάρι. «Σωστά», αυτός επιδοκίμασε, «γιατί όλοι, όταν βρεθούνε μόνοι τους, αρνούνται να δώσουν προσοχή στη σκέψη τους και όταν είναι με παρέα, τρομάζουν μήπως οι παύσεις ανάμεσα στα λόγια αποκαλύψουν τις πραγματικές προθέσεις τους. Έχεις ποτέ προσέξει πως όταν μια παρέα συζητά και ξαφνικά κανείς δεν έχει κάτι άλλο να προσθέσει, τότε πάντα ο πιο δειλός από αυτούς πετάγεται για να διαλύσει αυτήν την παύση όσο πιο γρήγορα μπορεί κατά κανόνα ξεστομίζοντας την πιο μεγάλη κουταμάρα; Κάποτε έλεγαν πως όταν η παρέα σταματάει να μιλά, τότε είναι κάποιος άγγελος που από δίπλα της περνάει. Τώρα όλοι βλέπουνε στη σιωπή τον διάβολο και προσπαθούν με όποιον τρόπο μπορούν από το τραπέζι μακριά να τον ξορκίσουν. Και να το ξέρεις, τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά μέσα σε αυτές τις παύσεις είναι που αποκαλύπτονται. Όταν κανείς δε βρίσκει τι να πει, μόνο και μόνο για να ξορκίσει τον τρόμο της σιωπής, λέει εκείνο τελικά που θα έπρεπε μέσα του για πάντα να φυλάξει.»
Αφού ο Ν.Γ. ολοκλήρωσε το σοφό αυτόν συλλογισμό, άναψε το τσιγάρο του κι άρχισε να πίνει τον καφέ που είχε ήδη κρυώσει. Εγώ δεν έβρισκα κάτι να συμπληρώσω σε αυτά, αφού, αν και δεν τα είχα όλα αυτά έτσι ποτέ σκεφτεί, σίγουρα πάντως συμφωνούσα. Τέλειωσα τον δικό μου τον καφέ, έστριψα σχολαστικά ακόμα ένα τσιγάρο, έριξα μια προσεχτική ματιά πάνω-κάτω στο δρόμο, κοίταξα τον Ν.Γ. για άλλη μια φορά, πήγα κάτι να πω, μα αμέσως το μετάνιωσα. Αυτός, πλέον αμίλητος, έμοιαζε να παρατηρεί τον τοίχο απέναντί του. Για μια στιγμή ένιωσα στ’ αλήθεια πως βαριέμαι. Καλύτερα να σηκωθώ να φύγω, σκέφτηκα. Μήπως να του τω πω; Όχι, όχι δεν πρέπει. Αλλά γιατί; Όλο και κάποιος καλοθελητής στο τέλος θα βρεθεί να του το πει. Κάποτε σίγουρα θα το μάθει. Γιατί όχι εκείνη τη στιγμή; Γιατί όχι από εμένα; Τον σκούντηξα. Γύρισε και με κοίταξε. Μάντεψε, είπα, ποια συνάντησα τυχαία στην Αμβέρσα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου