Την πρώτη εκείνη τη φορά που ζευγαρώσανε -όχι την πρώτη πρώτη, φυσικά, μα μία από τις πρώτες- ήταν κι η πρώτη η φορά που κάποτε, χρόνια μετά, αυτός θα έφτανε να ευχότανε να ήταν η τελευταία.
Ήταν στο τέλος του καλοκαιριού, μπορεί Σεπτέμβρης ήδη.
Είχανε πάει για τσίπουρα και ήταν μεσημέρι. Αυτός είχε να πάει μετά σε μια δουλειά. Αυτή κάτι είχε κανονίσει. Την ώρα όμως που αδειάζαν τα ποτήρια τους κάτι θυμήθηκε αυτός κι είπε να αλλάξει σχέδια και να της το θυμίσει.
«Πάμε από το σπίτι σου μετά;» τη ρώτησε.
«Δεν έχω σπίτι πια. Το άφησα. Το ξέχασες; Θα φύγω.»
«Περίεργο πράγμα», τότε σκέφτηκε και τώρα πια μου λέει. «Μόλις το ένα θυμηθώ, ξεχνάω όλα τα άλλα.» Σε μένα, είπα να του πω, συμβαίνει το αντίθετο: τα όλα για να θυμηθώ, ξεχνάω πάντα το ένα. Και όχι ένα «ένα» γενικά, μα πάντα αυτό το ίδιο. Ξέχνα το, όμως, και συνέχισε! Δεν ξαναδιακόπτω.
«Ας, πάμε στο δικό μου τότε!», της πρότεινε επίμονα.
«Μα και εσύ δεν έχεις. Τώρα μόλις επέστρεψες. Ακόμα σπίτι ψάχνεις.»
«Πάμε τότε και βλέπουμε. Θα βρούμε κάποια λύση.» Σηκώθηκαν, πληρώσανε και έφυγαν μέσα από τα στενά, σαν κάποιος να τους κυνηγούσε.
Ήταν ακόμα καλοκαίρι. Ίσως και να είχε έρθει ο Σεπτέμβριος. Πριν κάτσουνε για τσίπουρα, είχαν πάει μια βόλτα ως τη θάλασσα. Κολύμπησαν για λίγη ώρα στα ρηχά κι ύστερα είπαν σχεδόν ταυτόχρονα και οι δυο, πάμε λίγο πιο μέσα. Ξαπλώσανε στην αμμουδιά και με τον ήλιο να τους κοιτά κατάματα, έκαναν σχέδια κοινά χωρίς να πουν κουβέντα.
Άρχισαν να δαγκώνονται από το αμάξι ακόμα. Στο δρόμο βγάλανε τα ρούχα τους. Στο ασανσέρ απαλλαχθήκανε από ότι άλλο περιττό θα τους καθυστερούσε. Και όταν πια βρεθήκαν στο διάδρομο, είχανε απομείνει μόνοι.
Ακούμπησε τη μύτη του στο στήθος της. Η θάλασσα, ο ήλιος, ο γλυκάνισος, είχαν για τα καλά ποτίσει το κορμί της. Αυτός μύριζε δρόμο και το ήξερε. Γνώριζε πως για το λόγο αυτόν, τον συμπαθούσαν τα αδέσποτα. Πως για τον ίδιο λόγο ακριβώς οι άστεγοι λιγάκι τον μισούσαν. Και καταλάβαινε καλά πως ήταν ακριβώς αυτή του δρόμου η οσμή που αυτή αναζητούσε.
Δεν πρόλαβαν να ξεπλυθούν. Καλά-καλά δεν τα κατάφεραν να μπουν σε κάποιο διαμέρισμα. Εκεί, πηδήχθηκαν στα όρθια, με αυτήν σε κάποια πόρτα να στηρίζεται κι αυτός όλες τις πύλες να γκρεμίζει. Πηδήχθηκαν για ώρα την πόρτα κάποιου σπιτιού βαρώντας ρυθμικά, κι ούτε που σκέφτηκε κανείς «ποιος είναι» να ρωτήσει.
Στο τέλος οι ίδιοι αναρωτήθηκαν, «ποιος είναι τέτοια ώρα;»
«Εμείς!», οι ίδιοι τους απάντησαν.
«Ποιοι εσείς;», ξαναρωτήσανε.
«Εμείς μετά τα τσίπουρα. Εμείς στο τέλος του καλοκαιριού - σχεδόν μες στο Σεπτέμβριο. Εμείς του ήλιου. Του μεσημεριού. Εμείς και όλοι οι άλλοι.»
Είχανε πάει για τσίπουρα και ήταν μεσημέρι. Αυτός είχε να πάει μετά σε μια δουλειά. Αυτή κάτι είχε κανονίσει. Την ώρα όμως που αδειάζαν τα ποτήρια τους κάτι θυμήθηκε αυτός κι είπε να αλλάξει σχέδια και να της το θυμίσει.
«Πάμε από το σπίτι σου μετά;» τη ρώτησε.
«Δεν έχω σπίτι πια. Το άφησα. Το ξέχασες; Θα φύγω.»
«Περίεργο πράγμα», τότε σκέφτηκε και τώρα πια μου λέει. «Μόλις το ένα θυμηθώ, ξεχνάω όλα τα άλλα.» Σε μένα, είπα να του πω, συμβαίνει το αντίθετο: τα όλα για να θυμηθώ, ξεχνάω πάντα το ένα. Και όχι ένα «ένα» γενικά, μα πάντα αυτό το ίδιο. Ξέχνα το, όμως, και συνέχισε! Δεν ξαναδιακόπτω.
«Ας, πάμε στο δικό μου τότε!», της πρότεινε επίμονα.
«Μα και εσύ δεν έχεις. Τώρα μόλις επέστρεψες. Ακόμα σπίτι ψάχνεις.»
«Πάμε τότε και βλέπουμε. Θα βρούμε κάποια λύση.» Σηκώθηκαν, πληρώσανε και έφυγαν μέσα από τα στενά, σαν κάποιος να τους κυνηγούσε.
Ήταν ακόμα καλοκαίρι. Ίσως και να είχε έρθει ο Σεπτέμβριος. Πριν κάτσουνε για τσίπουρα, είχαν πάει μια βόλτα ως τη θάλασσα. Κολύμπησαν για λίγη ώρα στα ρηχά κι ύστερα είπαν σχεδόν ταυτόχρονα και οι δυο, πάμε λίγο πιο μέσα. Ξαπλώσανε στην αμμουδιά και με τον ήλιο να τους κοιτά κατάματα, έκαναν σχέδια κοινά χωρίς να πουν κουβέντα.
Άρχισαν να δαγκώνονται από το αμάξι ακόμα. Στο δρόμο βγάλανε τα ρούχα τους. Στο ασανσέρ απαλλαχθήκανε από ότι άλλο περιττό θα τους καθυστερούσε. Και όταν πια βρεθήκαν στο διάδρομο, είχανε απομείνει μόνοι.
Ακούμπησε τη μύτη του στο στήθος της. Η θάλασσα, ο ήλιος, ο γλυκάνισος, είχαν για τα καλά ποτίσει το κορμί της. Αυτός μύριζε δρόμο και το ήξερε. Γνώριζε πως για το λόγο αυτόν, τον συμπαθούσαν τα αδέσποτα. Πως για τον ίδιο λόγο ακριβώς οι άστεγοι λιγάκι τον μισούσαν. Και καταλάβαινε καλά πως ήταν ακριβώς αυτή του δρόμου η οσμή που αυτή αναζητούσε.
Δεν πρόλαβαν να ξεπλυθούν. Καλά-καλά δεν τα κατάφεραν να μπουν σε κάποιο διαμέρισμα. Εκεί, πηδήχθηκαν στα όρθια, με αυτήν σε κάποια πόρτα να στηρίζεται κι αυτός όλες τις πύλες να γκρεμίζει. Πηδήχθηκαν για ώρα την πόρτα κάποιου σπιτιού βαρώντας ρυθμικά, κι ούτε που σκέφτηκε κανείς «ποιος είναι» να ρωτήσει.
Στο τέλος οι ίδιοι αναρωτήθηκαν, «ποιος είναι τέτοια ώρα;»
«Εμείς!», οι ίδιοι τους απάντησαν.
«Ποιοι εσείς;», ξαναρωτήσανε.
«Εμείς μετά τα τσίπουρα. Εμείς στο τέλος του καλοκαιριού - σχεδόν μες στο Σεπτέμβριο. Εμείς του ήλιου. Του μεσημεριού. Εμείς και όλοι οι άλλοι.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου