Συνήθως τις αποφεύγω τις λεπτομερείς περιγραφές, μα για το φίλο μας το Χάρη θα κάνω μια εξαίρεση. Ο Χάρης είναι τριανταεπτά ετών, αδύνατος σαν σκελετός, μαυριδερός σαν γύφτος, μετρίου αναστήματος, σχεδόν πάντα αχτένιστος, πάντα τσαλακωμένος και γενικά καλό παιδί, ευγενικό και λιγομίλητο. Από τα άτομα αυτά που σπάνια περνούν μέσα από τα βιβλία και καταφέρουνε να ζουν μια μυστική ζωή, αόρατοι σχεδόν από τις βάναυσες ματιές των άλλων των ανθρώπων. Μόνο που ο φίλος μας συγκέντρωνε τρία ελαττώματα που οι συγγραφείς σπάνια συγχωρούνε. Πρώτον έβλεπε όνειρα, δεύτερον τα θυμόταν και τρίτον και χειρότερο επέλεγε να τα αφηγηθεί πάντα σε λάθος άνθρωπο.
«Γνωρίζεις από όνειρα;» ήρθε ένα βράδυ και με ρώτησε τραβώντας νευρικά το διπλανό σκαμπό και ρίχνοντας τριγύρω βλέμματα ανήσυχα, σα να τον κυνηγάνε. Μου έλεγε, θυμάμαι, η γιαγιά μου πως τα άσχημα πρέπει να τα συζητάμε μονάχα το πρωί για να ξορκίζουμε έτσι, με το φως της μέρας, το κακό και τον ανυποψίαστο ακροατή να μην τρομοκρατούμε, είπα και δείχνοντάς του το ρολόι πάνω από το μπαρ συμπλήρωσα, μήπως λοιπόν να περιμένουμε, σε λίγο ξημερώνει; Αλλά ο Χάρης ανυπόμονος, αψήφησε όλες της γιαγιάς τις συμβουλές και άρχισε να αφηγείται: «Είχα που λες κατέβει στην Αθήνα και λέω, δεν πάω και μια βόλτα από το Σύνταγμα να δω τι παίζει με αυτούς τους Αγανακτισμένους. Και ανεβαίνω λέει πάνω στο ποδήλατο –άγνωστο πώς το είχα κουβαλήσει εκεί κάτω- και αρχίζω να κατηφορίζω την Πανεπιστημίου.» Μάλλον θα πήγαινες ανάποδα, τον διακόπτω βλακωδώς. «Ρε Γιάννη! Όνειρο ήτανε, γαμώτο! Που λες και φτάνω τελικά στο Σύνταγμα, οπού γινόταν ο κακός χαμός! Αλήθεια τόσο κόσμο μέσα στο όνειρο δεν έχω ξαναδεί! Και όλοι κάτι έκαναν, κουβέντιαζαν, μαγείρευαν, έπαιζαν, τραγουδούσαν. Σου λέω, επανάσταση! Πάρκαρα το ποδήλατο και χώθηκα αμέσως και εγώ ανάμεσα στο πλήθος. Κι εκεί που χάζευα το κίνημα, αναζητώντας μήπως βρω κι εγώ κάποιον ρόλο να παίξω, βλέπω έναν τύπο απέναντι μου ξαφνικά να στέκεται και έκπληκτος πολύ να με κοιτάζει. Δεν πρόλαβα να αναρωτηθώ γιατί κι αυτός τότε με δείχνει στους υπόλοιπους και βάζει μια φωνή: Παιδιά, κοιτάξτε! Ο Πάγκαλος! Για μια στιγμή απόλυτη σιωπή σαρώνει την πλατεία και όλοι τους καρφώνουνε ταυτόχρονα τα μάτια τους σε μένα. Ούτε που πρόλαβα να διαμαρτυρηθώ, άχνα δεν πρόλαβα να βγάλω και είδα τους όλους να χιμούνε πάνω μου να με κατασπαράξουν.» Τι λες τώρα; Και μετά; «Τι και μετά; Εσύ, τι λες να έγινε μετά; Ξύπνησα ιδρωμένος.»
Λίγες μέρες αργότερα, μια «φίλη» έγραψε στον τοίχο της, «δε γίνεται να περάσω από το Σύνταγμα, χωρίς να φοβηθώ πως θα με θεωρήσουνε οι μεν εθνική μειοδότρια και οι δε γρανάζι του συστήματος». Οι φόβοι και των δυο στο τέλος αποδείχθηκαν αβάσιμοι. Μέσα Ιουλίου το κίνημα τις εργασίες του διέκοψε για καλοκαιρινές διακοπές και έδωσε σαν σινεμαδάκι ραντεβού για τις αρχές Σεπτέμβρη.
«Γνωρίζεις από όνειρα;» ήρθε ένα βράδυ και με ρώτησε τραβώντας νευρικά το διπλανό σκαμπό και ρίχνοντας τριγύρω βλέμματα ανήσυχα, σα να τον κυνηγάνε. Μου έλεγε, θυμάμαι, η γιαγιά μου πως τα άσχημα πρέπει να τα συζητάμε μονάχα το πρωί για να ξορκίζουμε έτσι, με το φως της μέρας, το κακό και τον ανυποψίαστο ακροατή να μην τρομοκρατούμε, είπα και δείχνοντάς του το ρολόι πάνω από το μπαρ συμπλήρωσα, μήπως λοιπόν να περιμένουμε, σε λίγο ξημερώνει; Αλλά ο Χάρης ανυπόμονος, αψήφησε όλες της γιαγιάς τις συμβουλές και άρχισε να αφηγείται: «Είχα που λες κατέβει στην Αθήνα και λέω, δεν πάω και μια βόλτα από το Σύνταγμα να δω τι παίζει με αυτούς τους Αγανακτισμένους. Και ανεβαίνω λέει πάνω στο ποδήλατο –άγνωστο πώς το είχα κουβαλήσει εκεί κάτω- και αρχίζω να κατηφορίζω την Πανεπιστημίου.» Μάλλον θα πήγαινες ανάποδα, τον διακόπτω βλακωδώς. «Ρε Γιάννη! Όνειρο ήτανε, γαμώτο! Που λες και φτάνω τελικά στο Σύνταγμα, οπού γινόταν ο κακός χαμός! Αλήθεια τόσο κόσμο μέσα στο όνειρο δεν έχω ξαναδεί! Και όλοι κάτι έκαναν, κουβέντιαζαν, μαγείρευαν, έπαιζαν, τραγουδούσαν. Σου λέω, επανάσταση! Πάρκαρα το ποδήλατο και χώθηκα αμέσως και εγώ ανάμεσα στο πλήθος. Κι εκεί που χάζευα το κίνημα, αναζητώντας μήπως βρω κι εγώ κάποιον ρόλο να παίξω, βλέπω έναν τύπο απέναντι μου ξαφνικά να στέκεται και έκπληκτος πολύ να με κοιτάζει. Δεν πρόλαβα να αναρωτηθώ γιατί κι αυτός τότε με δείχνει στους υπόλοιπους και βάζει μια φωνή: Παιδιά, κοιτάξτε! Ο Πάγκαλος! Για μια στιγμή απόλυτη σιωπή σαρώνει την πλατεία και όλοι τους καρφώνουνε ταυτόχρονα τα μάτια τους σε μένα. Ούτε που πρόλαβα να διαμαρτυρηθώ, άχνα δεν πρόλαβα να βγάλω και είδα τους όλους να χιμούνε πάνω μου να με κατασπαράξουν.» Τι λες τώρα; Και μετά; «Τι και μετά; Εσύ, τι λες να έγινε μετά; Ξύπνησα ιδρωμένος.»
Λίγες μέρες αργότερα, μια «φίλη» έγραψε στον τοίχο της, «δε γίνεται να περάσω από το Σύνταγμα, χωρίς να φοβηθώ πως θα με θεωρήσουνε οι μεν εθνική μειοδότρια και οι δε γρανάζι του συστήματος». Οι φόβοι και των δυο στο τέλος αποδείχθηκαν αβάσιμοι. Μέσα Ιουλίου το κίνημα τις εργασίες του διέκοψε για καλοκαιρινές διακοπές και έδωσε σαν σινεμαδάκι ραντεβού για τις αρχές Σεπτέμβρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου