Τη μέρα εκείνη με ξύπνησε η βροχή. Την ένιωσα να με χτυπάει στο μάγουλο, πριν καν προλάβω να σκεφτώ πως ήμουν πάλι ζωντανός. Κι έτσι, ενώ επέστρεφα από τον ύπνο και το θάνατο, μία αφηρημένη αίσθηση ζωής συνέχιζε πεισματικά να ψιχαλίζει το κόστος της ανάστασης πάνω στο πρόσωπό μου.
Και ύστερα άνοιξα τα μάτια μου ξανά και είδα. Όλα ήταν εκεί, όπως τα είχα αφήσει ακέραια και αμετάβλητα - το κελί μου, το κρεβάτι μου, εγώ κι ένα τετράγωνο παράθυρο από πάνω μου να μου επιστρέφει τον παλιό εξατμισμένο μου εαυτό.
Ακόμα δεν τολμούσα καν να κουνηθώ. Ούτε πλευρό δεν ήθελα να αλλάξω. Σαν να φοβόμουν, μήπως ήταν και αυτό μια ακόμα νεκρική ψευδαίσθηση, που θα μπορούσε ξαφνικά να διαλυθεί με μια μου κίνηση τυχαία και επιπόλαιη.
Άρχισα προσεκτικά να σφίγγω, τον έναν μετά τον άλλον, όλους μου τους μυς, ενώ αφουγκραζόμουν με χαρά τους γνώριμους ήχους των ζωτικών οργάνων μου.
Και ύστερα αναρωτήθηκα το όνομά μου και μου έδωσα αμέσως τη σωστή απάντηση - ήμουν και πάλι ζωντανός. Αμήχανος και αδρανής ακόμα, μα αλήθεια ζωντανός. Και είχα ακόμα τόσα πολλά να κάνω. Κι ενώ ένας άγριος ενθουσιασμός συνόδευε αυτή τη σκέψη μου, η βροχή από ψηλά ολοένα και δυνάμωνε, δίνοντας στην ανάστασή μου έναν τόνο ξέφρενου πανηγυριού, που μόλις είχε αρχίσει.
Και τότε ήρθε από το βάθος του κελιού μια απρόσκλητη νέα κακοαίσθηση να μου σκορπίσει φθονερά όλες μου τις μεγάλες αποφάσεις.
Όπως παρέμενα ακόμα ξαπλωμένος κάτω από τη βροχή και είχα την πλάτη γυρισμένη στη σιδερένια πόρτα, ένιωσα πως δεν ήμουν μόνος μέσα στο δωμάτιο. Άκουσα ενός τσιγάρου το σφύριγμα της εκπνοής και αμέσως η λερωμένη μυρωδιά του καπνιστή τρύπωσε μέσα στα ρουθούνια μου. Ανασηκώθηκα απότομα, λες και ήθελα να αιφνιδιάσω την ίδια την ιδέα μου, τινάσσοντας έτσι από πάνω μου τις τρομαγμένες σταγόνες τις βροχής, που αδιάφορη συνέχιζε να πέφτει.
Και τότε είδα την αποτρόπαιη ιδέα εκεί, απέναντί μου, να ενσαρκώνεται. Ήταν εκεί, μπροστά στα μάτια μου. Αν άπλωνα το χέρι μου, σχεδόν τον ακουμπούσα. Χωμένος στην τεράστια πανάρχαια πολυθρόνα, να με κοιτάζει μέσα από το μαυρισμένο δέρμα του και κάτω από το κατάλευκο κουστούμι του να μου χαμογελάει.
«Καλημέρα! Θα σε συμβούλευα να κάτσεις κάπου αλλού. Τέτοια εποχή ο καιρός δεν αστειεύεται. Μπορεί και να κρυώσεις;»
Ποιος είσαι πάλι εσύ; «Τόσο πολύ έχω αλλάξει, άραγε, που δε με αναγνωρίζεις;»
Πως μπήκες εδώ μέσα; «Αυτή είναι μια ερώτηση που θα έπρεπε να κάνεις στον ίδιο σου τον εαυτό. Εγώ ήρθα εδώ, γιατί εσύ το ζήτησες.»
Δε ζήτησα τίποτα ποτέ. Ποτέ και από κανέναν. Το μόνο που θέλω είναι να φύγω από εδώ. Αν ούτε εσύ μπορείς να κάνεις κάτι για αυτό, τότε εξαφανίσου! Και φεύγοντας, πάρε και τη γελοία πολυθρόνα σου μαζί! «Άκου να δεις, ο διευθυντής της φυλακής σου με ειδοποίησε πως θέλεις να μου μιλήσεις. Αλλιώς δεν είχα και καμία μεγάλη όρεξη να ταξιδέψω μέχρι εδώ για να ακούω τώρα τις φωνές σου. Αν το μετάνιωσες, γυρίζω πίσω αμέσως. Αλλά να ξέρεις πως το ταξίδι αυτό, όπως και να έχει, εσύ θα το πληρώσεις.»
Ποιος διάολος είσαι και τι ζητάς; Τι ηλίθιο παιχνίδι είναι πάλι αυτό; Ποιος το έχει επινοήσει; «Είσαι σίγουρος πως θέλεις να ακούσεις την απάντηση;»
Πως είναι δυνατό να ζήτησα να με επισκεφτεί κάποιος που δε γνωρίζω; «Θέλεις να πεις ότι αυτό ποτέ σου δεν το έχεις ξανακάνει; Δεν έχεις προσκαλέσει άγνωστα φάσματα ποτέ και ανύπαρκτες γυναίκες, να σου χτυπήσουν δήθεν απροειδοποίητα την πόρτα σου; Ποτέ δεν έχεις στρώσει το τραπέζι σου ξανά ή το κρεβάτι σου για να δεχτείς μυστήριους επισκέπτες, που μια μέρα πριν δε γνώριζες και την επόμενη ήδη είχες ξεχάσει;»
Δεν είναι το ίδιο. Δεν ήμουν πάντοτε εγώ. «Και όμως, δεν ήταν άλλος. Και αν δεν ήσουν εσύ ο ίδιος κάποτε, ήσουν κάποιος παρόμοιος εσύ που πάλι εσύ είχες κατασκευάσει. Το ίδιο είναι. Εμένα πάντως με γνωρίζεις. Όσο και αν τώρα υποκρίνεσαι, το ξέρεις καλά πως έχουμε ξανασυστηθεί πολλές φορές οι δυο μας.»
Η βροχή άρχισε να γίνεται ενοχλητική κι έτσι τραβήχτηκα στην άκρια του κρεβατιού για να την αποφύγω. Ο επισκέπτης μου συνέχιζε ήρεμος να καπνίζει το τσιγάρο του. Με έβαλε για μια στιγμή σε πειρασμό, μα γρήγορα το κίτρινο χαμόγελό του με θύμισε το μόνο ίσως κέρδος που μου είχε αφήσει ως τότε ο εγκλεισμός.
Θυμήθηκα τη σωστή ερώτηση.
Μπορώ να μάθω για ποιο λόγο έχω βρεθεί εδώ; «Τώρα αν σου πω γιατί εσύ το ζήτησες, θα νευριάσεις πάλι;»
Όχι, είναι αλήθεια. Μα όπως κάποια κακιά στιγμή το ζήτησα, έτσι και τώρα σε πληροφορώ πως απαιτώ να φύγω. «Αυτό ήταν λοιπόν; Ώστε για αυτό μέχρι εδώ με έφερες; Μόνο και μόνο επειδή έχεις αλλάξει γνώμη; Τι μεταμέλειες περιττές, τι μάταιες…»
Γιατί; Δεν έχω το δικαίωμα; «Νομίζεις άραγε πως επειδή ζεις στη δικιά σου ιστορία, μπορείς να κάνεις ό,τι θες και όποτε δε σου βγαίνει η πλοκή να αλλάζεις μόνος σου όλα τα δεδομένα;»
Και βέβαια μπορώ – μου έχει αναγνωριστεί από καιρό αυτή η εξουσία. «Από πότε;»
Από τότε που επέστρεψα. «Από πού;»
Από τις Εσωτερικές Ινδίες. Εγώ είμαι ένας ήρωας. Ο ήρωας της ιστορίας μου. Είμαι ένας από τους ελάχιστους επιζώντες του πολέμου και αφού εσύ λες πως γνωριζόμαστε, τότε αυτό, τουλάχιστον, θα έπρεπε να το ξέρεις. Γιατί γελάς; «Πρώτον γιατί από τις Εσωτερικές Ινδίες δε γύρισε ζωντανός κανείς. Δεύτερον επειδή πόλεμος δεν έγινε ποτέ στις Εσωτερικές Ινδίες. Και τρίτον και σημαντικότερο γιατί Εσωτερικές Ινδίες, φίλε μου, δεν υπάρχουν.»
Η βροχή είχε πια για τα καλά ποτίσει τα σεντόνια και τα ρούχα μου και ήδη την άκουγα να μου γεννάει σκουριά στη σκέψη μου και στο κρεβάτι. Σηκώθηκα και αφού βούτηξα τις γυμνές πατούσες μου στο πάτωμα, άρχισα να κάνω βόλτες γύρω από τον επισκέπτη.
Αν είναι έτσι όπως τα λες, τότε από πού επέστρεψα; Αν έχουν έτσι πράγματι τα πράγματα, τότε τι ήταν, άραγε, αυτό, από το οποίο γύρισα πίσω ζωντανός; «Πόσο παράξενο ακούγεται αυτό να το ρωτάει κάποιος, που λίγο πριν παραληρούσε με τόσο πάθος πως είναι πια νεκρός! Κάθε βραδιά παλεύεις να ξεφύγεις από τη φρίκη και το θάνατο και κάθε μέρα γυρίζεις πίσω πάντα ζωντανός. Όχι απλώς από τους ελάχιστους, αλλά ο μόνος επιζώντας της σφαγής. Μα μάλλον δε σου φτάνει. Θέλεις αψίδες να δεις να υψώνονται πάνω από το μαξιλάρι σου. Την πόρτα να ανοίξεις λαχταράς και να έχουν, λέει, στήσει έξω, στην αυλή, ρωμαϊκούς θριάμβους. Μπορεί να είσαι εσύ ο ήρωας της ιστορίας σου, μα η ιστορία σου ηρωική δεν είναι και το ξέρεις. Το ήξερες καλά αυτό, όταν συμφώνησες να πάρεις μέρος σε ετούτο το παιχνίδι. Για αυτό και δέχτηκες τους όρους του. Για αυτό και θέλησες μονάχος σου να μείνεις. Όχι μήπως και γράψεις το έργο το σπουδαίο που φαντάστηκες πως σου αναλογεί, μα για να σβήσεις όλα τα άλλα τα έργα σου, τα ταπεινά, τα ασήμαντα που σου λερώνουν τις σελίδες.»
Κι έπρεπε να χτιστώ μέσα σε αυτή τη φυλακή για να τα καταφέρω; Εγώ θα είμαι για πάντα, δηλαδή, αυτός που φταίει για τα πάντα; Και αν δε μπορώ να βρω μια λύση για το πρόβλημα, πάει να πει πως λύσεις δεν υπάρχουν;
Ο επισκέπτης έγειρε μπροστά, έβαλε το χέρι του προσεκτικά κάτω από την πολυθρόνα και από εκεί μέσα τράβηξε ένα χοντρό βιβλίο, που παραδόξως η βροχή -μας είχε ήδη φτάσει ως τα γόνατα- το είχε στεγνό και αλώβητο αφήσει. Ακούμπησε ξανά πίσω την πλάτη του και άρχισε να το ξεφυλλίζει με ένα ενδιαφέρον πολύ προσποιητό, που με έκανε, ωστόσο, να ζηλέψω. Πλησίασα σιγά-σιγά και έσκυψα από πάνω του να δω κι εγώ τι έγραφε εκεί μέσα. Μα λέξεις δεν υπήρχαν γραμμένες στις σελίδες του, παρά μονάχα κάποιες αλλόκοτες εικόνες κολλημένες, που κάτι μου θυμίζανε και κάπως με τρομάζαν. Παλιές φωτογραφίες σε μια χρονοπαράλογη σειρά, σα μια σπάνια συλλογή από θαμπά, θρυμματισμένα καθρεφτάκια.
«Χμ.. από ότι βλέπω, οι εξετάσεις σου είναι πολύ καλές. Πρόβλημα παθολογικό δε φαίνεται να υπάρχει.» Άσε τα αστεία και δώσε μου επιτέλους μια απάντηση!
«Να, κοίταξε και μόνος σου! Δες αυτήν εδώ, την οικογενειακή! Δες πόσο υψηλά είναι τα ποσοστά του ψέματος στο αίμα σου!» Δε θέλω να κοιτάξω πίσω πουθενά - θέλω να δω μπροστά μου τι υπάρχει.
«Ναι, ναι… όπως σου τα έλεγα, η πίεση των καταπιεσμένων σου ενστίκτων είναι απολύτως φυσιολογική. Σε αυτήν εδώ την εκδρομή, φαίνεται πλέον καθαρά. Ποια είναι, άραγε, αυτή στο πλάι σου; Η δεύτερη; Η τρίτη; Για πες μου εσύ που ξέρεις να μετράς!» Δε θέλω να μετρήσω τίποτα. Τόσο καιρό αναμετριέμαι με τους αριθμούς και όλο πιο μόνος μου στο τέλος καταλήγω.
«Και εδώ ακόμα, ανάμεσα στα φιλαράκια σου, κοίτα καλά πως ξεχωρίζει η εύρυθμη λειτουργία των ζωτικών σου οργάνων! Άκου με πόση αρμονία αλέθονται όλοι σου οι δεσμοί μες στο στομάχι σου! Νιώσε τα γαστρικά σου υγρά να διυλίζουν τα συναισθήματα των άλλων! Ποιος έχει απομείνει όρθιος από αυτούς εδώ, που τότε σου πλαισίωναν τις μέρες σου; Πόσοι επιζώντες μπόρεσαν να επιστρέψουν από τις δικές σου τις εσωτερικές ινδίες;» Δώσε μου πίσω τις φωτογραφίες μου! Δικές μου είναι όλες τους και όλα όσα δείχνουν ανήκουν σε εμένα.
«Αλήθεια; Μήπως τα πράγματα είναι λιγάκι ανάποδα; Μήπως εσύ ανήκεις σε αυτές; Ξέρεις, είναι μία φωτογραφία που λείπει από τη συλλογή αυτή. Στ’ αλήθεια έψαξα πολύ, μα ωστόσο δεν τη βρήκα.»
Όρμισα να του αρπάξω το βιβλίο από τα χέρια του, να τον χτυπήσω δυνατά και να τον κάνω να το βουλώσει επιτέλους. Η βροχή, όμως, μες στην οποία είχα ως τη μέση βυθιστεί, έκανε τις κινήσεις μου αβάστακτες και ακόμα πιο γελοία την οργή μου.
Αυτός, πατώντας τώρα πια πάνω στην πολυθρόνα του, συνέχιζε απτόητος τη βρώμικη δουλειά του. Σκαρφάλωσα πάνω στο κρεβάτι μου κι εγώ, ισορροπώντας δύσκολα κάτω ακριβώς από το του κυκλώνα το μάτι το τετράγωνο. Όλο τη δύναμή μου και το πείσμα επιστράτευσα και χίμηξα να τον γκρεμίσω από το βάθρο του, ρίχνοντας μας μοιραία και τους δυο στο μέσο της δεξαμενής σφιχτά αγκαλιασμένους.
Με τις παλιές φωτογραφίες να επιπλέουν γύρω μας, ξεβάφοντας μες στο νερό το παρελθόν μου και με όλο εκείνο το ζωοφόρο μίσος να αναδύεται από το σκοτεινό και ανεξερεύνητο βυθό, βρέθηκα ταυτόχρονα να προσπαθώ για τη δική μου επιβίωση και για το θάνατο του άλλου.
Πλέον ραγδαία ανέβαινε η στάθμη του νερού και έτσι σύντομα η πάλη περιορίστηκε μέσα στο ελάχιστο κενό που είχε περισσέψει ανάμεσα στην οροφή και τα κεφάλια μας.
Για μια στιγμή μονάχα σκέφτηκα πως ίσως, αν λίγο ακόμα κρατούσε ο κατακλυσμός, η άνωση θα με οδηγούσε μέχρι το παράθυρο. Μα αντί να κολυμπήσω μέχρι τη διαφυγή, συνέχιζα με λύσσα να γρονθοκοπώ τον επισκέπτη μου.
Αυτός κάποια στιγμή φάνηκε να έχει πια παραδοθεί και ούτε καν προσπάθεια δεν έκανε να αποφύγει τα χτυπήματα. Είδα το αίμα του να βρωμίζει τη βροχή και αντί να νιώσω οίκτο, άκουσα και άλλο την οργή μέσα μου να φουντώνει.
Τον άρπαξα από τα μαλλιά και πίεσα το κεφάλι του κάτω από την επιφάνεια, μα αμέσως τρομαγμένος πάλι έξω τον τράβηξα.
Την ίδια κίνηση την επανέλαβα πολλές φορές, μα όποτε δοκίμαζα να τον κρατήσω μέσα στο νερό, ένιωθα μέσα στα πνευμόνια μου το οξυγόνο να στερεύει. Και κάθε που τον ανέβαζα ξανά, έβλεπα το χαμόγελο στο ματωμένο πρόσωπο του να απλώνεται.
Και τότε, ξαφνικά, σταμάτησε να βρέχει. Και άρχισε το νερό μες στο κελί να στροβιλίζεται και η στάθμη με ταχύτητα και ορμή να κατεβαίνει.
Παράτησα τον επισκέπτη μου στην τύχη του και μάταια προσπάθησα να αντισταθώ μπρος στην ισχύ εκείνης της δαιμονισμένης περιδίνησης. Οι δυνάμεις μου με είχαν πια για τα καλά εγκαταλείψει και προδομένο το ένστικτο της επιβίωσης πεισματικά φαινόταν τώρα απρόθυμο να με κρατήσει μακριά από το μοιραίο.
Πήρα βαθιά ανάσα, έκλεισα τα μάτια μου και άφησα τα άναρχα βήματα του υδάτινου χορού μέχρι το τέλος να με συνοδεύσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου