Μια φορά κι έναν καιρό όλος ο κόσμος ήταν κακός. Τόσο κακός, που δεν ήξερε το καλό τι είναι. Και νόμιζε πως κάνοντας το κακό έκανε καλά. Τόσο κακός κόσμος!
Έπειτα όμως, ο κόσμος άρχισε να γίνεται καλύτερος. Κι όλο και περισσότεροι μάθαιναν το καλό τι σημαίνει. Στο τέλος ούτε ένας κακός άνθρωπος δεν έμεινε. Αλλά και καλός ο κόσμος και πάλι πιο κακός φαινότανε.
Κι ύστερα φτάσαμε κακοί να υπάρχουν μόνο στα παραμύθια. Όλοι οι ήρωες κακοί ήταν. Κακές νεράιδες και κακές μάγισσες, δράκοι και πρίγκιπες, όλοι τους ήταν πραγματικά κακοί και μόνο το κακό των άλλων ήθελαν. Πώς να υπάρξεις μες στο παραμύθι σου αν είσαι ο μοναδικός καλός εκεί μέσα;
Κι ανάμεσα σε όλους τους ήρωες των παραμυθιών ξεχώριζε ένας πρίγκιπας για τη μεγάλη του κακότητα. Ένας πρίγκιπας τόσο κακός, που κι οι κακοί ακόμα για κακό τον είχαν. Κι ας μην το καταλάβαινε ο ίδιος. Ο καημένος τόσο κακός ήταν, που όχι μόνο δεν ένιωθε πως ήταν ένας κακός πρίγκιπας, αλλά στο τέλος και πως ήταν πρίγκιπας το ξέχασε. Τόσο κακός πρίγκιπας!
Κι αφού ο πρίγκιπας ο κακός πως ήταν πρίγκιπας το ξέχασε, έπρεπε να βρει τι άλλο ήταν. Το ρόλο του στον κόσμο των παραμυθιών να ανακαλύψει. Κι έτσι, έβαλε κάτω το κακό του το μυαλό και άρχισε να σκέφτεται. Ήταν στ’ αλήθεια πολύ τρομακτικό να βλέπεις έναν τόσο κακό πρίγκιπα να σκέφτεται. Δεν του πήρε χρόνο να το βρει. Και γρήγορα το αποφάσισε. Αφού πρίγκιπας δεν του άρεσε, θα ήταν δράκος!
Τι ήταν, όμως, αυτό που έκανε τον πρίγκιπα την πριγκιποσύνη του ν’ αρνηθεί; Στον κόσμο τον αληθινό, μα και στα παραμύθια, σπάνια βρίσκονται πρίγκιπες να θέλουν να γίνουν δράκοι. Κι όταν αυτό καμιά φορά συμβεί, είναι που μια πληγή μεγάλη τους κάνει τη φύση τους να απαρνηθούν. Μια αληθινή πριγκιποπληγή, που από πριγκιπόδρακους τους κάνει δρακοπρίγκιπες. Γιατί στην αρχή ο κάθε πρίγκιπας κρύβει έναν δρακούλη μέσα του κι ο κάθε δράκος έναν πριγκιπάκο.
Και κάποτε είναι που ξυπνά ο δρακούλης μες στην ψυχή του πρίγκιπα και τον πρίγκιπα τον καταπίνει. Έτσι ο πρίγκιπας δράκος γίνεται. Και φέρεται σαν δράκος, όσο κι αν ξεγελάει ακόμα η πριγκιπική του η εμφάνιση. Μα όλα ξεκινάν από την πριγκιποπληγή. Και κανενός πρώην πρίγκιπα τη δρακοσυμπεριφορά κανείς να καταλάβει δε μπορεί, αν δε μάθει πρώτα ποια πριγκιποπληγή τού την προκάλεσε. Πόσο μάλλον του πρίγκιπα αυτού του παραμυθιού, του πιο κακού πρίγκιπα που πέρασε ποτέ από τα παραμύθια!
Σε κάθε πρίγκιπα, σε κάποια στιγμή της πριγκιποζωής του, δίνεται μια ευκαιρία πως είναι πρίγκιπας να αποδείξει. Όχι στον κόσμο, ούτε στο παραμύθι του, αλλά σε εκείνη για την οποία πρίγκιπας γεννήθηκε. Σε εκείνη, για την οποία ο μεγάλος παραμυθάς έτσι, πρίγκιπα τον έφερε στον παραμυθόκοσμό του. Γιατί όλοι στα παραμύθια το πιστεύουνε, πως στον κάθε πρίγκιπα αντιστοιχεί και μια εκείνη. Και όταν μάλιστα αυτή η εκείνη δεν είναι από τη φύση της πριγκίπισσα, τότε ο πρίγκιπας με την πριγκιποσύνη του πριγκίπισσα την κάνει. Τι γίνεται, όμως, όταν εκείνη τον πρίγκιπα δε θέλει;
Γιατί έτσι τα έφερε η τύχη που ο πρίγκιπας για πριγκίπισσά του να θελήσει κάποια που όχι μόνο για πρίγκιπά της δεν τον ήθελε, αλλά και πως είναι πρίγκιπας ακόμα δεν το έβλεπε. Προσπάθησε ο πρίγκιπας, παραμυθοπαιδεύτηκε, χίλιες πριγκιποστρατηγικές δοκίμασε, μα εκείνη την προσφορά του την πριγκιπική δεν έλεγε να τη δεχτεί. Κι όλο, πως αλλιώς τον πρίγκιπά της τον φαντάζεται του έλεγε, και πως αυτός δεν του έμοιαζε καθόλου. Μα ο πρίγκιπας επέμενε κι ας το ένιωθε πως σε κακό θα του έβγαινε στο τέλος. Και όλο την πριγκιποπρόσφορά του την ανέβαζε. Μα εκείνη δεν το έβλεπε και για να τον πειράξει δράκο τον έλεγε.
Κακός κι ο πρίγκιπας, κακή κι εκείνη. Μέσα στον πιο κακό απ’ τους παραμυθοκακόκοσμους συναντηθήκανε. Κακή ήταν η ιστορία τους από την αρχή. Κακός κι ο μεγάλος παραμυθάς που την έγραψε, κακοί κι αυτοί που τη διαβάζουν. Ε, αλλιώτικα πώς θα μπορούσε να γίνει; Θύμωσε ο πρίγκιπας, πείσμωσε και διάλεξε το κακό να συνεχίσει. Για να μπορεί με άνεση στο παραμύθι το κακό κι άλλο κακό να κάνει, άρχισε του δράκου τα καμώματα, μα κράτησε του πρίγκιπα την όψη. Κι έτσι τα κατάφερε που, όσο κακό κι αν τον τριγύρναγε, αυτός να το ξεπεράσει μπόρεσε. Να γίνει ο πιο κακός απ’ όλους τους κακούς τους δράκους και τους πρίγκιπες μαζί. Κι ήταν αυτό τίτλος που για πάντα ήθελε να κρατήσει. Αφού το δικό του τον τίτλο έτσι άδικα τον είχε χάσει.
Έτσι άρχισε σαν πρίγκιπας να εμφανίζεται σε όλες εκείνες, που ακόμα τον δικό τους δεν είχανε γνωρίσει. Και ήταν πολλές ακόμα αυτές μέσα στο παραμύθι του. Κι αφού τις ξεγελούσε τάζοντάς τους τύχες πριγκιπικές, κι αφού τις έπειθε πως ήταν αυτός ο πρίγκιπας που είχε στην καθεμιά η τύχη τους κληρώσει, κι αφού με την κακοπριγκιποσύνη του να τον ακολουθήσουνε τις κατάφερνε, τις έπαιρνε και μακριά από τους δικούς τους κι από τον παραμυθόκοσμό τους μακριά τις πήγαινε. Τις έκρυβε στις πιο απόμακρες παραμυθοερημιές –πως είναι εκεί το πριγκιπάτο του – τις παραμύθιαζε. Και τότε, στου παραμυθιού την ερημιά, άφηνε από μέσα του ο δράκος να ξυπνήσει. Κι έβγαινε ο δράκος από μέσα του. Κι όλες εκείνες τις δρακοκατάπινε, την δρακοπείνα του να πριγκιποχορτάσει.
Ήταν πολλές εκείνες που έτσι δρακοχάθηκαν πριγκιποαναζητώντας. Ρήμαξε ο παραμυθόκοσμος από το κακό που έσπερνε ο Κακοπρίγκιπας. Ερήμωσε ο τόπος από παραμυθοεκείνες, αφού αχόρταγος ο δράκος μες στον πρίγκιπα δε σταματούσε να θερίζει. Και τότε οι άλλοι πρίγκιπες ανησυχήσανε και είπανε πως στο κακό, τέλος κακό πρέπει να βάλουν. Το κακό με άλλο κακό, ακόμα πιο μεγάλο, να νικήσουνε. Γιατί όσο μεγάλο και να ’ναι το κακό, πάντα υπάρχει κάπου κάποιο κακό χειρότερο, που περιμένει την κατάλληλη στιγμή να μετρηθεί μαζί του. Κι ενώσανε όλοι οι πρίγκιπες τις δυνάμεις τους και φτιάξανε ένα όμορφο κακό, μεγάλο και πριγκιπικό, που όμοιο του δεν είχε ξαναφανεί σε κανένα παραμύθι.
Και βγήκανε οι πριγκιπόδρακοι τον δρακοπρίγκιπα να βρουν στις ερημιές του παραμυθιού και να τον τιμωρήσουν. Μέρες πολλές τριγύρναγαν στο ερημοπριγκιπάτο τον κακοερημοπρίγκιπα ψάχνοντας. Μα εκείνος, που τους είχε δει από μακριά να έρχονται, τρόμαξε σαν είδε τόσο όμορφο κακό να ’ρχεται μαζεμένο. Κι έτρεξε και κρύφτηκε μέσα στην πριγκιπική του τη δρακοσπηλιά κι από εκεί μέσα άρχισε ν’ αναζητά τρόπο να βρει για να ξεφύγει. Μα ήτανε τόσο το κακό που είχε δρακοκαταπιεί, που με δυσκολία πια να κινηθεί μπορούσε. Αφού την είχε χάσει πια για τα καλά την παλιά του την πριγκιπογρηγοράδα.
Κι έφτασαν οι εχθροί του, και να βγει έξω απ’ τη σπηλιά στου παραμυθιού τον ερημότοπο να μετρηθεί μαζί τους τον καλέσανε. Φοβότανε μες στη σπηλιά ο Κακοπρίγκιπας, μα έβραζε ο δράκος μέσα του και ήθελε πριν φύγει απ’ τη ζωή όσους μπορούσε άλλους πρίγκιπες μαζί του να τους πάρει. Και βγήκε απ’ τη σπηλιά και ρίχτηκε με λύσσα άγρια και με όση δύναμη του είχε απομείνει στο πιο μεγάλο κι όμορφο κακό που είχε ποτέ παραμυθοφτιαχτεί, τέλος κακό στο παραμύθι του να δώσει. Και η λύσσα του μεγάλωνε, σαν έβλεπε πόσο άσχημος μπροστά στο εχθρικό κακό αυτός φαινόταν.
Η μάχη δεν κράτησε πολύ, και όσους κι αν πρόλαβε εχθρούς ο Kακοπρίγκιπας να τους κακοσκοτώσει, στο τέλος τον περικυκλώσανε. Του πήρανε τα όπλα και τα ρούχα τα πριγκιπικά και την τελευταία του κουβέντα του ζητήσανε πριν και τη ζωή του πάρουν. «Δώστε τα όπλα μου σε εκείνη!», είπε κι ακούστηκε η πριγκιποφωνή μέσα στα δρακολόγια. «Και πείτε της άλλον πρίγκιπα να έρθει μη περιμένει! Και πρίγκιπας η ίδια στο παραμύθι της να γίνει!» Και ήταν τα λόγια αυτά η πιο κακή στον κόσμο πριγκιποκουβέντα.
Και σήκωσαν οι πρίγκιπες τα σπαθιά του Κακοπρίγκιπα τη ζωή να κακοπάρουν. Και τα πριγκιποσπαθιά τον άνοιξαν στα δύο. Και μέσα από τον πρίγκιπα έβγαλαν τον δράκο, που ακόμα μέσα του λυσσούσε. Μα όταν έκαναν να ανοίξουν και τον δράκο, είδαν άλλον πρίγκιπα από μέσα του να πετιέται. Τον σκότωσαν κι αυτόν κι ύστερα κι άλλον δράκο μικρότερο, που μέσα του κρυβόταν. Κι έτσι να σφάζουν συνεχίζανε, μια πρίγκιπα – μια δράκο. Γιατί και η σφαγή αυτή δουλειά πριγκιπική ήταν.
Η πριγκιποδουλειά τους δε θα τέλειωνε ποτέ, αν δεν ανακαλύπτανε μες στην καρδιά του πιο μικρού δρακούλη, έναν ακόμα μικροπρίγκιπα. Που τόσο τους φάνηκε μικρός που, όσο κακοί κι αν ήταν, να τον σκοτώσουν δεν τολμούσανε. Όσο κακό κι αν ήτανε το παραμύθι τους, τον άφησαν να ζήσει. Άμυαλοι κακοπρίγκιπες, δε μπορούσανε να φανταστούν πώς ήταν δυνατό κακό να κάνει ένας τόσο δα μικρούλης πριγκιπάκος.
Μα ο πριγκιπάκος ο μικρός μεγάλωσε. Μαζί του μεγαλώσανε και ο κακοπαραμυθόκοσμος και ο κακόκοσμος ο αληθινός και η κακία η ίδια. Μεγάλωσε και ο παραμυθάς και είδε τα παραμύθια του κι αυτά να μεγαλώνουν. Και τα άφησε μονάχα, να βρουν την τύχη τους μακριά. Αφού κοντά του, μόνο κακό πια μπορούσε να τους κάνει. Κι αυτά μόνο κακό σε εκείνον.
Κι άλλα από τα παραμύθια του ξεκίνησαν μακριά να ταξιδέψουν, κόσμο καλύτερο να βρουν στον παραμυθόκοσμό τους να ταιριάζει. Κι άλλα τρέξανε και κρυφτήκανε μες σε βαθιά υπόγεια, γιατί το ξέρανε καλά πως έτσι που ο κόσμος πια μεγάλωσε, δεν ήθελε πια για παραμύθια να ακούει.
Και μερικά βρήκαν και φώλιασαν κάτω από κάποιων κοριτσιών τα παραμυθομαξιλάρια. Και κάθε που τα κορίτσια πλαγιάζανε, τον έβλεπαν τον πρίγκιπα που είχε η μοίρα για την καθεμιά παραμυθοφυλάξει.
Μα κάποιες, όταν ξύπναγαν, το ’βλεπαν καθαρά πως πρίγκιπες δεν υπήρχαν. Κι αν κάποιες δεν το είδανε, αυτές κοιμούνται ακόμα. Και ζήσανε αυτές καλά. Κι εμείς καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου