Πίσω στα 1999. Δυο μήνες πριν απ’ το μιλένιουμ και όλα δείχνουν πως η συντέλεια του κόσμου πλησιάζει. Σεισμοί, πλημμύρες, γενοκτονίες και λιμοί. Παραστρατημένοι μετεωρίτες απειλούν το διαστημόπλοιο Γη και ο Καίσαρας επισκέπτεται το λίκνο της δημοκρατίας και του δυτικού πολιτισμού.
Μες στον παλιόκαιρο αυτό διάλεξα να ταξιδέψω απ’ το Μπορντό στην Μπαρτσελόνα. Με τρένο. Ξημερώματα ξεκίνησα κι ως την Τουλούζη έπληττα μονάχος στο κουπέ.
Κι ύστερα ήρθε εκείνη και κάθισε απέναντί μου. Εν μέρει για να εξακριβώσω μιαν εποχή, εν μέρει και την ώρα να περάσω, βάλθηκα να τη φλερτάρω. Γρήγορα παρασύρθηκα. Βιάστηκα, μα το αποφάσισα. Αν ήταν να ζήσω τον Αρμαγεδδώνα, ας ήταν μαζί της.
Μετά την Καρκασόνα την κέρασα καφέ στο μπαρ. Κι εκείνη, γαλατική ευγένεια κι ένα χαμόγελο δελφινιού η ανταπόκρισή της. Μα εγώ επέμενα. Έπρεπε να βιαστούμε.
Στα γαλλοϊσπανικά σύνορα ανέβηκε κι ο κουμπάρος. Ήρθε και κάθισε στ’ αριστερά μου κι ο άδειος χώρος του κουπέ αίφνης εξαντλήθηκε. Ένας τεράστιος Βερολινέζος. Φωτογράφος εξ επαγγέλματος. Κάτοικος Βενετίας και Μαδρίτης εκ περιτροπής. Με φιλαράκια στην Κρήτη και μόνη του αποσκευή μια μεταλλική μποτίλια. Κρασί με ρόδες. Μυρίστηκε το φλερτ στην ατμόσφαιρα και εθελοντικώς προσφέρθηκε. Μας κάλεσε να δειπνήσουμε μαζί του στο Ραβάλ. Θα μας κερνούσε μάλιστα για κάποιο λόγο που κανείς μας –ούτε και ο ίδιος νομίζω– δεν κατάλαβε ποτέ. Δυσκολεύτηκα να κρύψω τον ενθουσιασμό μου. Κι εκείνη την αμηχανία της. Απολογήθηκε. Δυο μέρες θα έμενε μονάχα στην Μπαρτσελόνα, κι ήταν πολλά αυτά που είχε να κάνει και να δει. Την κάρτα του πάντως την πήρε. Κι εγώ συνέχιζα να ελπίζω.
Κι ύστερα φτάσαμε. Και το μυστήριο λύθηκε. Και το σανίδωμα υποχώρησε από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Κι η ευρυθμία του σύμπαντος αποκαταστάθηκε. Στην Μπαρτσελόνα υπήρχε κάποιος που την περίμενε. Κι εκείνη για αυτόν τον κάποιο ταξίδευε στην Μπαρτσελόνα. Για να τον συναντήσει. Την είδε να κατεβαίνει κι έτρεξε προς το μέρος της. Έτρεξε πραγματικά. Στο τέλος πέταξε τις πατερίτσες του και πέταξε κι ο ίδιος στην αγκαλιά της. Πέταξε στ’ αλήθεια. Αφού να τρέξει δεν μπορούσε πια. Πώς μπορεί να τρέξει άλλωστε κανείς με ένα μόνο πόδι; Μπορεί και να περάσανε και τις δύο εκείνες μέρες εκεί, πλάι στις αποβάθρες του σταθμού, αγκαλιασμένοι.
Ο κουμπάρος, κάνοντας επίδειξη του επαγγελματισμού του, πρόλαβε και τους φωτογράφισε. Το έκανε διακριτικά. Μα κι αδιάκριτα να το είχε κάνει, δεν νομίζω να τον προσέχανε.
Το βράδυ φάγαμε μόνοι μας στο Ραβάλ μιλώντας για το ταξίδι του στη Σομαλία, απ’ όπου μόλις που είχε επιστρέψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου