Αυτή τη φορά ο όγκος των αποσκευών δε μου άφηνε μεγάλα περιθώρια. Θα ταξίδευα, μετά από πολύ καιρό, ξανά αεροπορικώς, οπότε έπρεπε μοιραία να διαλέξω. Ή ένα μεγάλο βιβλίο και χορταστικό, σαν το αχρείαστο μαύρο κουτί του αεροσκάφους της Iberia, ή πέντε-έξι μικρά και περιεκτικά, σαν τις οδηγίες προς τους αεροναυτιλλομένους που οι εταιρίες τοποθετούν σαδιστικά στις μάρσιπους των καθισμάτων τους – μην τις διαβάσετε ποτέ, θα σας αγχώσουν ακόμα περισσότερο. Προτίμησα το πρώτο. Έτσι, μια μέρα πριν την αναχώρηση, πήγα και προμηθεύτηκα τον «Μέλμοθ», συνεκτιμώντας αφενός ότι το κύριο μέρος της δράσης-περιπλάνησης εκτυλίσσεται στην χώρα προορισμού μου αφετέρου ότι ο συγγραφέας είχε εκ προοιμίου αποδώσει στο βασικό του ήρωα τον τίτλο του «περιπλανώμενου» («wanderer»), πράγμα που, αν μη τι άλλο, ένιωθα πως μου έκλεινε το μάτι.
Μα επειδή, για λόγους που είναι δύσκολο να αναπτύξω σε αυτό εδώ το κείμενο, η εικοσαήμερή μου περιπλάνηση περιορίστηκε αυστηρά στις calles τις Μαδρίτης, θα πράξω αναλόγως και σε αυτό το τρέχον αφιέρωμα. Και έτσι, ως ταξιδιώτης περίπου αταξίδευτος, θα περιπλανηθώ, όσο μου επιτρέπεται (και όσο φτάνει το μυαλό μου, φυσικά), σε αυτό που ονομάζεται gothic λογοτεχνία. Ιδού, λοιπόν, εννιά βιβλία «γοτθικά», «νεογοτθικά» και «ψευτογοτθικά», που διάβασα και για τα οποία ίσως και να μπορέσω τελικά να πω δυο-τρία λόγια:
jeden: Μέλμοθ ο Περιπλανώμενος, του Charles R. Maturin (Gutenberg 2011, μετάφραση Χαρά Σύρου). Η ιστορία μέσα στην ιστορία μέσα στην ιστορία... μέσα στην Ιστορία! Το βιβλίο αυτό, που από πολλούς θεωρείται ως η βίβλος της γοτθικής λογοτεχνίας, αποτίει φόρο τιμής σε μια από τις δημοφιλέστερες φανταστικές μορφές της ευρωπαϊκής λαϊκής κουλτούρας: Τον «Περιπλανώμενο Ιουδαίο». Το πρόσωπο αυτό, που λόγω κάποιας θείας ευλογίας ή κατάρας (οι γνώμες διίστανται και η διάσταση αυτή θα συνοδεύει στο εξής το σύνολο σχεδόν των απέθαντων θρύλων), είναι καταδικασμένο να ζει για πάντα και να περιπλανιέται (προφανώς για το ξεκάρφωμα) σε όλη τη γη έως δευτέρας παρουσίας. Οι αλλεπάλληλες εγκιβωτισμένες αφηγήσεις και οι διαδοχικοί εγκυβοτισμένοι (όχι, δεν υπάρχει τέτοια λέξη!) ήρωές τους συνθέτουν ένα ανεπανάληπτο ερεβώδες και εφιαλτικό μωσαϊκό, από το οποίο δε λείπουν ωστόσο και κάποιες σπαρταριστές αναλαμπές - ακόμα γελάω με το σχέδιο εκχριστιανισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διά της μεθόδου της «πυραμίδας». Ο συγγραφέας, παρά την Ιρλανδική του καταγωγή (υπήρξε θείος ή κάτι τέτοιο του Oscar Wilde και μάλιστα ο διάσημος συγγενής του χρησιμοποίησε το όνομα «Melmoth» για λίγο καιρό μετά την αποφυλάκισή του από το Reading), άφησε πίσω του τα σαγηνευτικά μυστήρια του νησιού του, προτιμώντας να χτίσει το κύριο μέρος της δράσης του μυθιστορήματος στη μεσαιωνική Ισπανία. Ο στόχος του υπήρξε νομίζω προφανής. Αντιπαραθέτοντας τον απόκοσμο αντιήρωά του από τη μία και την Καθολική Εκκλησία από την άλλη, δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να πετάξει το μπαλάκι στον αναγνώστη, καλώντας τον να κρίνει ο ίδιος τι είναι αυτό που του εμπνέει το φόβο περισσότερο. Το κακό καλό ή το καλό κακό; Πολλά συγχαρητήρια στην μεταφράστρια και ειλικρινή βιβλιοφιλική ευγνωμοσύνη στον κύριο Χριστοδούλου (επιμελητή της σειράς), ο οποίος, είκοσι χρόνια μετά το «Moby-Dick», βρίσκεται ξανά πίσω από μια σπουδαία εκδοτική αποκάλυψη!
dwa: Φρανκενστάιν, της Mary Shelley (Στοχαστής 1995, μετάφραση Θάνος Σακκέτας). Καλοκαίρι του 1816. Η πιο εκκεντρική τρελοπαρέα της εποχής μαζεύεται σε μια βίλα πλάι στη λίμνη της Γενεύης και γλεντά επινοώντας φρικιαστικές ιστορίες. Κάποια στιγμή ένας από τους τέσσερις γλεντζέδες πετάει την ιδέα: Γιατί δε γράφει ο καθένας μας από μια ghost story, να δούμε ποιος το κατέχει το θέμα περισσότερο; Ο Byron ή ο Polydori (ή και οι δυο μαζί ή και κανένας από τους δυο) γράφει (ή γράφουν) το «Βαμπίρ». Ο Shelley ξεχνιέται χαζεύοντας έξω από το παράθυρο τα σύννεφα της Ελβετίας και η καλή του αρχίζει να δημιουργεί το μυθιστόρημα που θα επηρεάσει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τη μετέπειτα λογοτεχνία (και το σινεμά) του τρόμου και του φανταστικού. Η ιστορία είναι πλέον αρκετά γνωστή και εμπεδωμένη, ενώ ο θρύλος που αυτή γέννησε μοιραία αναβίωσε πολλές φορές στους δυο αιώνες που ακολούθησαν, κάθε φορά που οι πρόοδοι της καλπάζουσας επιστήμης έρχονταν σε σύγκρουση με τις όποιες επιταγές της όποιας ηθικής. Ωστόσο, αμφιβάλλω πολύ για το εάν οι σύγχρονοι αναγνώστες έχουν ρίξει, έστω και μια ματιά, στο κείμενο αυτού του «βλάσφημου» βιβλίου, το οποίο εκτός από ένα από τα δυο πιο διάσημα αριστουργήματα (μαζί με το «Δράκουλα» του Bram Stoker) της γοτθικής φιλολογίας, αποτελεί και έναν ύμνο στο όραμα του ρομαντισμού και στην ακατανίκητη διάθεση του ανθρώπου για υπέρβαση. Άλλωστε νομίζω ότι ο πλήρης τίτλος του βιβλίου τα λέει όλα: «Frankenstein or The Modern Prometheus».
trzy: Το Πηγάδι και το Εκκρεμές, του Edgar Allan Poe (Αιγόκερως 1999, μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ). Η αλήθεια είναι πως δυσκολεύτηκα να καταλήξω σε κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο, προκειμένου να αναφερθώ στον αδιαφιλονίκητο πατέρα του american-gothic. Το σύνολο του έργου του συνιστά από μόνο του ιδιαίτερο κεφάλαιο στην ιστορία του εν λόγω ρεύματος, ενώ ο ίδιος ο Poe, τόσο με τα γραπτά του όσο και με τη ζωή του την ίδια, διάνοιξε νέα σκοτεινά μονοπάτια, επηρεάζοντας όλες σχεδόν τις μορφές της τέχνης που αγαπούν τα τρομερά και τα αλλόκοτα. Προτίμησα τελικά να «θυμηθώ» το διήγημα αυτό (στην προτεινόμενη έκδοση συμπεριλαμβάνονται άλλα έξι διηγήματα), κυρίως επειδή ο «Μέλμοθ» με οδήγησε σε αυτό συνειρμικά και μου έδωσε την αφορμή να το ξαναδιαβάσω. Πάρτε λίγο: «…έρχονταν συχνά στιγμές που έλπιζα να τα καταφέρω, έρχονταν σύντομες, πολύ σύντομες στιγμές, που ξανάφερνα στη μνήμη μου κάποια θύμηση, που , όπως συχνά με διαβεβαίωνε μετά το λογικό μου, όταν έγινε πιο λαγαρό, δεν μπορούσε ν’ αναφέρεται πουθενά αλλού παρά σ’ εκείνη την κατάσταση φαινομενικής ανυπαρξίας. Αυτές οι φευγαλέες αναμνήσεις μιλούσαν αβέβαια για μεγάλες μορφές που με σήκωναν και με κουβαλούσαν προς τα κάτω –σιωπηλά, όλο και βαθύτερα- ώσπου με τη σκέψη της απύθμενης αβύσσου στην οποία βυθιζόμουν, μ’ έπιασε ένας φοβερός ίλιγγος. Μιλούσαν, ακόμα, για μια ακαθόριστη ανατριχίλα που διαπέρασε την καρδία μου, επειδή η καρδιά αυτή είχε γίνει τόσο αφύσικα ήρεμη. Ακολούθησε μια αίσθηση σαν να είχε πετρώσει το καθετί ολόγυρά μου· σαν εκείνοι που με κουβαλούσαν –μια πομπή από φαντάσματα!- να είχαν φτάσει κατεβαίνοντας ως τα σύνορα του απείρου και τώρα είχαν σταματήσει και ξαπόσταιναν. Τότε ακριβώς πρέπει να ένιωσα ένα αίσθημα μούχλας και υγρασίας· κι έπειτα όλα είναι παραλογισμός – ο παραλογισμός μιας θέλησης που θέλει να θυμηθεί το υπεράνθρωπο, το απαγορευμένο.»
cztery: Το Στρίψιμο της Βίδας, του Henry James (Άγρα 2010, μετάφραση Κοσμάς Πολίτης). O 19ος υπήρξε ο χρυσός αιώνας του gothic fiction και το παρακμιακό του fin de siècle έδωσε καινούριες διαστάσεις στο είδος, ωθώντας το ακόμα περισσότερο προς την επικράτεια του παράδοξου. Και αν ο Αμερικανοάγγλος Henry James απέχει από το να χαρακτηριστεί ως η επιφανέστερη μορφή της γοτθικής κουλτούρας, κατάφερε, ωστόσο, να «στρίψει» τη «βίδα» του με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτή να αναδειχθεί ως η εμβληματική νουβέλα, που συνδέει, όχι μόνο την αντίστοιχη λογοτεχνική παραγωγή των δύο τελευταίων αιώνων, αλλά και την ανάλογη σκοτεινή μυθολογία που άνθισε στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Η ζοφερή περιπέτεια του Μάιλς, της Φλώρας και της γκουβερνάντας τους σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει σαν μια στερεοτυπική ιστορία τρόμου, αφού περιέχει όλα τα βασικά συστατικά (ένα απομονωμένο αρχοντικό, δυο ορφανά, πολλά φαντάσματα και φυσικά την υπνωτιστική ατμόσφαιρα της αγγλικής επαρχίας). Τελικά, όμως, μέσα από τις κραυγαλέες αμφιλογίες της και τις αλλεπάλληλες παγίδες που στήνει ο συγγραφέας στον ίδιο του τον αναγνώστη -το βιβλίο θα μπορούσε άνετα να περιγραφεί ως μια «φάρσα τρόμου»- συνιστά κάτι πολύ πιο βαθύ από ένα κλασικό μαλλιοτράβηγμα μεταξύ θλιβερής πραγματικότητας και νοσηρής φαντασίας, αγγίζοντας τα όρια της ψυχαναλυτικής προσέγγισης προσώπων και καταστάσεων. Αλήθεια, έχετε προσέξει πως στις πιο τρομακτικές αφηγήσεις (τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον κινηματογράφο) συνήθως πρωταγωνιστούν παιδιά;
pięć: Οι Μαγεμένοι, του Witold Gombrowicz (Νεφέλη 1994, μετάφραση Τασία Χατζη). Και ύστερα από τις Αγγλίες, παλαιά και Νέα, ας πεταχτούμε τώρα λίγο μέχρι την Ανατολική Ευρώπη για μια παρτίδα τένις με τη λογοτεχνία όχι του φανταστικού αλλά της φαντασίωσης. Προσωπικά, οι «Μαγεμένοι» ήταν κάποτε ένα από τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα και η ανάμνησή του, από τότε που το έβλεπα να στοιχειώνει τις φοιτητικές κάμαρες στη μακρινή δεκαετία του '90, μου προκαλεί γλυκόπικρα συναισθήματα. Ενδεχομένως να αυθαιρετώ ασύστολα εντάσσοντας το ευφυέστατο αυτό βιβλίο σε ένα αφιέρωμα στη γοτθική λογοτεχνία (και που να δείτε τί σας έχω για μετά...), αλλά θεωρώ ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Gombrowicz εγκλωβίζει την κατά τα άλλα κοσμοπολίτική του αφήγηση μέσα στο κλειστοφοβικό και ανθρωποφάγο περιβάλλον της Πολωνίας του μεσοπολέμου (το οποίο, αναρωτιέμαι, μόνο σε εμένα θυμίζει τη σημερινή εποχή;), προσδίδει στο έργο του αδιαμφισβήτητα κάποια, έστω και sui generis, νεογοτθικά χαρακτηριστικά. Κι έπειτα -ποιος ξέρει;- μπορεί και να υπάρχει υποκατηγορία «polish-gothic» κι εγώ να την αγνοώ (εδώ δεν ξέρω στα πολωνικά ούτε καν ως το δέκα να μετρήσω). Άσχετο, αλλά μια και το θυμήθηκα: Όσοι δεν έχετε επισκεφτεί ακόμα τη Μόσχα, να σας προειδοποιήσω ότι υφίσταται επίσης στυλ «σταλινογοτθικό» (στην αρχιτεκτονική, ελπίζω, μόνο). Επειδή έχω την εντύπωση ότι το βιβλίο αυτό έχει από χρόνια πια εξαντληθεί, αν επιθυμείτε στ’ αλήθεια να το διαβάσετε, παρακαλώ, μη διστάσετε: Γράψτε και ζητήστε μου να σας το δανείσω! Αλίμονο, τώρα που γνωριστήκαμε…
sześć: Ψυχώ, του Robert Bloch (Σκάι 2010, μετάφραση Γιάννης Τσεβρένης). Ο αμερικανικός νότος, σημείο συνάντησης πολλών και διαφορετικών ευρωπαϊκών, αφρικανικών και λατινοαμερικανικών επιρροών, θα μπορούσε να υπερηφανεύεται για τη δημιουργία ενός πολύ ιδιαίτερου και σαγηνευτικού χαρμανιού θρύλων, δοξασιών και τερατολογικών αναφορών. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να αναπτυχθεί στις νότιες Πολιτείες ένα ξεχωριστό ύφος μυθοπλασίας που ονομάστηκε southern gothic και το οποίο εν πολλοίς φαίνεται πως κατέκτησε στην αρχή μέσα από τα βιβλία, τις ταινίες και τη μουσική και τελικά μέσω της βιομηχανίας της τηλεόρασης την παγκόσμια λαϊκή κουλτούρα. Το στυλ αυτό, που μεταξύ άλλων το υπηρέτησαν ακόμα και συγγραφείς του μεγέθους ενός William Faulkner, κράτησε τις παλαιές φόρμες της κλασικής γοτθικής φιλολογίας και κάνοντας τις αναγκαίες αναγωγές στο χώρο και στο χρόνο, μας έδωσε -και εξακολουθεί να μας δίνει- αρκετές αιτίες και αφορμές για να μη μπορούμε να κοιμηθούμε ήσυχα τα βράδια. Ακόμα και αν ανήκετε στους φανατικότερους θαυμαστές της διάσημης κινηματογραφικής μεταφοράς του Hitchcock, πιστεύω πως δε θα απογοητευθείτε από την μάλλον άγνωστη –τουλάχιστον στο ελληνικό κοινό- νουβέλα του Bloch. Επίσης, θα ήθελα να πω ότι οι προτάσεις της σειράς «τσέπης» του «Σκάι (έλεος, πότε θα το αλλάξουν αυτό το όνομα;) Βιβλίο» είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσες, αλλά λίγη καλύτερη (τυπογραφική κυρίως) επιμέλεια στ’ αλήθεια δε θα έβλαπτε.
siedem: Εξουσιαστική Μανία της Christa Faust, (Ars Nocturna 2008, μετάφραση Κώστας Γερογιάννης). Η πλούσια σύγχρονη παραγωγή των συνεχιστών της γοτθικής παράδοσης και το ολοένα εντονότερο ενδιαφέρον του κοινού για τον τρόμο και όλα τα παρελκόμενά του ίσως θα έπρεπε να αποτελέσουν -αν δεν το έχουν κάνει ήδη- αντικείμενο επιστημονικής έρευνας για κοινωνιολόγους, ψυχολόγους και ενδεχομένως πολιτικούς επιστήμονες. Οι στενοί και διαχρονικοί , ωστόσο, δεσμοί του εν λόγω ρεύματος με το άλλοτε κυρίαρχο και άλλοτε λανθάνον κίνημα του ρομαντισμού, που συνοδεύει τις ιστορικές περιόδους που χαρακτηρίζονται από στοιχεία ηθικής, πολιτικής και οικονομικής, φυσικά, παρακμής, νομίζω πως μας επιτρέπει καταρχάς να εξαγάγουμε ένα, σίγουρα βιαστικό, μα όχι και τόσο επισφαλές συμπέρασμα: Οι άνθρωποι που ενηλικιώνονται πνευματικά μέσα σε εποχές κρίσεων και αδιεξόδων, στρέφονται μοιραία σε ιδέες και ρεύματα που προάγουν το συναίσθημα σε βάρος της λογικής και την ιδεαλιστική προσέγγιση του κόσμου σε βάρος των απόλυτων αληθειών του ορθολογισμού, από τις οποίες αισθάνονται, έστω υποσυνείδητα, πως έχουν «εγκαταλειφθεί» και «προδοθεί». Αποτέλεσμα της τάσης αυτής είναι οι ανθρώπινες ανησυχίες να στρέφονται πως την αναζήτηση ιδεολογιών και ιδεολογημάτων που έχουν να κάνουν με την ανάδειξη ενός συχνά αμφιλεγόμενου ένδοξου παρελθόντος, με τη θεοποίηση/φετιχοποίηση της φύσης, με τη μυστικιστική διάσταση του φόβου, του πόνου, της απώλειας και του θανάτου, αλλά και με μια -αν μη τι άλλο, αγωνιώδη- επαναστατική και ανατρεπτική στάση απέναντι στις αδικίες και τον παραλογισμό του κόσμου και του συστήματος που τον διέπει. Ωραία. Τα είπα και ξεθύμανα. Πάρτε τώρα το βιβλίο αυτής της «διεστραμμένης» της Christa της Faust να γουστάρετε αρρωστημένο νεογοτθικό «ερωτισμό»! Επίσης αναζητήστε και τις υπόλοιπες «σκοτεινές» προτάσεις των εκδόσεων «Ars Nocturna», που φαίνεται να ακολουθούν επάξια πια το «Οξύ» στην goth ελληνική εκδοτική πρωτοπορία.
osiem: Το Όνειρο της Κλάρας και άλλα διηγήματα, του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου (Νεφέλη 1991). «Την Κλάρα δεν την αγάπησε ποτέ κανείς. Πώς ήταν τόσο άσχημη δεν ήθελε να το πιστέψη, κι ας το φοβότανε. Όμως δεν την αγάπησε ποτέ κανείς, και στις συντρόφισσές της πού φλυαρούσαν για τούς έρωτές τους, έπρεπε να κάθεται να πλάθη και να διηγήται κι αυτή φανταστικές ιστορίες για νέους πού την αγαπήσαν μια φορά και γι' άλλους πού την κυνηγούν ακόμα.» Υπάρχει ελληνική λογοτεχνία που θα μπορούσαμε να πούμε ότι συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά αυτά που περιγράφουν την γοτθική αισθητική; Μια φίλη, λάτρης φανατική του στυλ αυτού, μου είχε πει παλιά πως ο καλύτερος goth συγγραφέας όλων των εποχών είναι ο Παπαδιαμάντης. Αλλά νομίζω πως μάλλον υπερέβαλε. Γενικά το είχε αυτό: υπερέβαλλε. Πάντως, αν το καλοσκεφτεί κανείς, το σκηνικό της ελληνικής επαρχίας, ειδικά αυτής του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου, πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις προκειμένου να ευδοκιμήσουν τα χάρτινα αυτά άνθη του κακού. Και κάπως έτσι φύτρωσε το goth το ελληνικό λίγο πιο έξω από το Αγρίνιο. Από τη συλλογή αυτή του πολυπράγμονος και μάλλον παραγνωρισμένου Χατζόπουλου διαβάστε το Στα σκοτεινά και σκηνοθετήστε παράλληλα μες στο μυαλό σας την καθ’ ημάς εκδοχή της «Έκτης αίσθησης» (προσοχή, δεν κάνω πλάκα!) και κυρίως απολαύστε το πρώτο (ομώνυμο) διήγημα ακούγοντας ταυτόχρονα κατά προτίμηση το «Where the wild roses grow» και θα καταλάβετε πολύ καλά τι εννοώ.
dziewięć: Το Κεφάλαιο, του Carl Marx (Κάκτος 2010, μετάφραση Φιλολογική Ομάδα Κάκτου). Με λίγα λόγια η υπόθεση: Ο άνθρωπος επινοεί ένα σύστημα προκειμένου αυτό να τον υπηρετεί και μέσω αυτού να αποκομίζει άνεση, πλούτο και ευτυχία. Στη συνέχεια ξεγελιέται τόσο πολύ από την φαινομενική τελειότητα του δημιουργήματός του, που ξεχνάει πώς αυτό δημιουργήθηκε και φτάνει να πιστεύει πως το σύστημα είναι «φυσικό» και διέπεται από κάποια άγραφη νομοτέλεια. Το σύστημα όμως δεν αργεί να εμφανίσει τα ελαττώματά του, που μολονότι προσβάλλουν τα αναφαίρετα δικαιώματα του δημιουργού του, αυτός προτιμά να τα βαφτίζει «κρίσεις» και να τα αντιμετωπίζει ως παροδικές ασθένειες. Η ηττοπαθής και μοιρολατρική στάση του ανθρώπου απέναντι στο σύστημα σταδιακά το μετατρέπει σε τέρας, το οποίο διψάει διαρκώς και περισσότερο για ανθρώπινες ζωές και αξιοπρέπειες. Ο άνθρωπος τελικά από ρυθμιστής του «τέλειου» συστήματος ξεπέφτει στην κατάσταση του σκλάβου του αδηφάγου κτήνους που ο ίδιος έχει κατασκευάσει. Ώσπου, κάποια στιγμή, ο «ήρωας» της «ιστορίας» μας συνέρχεται και… Α, όχι! Δε θα σας αποκαλύψω τη συνέχεια. Θα σας αφήσω –και καλά- στην αγωνία. (Στην προτεινόμενη έκδοση αποδίδεται στα ελληνικά η περίληψη του Κεφαλαίου από τον Paul Lafargue – σιγά μη το διαβάσουμε και ολόκληρο!) Εντάξει, όσοι γελάσατε, γελάσατε και όσοι εκνευριστήκατε, επίσης σας καταλαβαίνω. Όμως, ας μου επιτρέψετε προσωπικά να θεωρώ το έργο του Καρόλου Μαρξ ως το απόλυτο και ως το πιο εφιαλτικό «γοτθικό μυθιστόρημα». Το οποίο, ωστόσο, σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα, αφήνει μια χαραμάδα για το πιο λυτρωτικό ίσως happy end της ιστορίας και της Ιστορίας γενικότερα. Άλλωστε, ο modern Prometheus της εποχής κάπου αλλού («Κριτική του Προγράμματος της Γκότα») το έχει γράψει καθαρά: «Από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του».
Λοιπόν, και πριν πέσουν όλοι οι γκοθάδες, οι γκοθούδες και τα γκοθόπουλα να με φάνε, να επισημάνω πως τα βιβλία στα οποία αναφέρθηκα παραπάνω, μπορεί και να μην είναι το καλύτερα ή τα σημαντικότερα ή τα πιο αντιπροσωπευτικά του συγκεκριμένου λογοτεχνικού ύφους, αλλά απλώς αυτά που εγώ έκρινα ως προσφορότερα για αναφορά τη δεδομένη κρίσιμη στιγμή στο δεδομένο κατά παραγγελία αφιέρωμα. Ούτε ειδικός επί του θέματος είμαι ούτε στους φανατικούς του είδους ανήκω.
Ο δε Μέλμοθ με συνόδευσε πολύ αρμονικά καθ’ όλη την παραμονή μου στην ισπανική πρωτεύουσα, τόσο τα βράδια στο –εννοείται- στοιχειωμένο σπίτι της οδού Leganitos 20, όπου και έμενα, όσο και στα καφέ της Malasaña και του Lavapiés, όπου περιέφερα για τρεις βδομάδες το ταπεινό σαρκίο μου. Και ολοκλήρωσα το διάβασμά του έτσι ακριβώς όπως και το ξεκίνησα, στο αεροπλάνο της Iberia δηλαδή, που με έφερε πίσω στη μίζερη και γοητευτική πατρίδα μου.
Και ύστερα από όλα αυτά ακόμα αναρωτιέμαι, υπάρχει στ’ αλήθεια κάτι πιο τρομακτικό από αυτή τη γαμημένη την απογείωση.
Μα επειδή, για λόγους που είναι δύσκολο να αναπτύξω σε αυτό εδώ το κείμενο, η εικοσαήμερή μου περιπλάνηση περιορίστηκε αυστηρά στις calles τις Μαδρίτης, θα πράξω αναλόγως και σε αυτό το τρέχον αφιέρωμα. Και έτσι, ως ταξιδιώτης περίπου αταξίδευτος, θα περιπλανηθώ, όσο μου επιτρέπεται (και όσο φτάνει το μυαλό μου, φυσικά), σε αυτό που ονομάζεται gothic λογοτεχνία. Ιδού, λοιπόν, εννιά βιβλία «γοτθικά», «νεογοτθικά» και «ψευτογοτθικά», που διάβασα και για τα οποία ίσως και να μπορέσω τελικά να πω δυο-τρία λόγια:
jeden: Μέλμοθ ο Περιπλανώμενος, του Charles R. Maturin (Gutenberg 2011, μετάφραση Χαρά Σύρου). Η ιστορία μέσα στην ιστορία μέσα στην ιστορία... μέσα στην Ιστορία! Το βιβλίο αυτό, που από πολλούς θεωρείται ως η βίβλος της γοτθικής λογοτεχνίας, αποτίει φόρο τιμής σε μια από τις δημοφιλέστερες φανταστικές μορφές της ευρωπαϊκής λαϊκής κουλτούρας: Τον «Περιπλανώμενο Ιουδαίο». Το πρόσωπο αυτό, που λόγω κάποιας θείας ευλογίας ή κατάρας (οι γνώμες διίστανται και η διάσταση αυτή θα συνοδεύει στο εξής το σύνολο σχεδόν των απέθαντων θρύλων), είναι καταδικασμένο να ζει για πάντα και να περιπλανιέται (προφανώς για το ξεκάρφωμα) σε όλη τη γη έως δευτέρας παρουσίας. Οι αλλεπάλληλες εγκιβωτισμένες αφηγήσεις και οι διαδοχικοί εγκυβοτισμένοι (όχι, δεν υπάρχει τέτοια λέξη!) ήρωές τους συνθέτουν ένα ανεπανάληπτο ερεβώδες και εφιαλτικό μωσαϊκό, από το οποίο δε λείπουν ωστόσο και κάποιες σπαρταριστές αναλαμπές - ακόμα γελάω με το σχέδιο εκχριστιανισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διά της μεθόδου της «πυραμίδας». Ο συγγραφέας, παρά την Ιρλανδική του καταγωγή (υπήρξε θείος ή κάτι τέτοιο του Oscar Wilde και μάλιστα ο διάσημος συγγενής του χρησιμοποίησε το όνομα «Melmoth» για λίγο καιρό μετά την αποφυλάκισή του από το Reading), άφησε πίσω του τα σαγηνευτικά μυστήρια του νησιού του, προτιμώντας να χτίσει το κύριο μέρος της δράσης του μυθιστορήματος στη μεσαιωνική Ισπανία. Ο στόχος του υπήρξε νομίζω προφανής. Αντιπαραθέτοντας τον απόκοσμο αντιήρωά του από τη μία και την Καθολική Εκκλησία από την άλλη, δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να πετάξει το μπαλάκι στον αναγνώστη, καλώντας τον να κρίνει ο ίδιος τι είναι αυτό που του εμπνέει το φόβο περισσότερο. Το κακό καλό ή το καλό κακό; Πολλά συγχαρητήρια στην μεταφράστρια και ειλικρινή βιβλιοφιλική ευγνωμοσύνη στον κύριο Χριστοδούλου (επιμελητή της σειράς), ο οποίος, είκοσι χρόνια μετά το «Moby-Dick», βρίσκεται ξανά πίσω από μια σπουδαία εκδοτική αποκάλυψη!
dwa: Φρανκενστάιν, της Mary Shelley (Στοχαστής 1995, μετάφραση Θάνος Σακκέτας). Καλοκαίρι του 1816. Η πιο εκκεντρική τρελοπαρέα της εποχής μαζεύεται σε μια βίλα πλάι στη λίμνη της Γενεύης και γλεντά επινοώντας φρικιαστικές ιστορίες. Κάποια στιγμή ένας από τους τέσσερις γλεντζέδες πετάει την ιδέα: Γιατί δε γράφει ο καθένας μας από μια ghost story, να δούμε ποιος το κατέχει το θέμα περισσότερο; Ο Byron ή ο Polydori (ή και οι δυο μαζί ή και κανένας από τους δυο) γράφει (ή γράφουν) το «Βαμπίρ». Ο Shelley ξεχνιέται χαζεύοντας έξω από το παράθυρο τα σύννεφα της Ελβετίας και η καλή του αρχίζει να δημιουργεί το μυθιστόρημα που θα επηρεάσει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τη μετέπειτα λογοτεχνία (και το σινεμά) του τρόμου και του φανταστικού. Η ιστορία είναι πλέον αρκετά γνωστή και εμπεδωμένη, ενώ ο θρύλος που αυτή γέννησε μοιραία αναβίωσε πολλές φορές στους δυο αιώνες που ακολούθησαν, κάθε φορά που οι πρόοδοι της καλπάζουσας επιστήμης έρχονταν σε σύγκρουση με τις όποιες επιταγές της όποιας ηθικής. Ωστόσο, αμφιβάλλω πολύ για το εάν οι σύγχρονοι αναγνώστες έχουν ρίξει, έστω και μια ματιά, στο κείμενο αυτού του «βλάσφημου» βιβλίου, το οποίο εκτός από ένα από τα δυο πιο διάσημα αριστουργήματα (μαζί με το «Δράκουλα» του Bram Stoker) της γοτθικής φιλολογίας, αποτελεί και έναν ύμνο στο όραμα του ρομαντισμού και στην ακατανίκητη διάθεση του ανθρώπου για υπέρβαση. Άλλωστε νομίζω ότι ο πλήρης τίτλος του βιβλίου τα λέει όλα: «Frankenstein or The Modern Prometheus».
trzy: Το Πηγάδι και το Εκκρεμές, του Edgar Allan Poe (Αιγόκερως 1999, μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ). Η αλήθεια είναι πως δυσκολεύτηκα να καταλήξω σε κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο, προκειμένου να αναφερθώ στον αδιαφιλονίκητο πατέρα του american-gothic. Το σύνολο του έργου του συνιστά από μόνο του ιδιαίτερο κεφάλαιο στην ιστορία του εν λόγω ρεύματος, ενώ ο ίδιος ο Poe, τόσο με τα γραπτά του όσο και με τη ζωή του την ίδια, διάνοιξε νέα σκοτεινά μονοπάτια, επηρεάζοντας όλες σχεδόν τις μορφές της τέχνης που αγαπούν τα τρομερά και τα αλλόκοτα. Προτίμησα τελικά να «θυμηθώ» το διήγημα αυτό (στην προτεινόμενη έκδοση συμπεριλαμβάνονται άλλα έξι διηγήματα), κυρίως επειδή ο «Μέλμοθ» με οδήγησε σε αυτό συνειρμικά και μου έδωσε την αφορμή να το ξαναδιαβάσω. Πάρτε λίγο: «…έρχονταν συχνά στιγμές που έλπιζα να τα καταφέρω, έρχονταν σύντομες, πολύ σύντομες στιγμές, που ξανάφερνα στη μνήμη μου κάποια θύμηση, που , όπως συχνά με διαβεβαίωνε μετά το λογικό μου, όταν έγινε πιο λαγαρό, δεν μπορούσε ν’ αναφέρεται πουθενά αλλού παρά σ’ εκείνη την κατάσταση φαινομενικής ανυπαρξίας. Αυτές οι φευγαλέες αναμνήσεις μιλούσαν αβέβαια για μεγάλες μορφές που με σήκωναν και με κουβαλούσαν προς τα κάτω –σιωπηλά, όλο και βαθύτερα- ώσπου με τη σκέψη της απύθμενης αβύσσου στην οποία βυθιζόμουν, μ’ έπιασε ένας φοβερός ίλιγγος. Μιλούσαν, ακόμα, για μια ακαθόριστη ανατριχίλα που διαπέρασε την καρδία μου, επειδή η καρδιά αυτή είχε γίνει τόσο αφύσικα ήρεμη. Ακολούθησε μια αίσθηση σαν να είχε πετρώσει το καθετί ολόγυρά μου· σαν εκείνοι που με κουβαλούσαν –μια πομπή από φαντάσματα!- να είχαν φτάσει κατεβαίνοντας ως τα σύνορα του απείρου και τώρα είχαν σταματήσει και ξαπόσταιναν. Τότε ακριβώς πρέπει να ένιωσα ένα αίσθημα μούχλας και υγρασίας· κι έπειτα όλα είναι παραλογισμός – ο παραλογισμός μιας θέλησης που θέλει να θυμηθεί το υπεράνθρωπο, το απαγορευμένο.»
cztery: Το Στρίψιμο της Βίδας, του Henry James (Άγρα 2010, μετάφραση Κοσμάς Πολίτης). O 19ος υπήρξε ο χρυσός αιώνας του gothic fiction και το παρακμιακό του fin de siècle έδωσε καινούριες διαστάσεις στο είδος, ωθώντας το ακόμα περισσότερο προς την επικράτεια του παράδοξου. Και αν ο Αμερικανοάγγλος Henry James απέχει από το να χαρακτηριστεί ως η επιφανέστερη μορφή της γοτθικής κουλτούρας, κατάφερε, ωστόσο, να «στρίψει» τη «βίδα» του με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτή να αναδειχθεί ως η εμβληματική νουβέλα, που συνδέει, όχι μόνο την αντίστοιχη λογοτεχνική παραγωγή των δύο τελευταίων αιώνων, αλλά και την ανάλογη σκοτεινή μυθολογία που άνθισε στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Η ζοφερή περιπέτεια του Μάιλς, της Φλώρας και της γκουβερνάντας τους σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει σαν μια στερεοτυπική ιστορία τρόμου, αφού περιέχει όλα τα βασικά συστατικά (ένα απομονωμένο αρχοντικό, δυο ορφανά, πολλά φαντάσματα και φυσικά την υπνωτιστική ατμόσφαιρα της αγγλικής επαρχίας). Τελικά, όμως, μέσα από τις κραυγαλέες αμφιλογίες της και τις αλλεπάλληλες παγίδες που στήνει ο συγγραφέας στον ίδιο του τον αναγνώστη -το βιβλίο θα μπορούσε άνετα να περιγραφεί ως μια «φάρσα τρόμου»- συνιστά κάτι πολύ πιο βαθύ από ένα κλασικό μαλλιοτράβηγμα μεταξύ θλιβερής πραγματικότητας και νοσηρής φαντασίας, αγγίζοντας τα όρια της ψυχαναλυτικής προσέγγισης προσώπων και καταστάσεων. Αλήθεια, έχετε προσέξει πως στις πιο τρομακτικές αφηγήσεις (τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον κινηματογράφο) συνήθως πρωταγωνιστούν παιδιά;
pięć: Οι Μαγεμένοι, του Witold Gombrowicz (Νεφέλη 1994, μετάφραση Τασία Χατζη). Και ύστερα από τις Αγγλίες, παλαιά και Νέα, ας πεταχτούμε τώρα λίγο μέχρι την Ανατολική Ευρώπη για μια παρτίδα τένις με τη λογοτεχνία όχι του φανταστικού αλλά της φαντασίωσης. Προσωπικά, οι «Μαγεμένοι» ήταν κάποτε ένα από τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα και η ανάμνησή του, από τότε που το έβλεπα να στοιχειώνει τις φοιτητικές κάμαρες στη μακρινή δεκαετία του '90, μου προκαλεί γλυκόπικρα συναισθήματα. Ενδεχομένως να αυθαιρετώ ασύστολα εντάσσοντας το ευφυέστατο αυτό βιβλίο σε ένα αφιέρωμα στη γοτθική λογοτεχνία (και που να δείτε τί σας έχω για μετά...), αλλά θεωρώ ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Gombrowicz εγκλωβίζει την κατά τα άλλα κοσμοπολίτική του αφήγηση μέσα στο κλειστοφοβικό και ανθρωποφάγο περιβάλλον της Πολωνίας του μεσοπολέμου (το οποίο, αναρωτιέμαι, μόνο σε εμένα θυμίζει τη σημερινή εποχή;), προσδίδει στο έργο του αδιαμφισβήτητα κάποια, έστω και sui generis, νεογοτθικά χαρακτηριστικά. Κι έπειτα -ποιος ξέρει;- μπορεί και να υπάρχει υποκατηγορία «polish-gothic» κι εγώ να την αγνοώ (εδώ δεν ξέρω στα πολωνικά ούτε καν ως το δέκα να μετρήσω). Άσχετο, αλλά μια και το θυμήθηκα: Όσοι δεν έχετε επισκεφτεί ακόμα τη Μόσχα, να σας προειδοποιήσω ότι υφίσταται επίσης στυλ «σταλινογοτθικό» (στην αρχιτεκτονική, ελπίζω, μόνο). Επειδή έχω την εντύπωση ότι το βιβλίο αυτό έχει από χρόνια πια εξαντληθεί, αν επιθυμείτε στ’ αλήθεια να το διαβάσετε, παρακαλώ, μη διστάσετε: Γράψτε και ζητήστε μου να σας το δανείσω! Αλίμονο, τώρα που γνωριστήκαμε…
sześć: Ψυχώ, του Robert Bloch (Σκάι 2010, μετάφραση Γιάννης Τσεβρένης). Ο αμερικανικός νότος, σημείο συνάντησης πολλών και διαφορετικών ευρωπαϊκών, αφρικανικών και λατινοαμερικανικών επιρροών, θα μπορούσε να υπερηφανεύεται για τη δημιουργία ενός πολύ ιδιαίτερου και σαγηνευτικού χαρμανιού θρύλων, δοξασιών και τερατολογικών αναφορών. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να αναπτυχθεί στις νότιες Πολιτείες ένα ξεχωριστό ύφος μυθοπλασίας που ονομάστηκε southern gothic και το οποίο εν πολλοίς φαίνεται πως κατέκτησε στην αρχή μέσα από τα βιβλία, τις ταινίες και τη μουσική και τελικά μέσω της βιομηχανίας της τηλεόρασης την παγκόσμια λαϊκή κουλτούρα. Το στυλ αυτό, που μεταξύ άλλων το υπηρέτησαν ακόμα και συγγραφείς του μεγέθους ενός William Faulkner, κράτησε τις παλαιές φόρμες της κλασικής γοτθικής φιλολογίας και κάνοντας τις αναγκαίες αναγωγές στο χώρο και στο χρόνο, μας έδωσε -και εξακολουθεί να μας δίνει- αρκετές αιτίες και αφορμές για να μη μπορούμε να κοιμηθούμε ήσυχα τα βράδια. Ακόμα και αν ανήκετε στους φανατικότερους θαυμαστές της διάσημης κινηματογραφικής μεταφοράς του Hitchcock, πιστεύω πως δε θα απογοητευθείτε από την μάλλον άγνωστη –τουλάχιστον στο ελληνικό κοινό- νουβέλα του Bloch. Επίσης, θα ήθελα να πω ότι οι προτάσεις της σειράς «τσέπης» του «Σκάι (έλεος, πότε θα το αλλάξουν αυτό το όνομα;) Βιβλίο» είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσες, αλλά λίγη καλύτερη (τυπογραφική κυρίως) επιμέλεια στ’ αλήθεια δε θα έβλαπτε.
siedem: Εξουσιαστική Μανία της Christa Faust, (Ars Nocturna 2008, μετάφραση Κώστας Γερογιάννης). Η πλούσια σύγχρονη παραγωγή των συνεχιστών της γοτθικής παράδοσης και το ολοένα εντονότερο ενδιαφέρον του κοινού για τον τρόμο και όλα τα παρελκόμενά του ίσως θα έπρεπε να αποτελέσουν -αν δεν το έχουν κάνει ήδη- αντικείμενο επιστημονικής έρευνας για κοινωνιολόγους, ψυχολόγους και ενδεχομένως πολιτικούς επιστήμονες. Οι στενοί και διαχρονικοί , ωστόσο, δεσμοί του εν λόγω ρεύματος με το άλλοτε κυρίαρχο και άλλοτε λανθάνον κίνημα του ρομαντισμού, που συνοδεύει τις ιστορικές περιόδους που χαρακτηρίζονται από στοιχεία ηθικής, πολιτικής και οικονομικής, φυσικά, παρακμής, νομίζω πως μας επιτρέπει καταρχάς να εξαγάγουμε ένα, σίγουρα βιαστικό, μα όχι και τόσο επισφαλές συμπέρασμα: Οι άνθρωποι που ενηλικιώνονται πνευματικά μέσα σε εποχές κρίσεων και αδιεξόδων, στρέφονται μοιραία σε ιδέες και ρεύματα που προάγουν το συναίσθημα σε βάρος της λογικής και την ιδεαλιστική προσέγγιση του κόσμου σε βάρος των απόλυτων αληθειών του ορθολογισμού, από τις οποίες αισθάνονται, έστω υποσυνείδητα, πως έχουν «εγκαταλειφθεί» και «προδοθεί». Αποτέλεσμα της τάσης αυτής είναι οι ανθρώπινες ανησυχίες να στρέφονται πως την αναζήτηση ιδεολογιών και ιδεολογημάτων που έχουν να κάνουν με την ανάδειξη ενός συχνά αμφιλεγόμενου ένδοξου παρελθόντος, με τη θεοποίηση/φετιχοποίηση της φύσης, με τη μυστικιστική διάσταση του φόβου, του πόνου, της απώλειας και του θανάτου, αλλά και με μια -αν μη τι άλλο, αγωνιώδη- επαναστατική και ανατρεπτική στάση απέναντι στις αδικίες και τον παραλογισμό του κόσμου και του συστήματος που τον διέπει. Ωραία. Τα είπα και ξεθύμανα. Πάρτε τώρα το βιβλίο αυτής της «διεστραμμένης» της Christa της Faust να γουστάρετε αρρωστημένο νεογοτθικό «ερωτισμό»! Επίσης αναζητήστε και τις υπόλοιπες «σκοτεινές» προτάσεις των εκδόσεων «Ars Nocturna», που φαίνεται να ακολουθούν επάξια πια το «Οξύ» στην goth ελληνική εκδοτική πρωτοπορία.
osiem: Το Όνειρο της Κλάρας και άλλα διηγήματα, του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου (Νεφέλη 1991). «Την Κλάρα δεν την αγάπησε ποτέ κανείς. Πώς ήταν τόσο άσχημη δεν ήθελε να το πιστέψη, κι ας το φοβότανε. Όμως δεν την αγάπησε ποτέ κανείς, και στις συντρόφισσές της πού φλυαρούσαν για τούς έρωτές τους, έπρεπε να κάθεται να πλάθη και να διηγήται κι αυτή φανταστικές ιστορίες για νέους πού την αγαπήσαν μια φορά και γι' άλλους πού την κυνηγούν ακόμα.» Υπάρχει ελληνική λογοτεχνία που θα μπορούσαμε να πούμε ότι συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά αυτά που περιγράφουν την γοτθική αισθητική; Μια φίλη, λάτρης φανατική του στυλ αυτού, μου είχε πει παλιά πως ο καλύτερος goth συγγραφέας όλων των εποχών είναι ο Παπαδιαμάντης. Αλλά νομίζω πως μάλλον υπερέβαλε. Γενικά το είχε αυτό: υπερέβαλλε. Πάντως, αν το καλοσκεφτεί κανείς, το σκηνικό της ελληνικής επαρχίας, ειδικά αυτής του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου, πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις προκειμένου να ευδοκιμήσουν τα χάρτινα αυτά άνθη του κακού. Και κάπως έτσι φύτρωσε το goth το ελληνικό λίγο πιο έξω από το Αγρίνιο. Από τη συλλογή αυτή του πολυπράγμονος και μάλλον παραγνωρισμένου Χατζόπουλου διαβάστε το Στα σκοτεινά και σκηνοθετήστε παράλληλα μες στο μυαλό σας την καθ’ ημάς εκδοχή της «Έκτης αίσθησης» (προσοχή, δεν κάνω πλάκα!) και κυρίως απολαύστε το πρώτο (ομώνυμο) διήγημα ακούγοντας ταυτόχρονα κατά προτίμηση το «Where the wild roses grow» και θα καταλάβετε πολύ καλά τι εννοώ.
dziewięć: Το Κεφάλαιο, του Carl Marx (Κάκτος 2010, μετάφραση Φιλολογική Ομάδα Κάκτου). Με λίγα λόγια η υπόθεση: Ο άνθρωπος επινοεί ένα σύστημα προκειμένου αυτό να τον υπηρετεί και μέσω αυτού να αποκομίζει άνεση, πλούτο και ευτυχία. Στη συνέχεια ξεγελιέται τόσο πολύ από την φαινομενική τελειότητα του δημιουργήματός του, που ξεχνάει πώς αυτό δημιουργήθηκε και φτάνει να πιστεύει πως το σύστημα είναι «φυσικό» και διέπεται από κάποια άγραφη νομοτέλεια. Το σύστημα όμως δεν αργεί να εμφανίσει τα ελαττώματά του, που μολονότι προσβάλλουν τα αναφαίρετα δικαιώματα του δημιουργού του, αυτός προτιμά να τα βαφτίζει «κρίσεις» και να τα αντιμετωπίζει ως παροδικές ασθένειες. Η ηττοπαθής και μοιρολατρική στάση του ανθρώπου απέναντι στο σύστημα σταδιακά το μετατρέπει σε τέρας, το οποίο διψάει διαρκώς και περισσότερο για ανθρώπινες ζωές και αξιοπρέπειες. Ο άνθρωπος τελικά από ρυθμιστής του «τέλειου» συστήματος ξεπέφτει στην κατάσταση του σκλάβου του αδηφάγου κτήνους που ο ίδιος έχει κατασκευάσει. Ώσπου, κάποια στιγμή, ο «ήρωας» της «ιστορίας» μας συνέρχεται και… Α, όχι! Δε θα σας αποκαλύψω τη συνέχεια. Θα σας αφήσω –και καλά- στην αγωνία. (Στην προτεινόμενη έκδοση αποδίδεται στα ελληνικά η περίληψη του Κεφαλαίου από τον Paul Lafargue – σιγά μη το διαβάσουμε και ολόκληρο!) Εντάξει, όσοι γελάσατε, γελάσατε και όσοι εκνευριστήκατε, επίσης σας καταλαβαίνω. Όμως, ας μου επιτρέψετε προσωπικά να θεωρώ το έργο του Καρόλου Μαρξ ως το απόλυτο και ως το πιο εφιαλτικό «γοτθικό μυθιστόρημα». Το οποίο, ωστόσο, σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα, αφήνει μια χαραμάδα για το πιο λυτρωτικό ίσως happy end της ιστορίας και της Ιστορίας γενικότερα. Άλλωστε, ο modern Prometheus της εποχής κάπου αλλού («Κριτική του Προγράμματος της Γκότα») το έχει γράψει καθαρά: «Από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του».
Λοιπόν, και πριν πέσουν όλοι οι γκοθάδες, οι γκοθούδες και τα γκοθόπουλα να με φάνε, να επισημάνω πως τα βιβλία στα οποία αναφέρθηκα παραπάνω, μπορεί και να μην είναι το καλύτερα ή τα σημαντικότερα ή τα πιο αντιπροσωπευτικά του συγκεκριμένου λογοτεχνικού ύφους, αλλά απλώς αυτά που εγώ έκρινα ως προσφορότερα για αναφορά τη δεδομένη κρίσιμη στιγμή στο δεδομένο κατά παραγγελία αφιέρωμα. Ούτε ειδικός επί του θέματος είμαι ούτε στους φανατικούς του είδους ανήκω.
Ο δε Μέλμοθ με συνόδευσε πολύ αρμονικά καθ’ όλη την παραμονή μου στην ισπανική πρωτεύουσα, τόσο τα βράδια στο –εννοείται- στοιχειωμένο σπίτι της οδού Leganitos 20, όπου και έμενα, όσο και στα καφέ της Malasaña και του Lavapiés, όπου περιέφερα για τρεις βδομάδες το ταπεινό σαρκίο μου. Και ολοκλήρωσα το διάβασμά του έτσι ακριβώς όπως και το ξεκίνησα, στο αεροπλάνο της Iberia δηλαδή, που με έφερε πίσω στη μίζερη και γοητευτική πατρίδα μου.
Και ύστερα από όλα αυτά ακόμα αναρωτιέμαι, υπάρχει στ’ αλήθεια κάτι πιο τρομακτικό από αυτή τη γαμημένη την απογείωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου