Δε θα σας πω ψέματα. Δεν πρόκειται ετούτη τη φορά να φτιάξω ιστορίες. Ο λόγος για τον οποίον ξεκίνησα να πάω στη Μαδρίτη τον Οκτώβριο ήταν καθαρά ερωτικός, το ομολογώ, και άλλο τίποτα. Και αν μέχρι σήμερα ταξίδευα συνήθως για να απομακρυνθώ από κάποια συναισθηματική εμπλοκή, φαίνεται πως τώρα στα γεράματα άρχισα πια να κάνω το αντίθετο. Και κάπως έτσι, δηλαδή, φόρτωσα στο αμάξι τις αποσκευές, βρήκα κι έναν καλό συνοδηγό και αφού «χιλιόμετρα κάναμε πάλι», όπως φωνάζουν και τα Παόκια ρυθμικά, έφτασα στην άλλη άκρη της Ευρώπης, μόνο και μόνο για να δω να περιπλέκονται τα πράγματα ακόμα περισσότερο.
«Μα ποιον ενδιαφέρουν όλα αυτά;», δικαίως θα αγανακτήσουν κάποιοι. «Δε σε πληρώνουμε γι’ αυτό. Πες μας, κάνα καλό βιβλίο διάβασες;» Για να δούμε, λοιπόν:
uno: «Το Μέγεθος της Τραγωδίας», του Quim Monzó (Πάπυρος 2011). «Θα τον κατασπάραζε. Πρώτα θα του έβγαζε τα γυαλιά, θα τον φιλούσε στα βλέφαρα, θα του τα φωτογράφιζε, θα του έβγαζε εκείνα τα δύο μεγάλα και ανήσυχα μάτια, θα τα φύλαγε στην τσέπη της και θα τα είχε έτσι για πάντα μαζί της μέχρι τον τάφο. Και (όταν πια θα πέθαινε) τα σκουλήκια θα έβρισκαν διπλή μερίδα μάτια.» Ένα γενναίο μυθιστόρημα, όπου ξεδιπλώνεται όλη η γελοιότητα της τραγικότητας της καθημερινότητας και της ζωής. Μια παράδοξα ρεαλιστική ιστορία για το πώς μπορεί το άγχος ενός άντρα για τη στυτική του ανεπάρκεια να οδηγήσει στην συντέλεια του κόσμου (του). Πιστεύω πως ο Ραμόν Μαρία είναι ένας από τους πιο ολοκληρωμένους ήρωες της σύγχρονης μυθοπλασίας, ενώ το επιστημονικοφανές πορνογράφημα στο τέλος του βιβλίου θα έπρεπε ήδη να αποτελεί μνημείο του ανθρώπινου πολιτισμού. Οι εκδόσεις Πάπυρος τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργήσει μια ιδιαίτερη σειρά με ενδιαφέρουσες λογοτεχνικές επιλογές από τα Ισπανικά (ο Monzó είναι Καταλανός) και τα Πορτογαλικά - αναζητήστε επίσης το «Στου Διαόλου τη Μάνα» του António Lobo Antunes και ανακαλύψτε τον Πορτογάλο Céline!
dos: «Σύντομη Ιστορία της Ισπανίας», του J. Vicens Vives (Αίολος 1997). Ο Έλληνας αναγνώστης που γενικά επιθυμεί να διαβάσει σοβαρά και ενδιαφέροντα συγγράμματα για τις Ιστορίες άλλων λαών μεταφρασμένα στη γλώσσα του, μάλλον θα απογοητευτεί. Πέρα από τις τρεις-τέσσερις βασικές δυνάμεις, στο πολιτικό, ιδεολογικό και πολιτιστικό άρμα των οποίων δένεται κατά καιρούς η πτωχή πλην τίμια χώρα μας, για όλα τα υπόλοιπα σημεία του πλανήτη η υπάρχουσα στα ελληνικά βιβλιογραφία είναι τουλάχιστον αποσπασματική. Και όπως μου είπε και ένας φίλος βιβλιοπώλης, όταν τον ρώτησα αν του βρίσκεται καμιά Ιστορία της Ισπανίας, «Έλα μωρέ! Ποιος νοιάζεται για αυτούς; Είναι πολύ “γωνία”…». Τέλος πάντων, το βιβλίο του καθηγητή Vives είναι ένα έγκυρο, σοβαρό και αντικειμενικό ιστορικό εγχειρίδιο – εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η ανάλυση του ιδεολογήματος των «Ισπανιών», με το οποίο επιχειρείται να αντιμετωπιστεί εργαστηριακά το ακόμα φλέγον ζήτημα της «συγκατοίκησης» των διαφορετικών εθνών της Ιβηρικής! Ο ορισμός του επιστημονικού συγγράμματος. Και προς Θεού, μη παρασύρεστε από την εμπορική περιγραφή στο οπισθόφυλλό του! Αν θέλετε «να γνωρίσετε καλύτερα την πλούσια και γοητευτική παράδοση της Ισπανίας» μέσα από τα βιβλία, μάλλον θα πρέπει να ξεκινήσετε μαθήματα Ισπανικών.
tres: «Το Κάθετο Ταξίδι», του Enrique Vila-Matas (Καστανιώτης 2004). «”Υπάρχουν στο νησί οπαδοί της Ανεξαρτησίας;” Του εξήγησα ότι στη Μαδέρα δε ζούσε κανείς πριν από την ανακάλυψή της από τους Πορτογάλους τον 15ο αιώνα. “Τι εντυπωσιακή εικόνα, αν τη σκεφτεί κανείς σε βάθος!” απάντησε. “Ένα νησί για αιώνες έρημο”. Του εξήγησα ότι η απουσία ανθρώπων μέχρι την άφιξη των Πορτογάλων έκανε σουρεαλιστική οποιαδήποτε ιδέα περί ανεξαρτησίας. Του εξήγησα ότι δεν συνέβαινε το ίδιο όπως στα Κανάρια, για παράδειγμα, τα οποία άλλωστε κατοικούνταν από τους Γουάντσες πριν από την άφιξη των Ισπανών. Τον ρώτησα αστειευόμενος: “Δεν πιστεύω να ήρθατε στη Μαδέρα έχοντας κατά νου να οργανώσετε κίνημα ανεξαρτησίας;” Το πήρε στα σοβαρά. “Νομίζετε ότι στην ηλικία μου είμαι σε θέση να κάνω τέτοιο πράγμα; Ήρθα για διακοπές.”» Ίσως το καταλληλότερο (πάντα πίστευα πως ο συγκριτικός βαθμός του επιθέτου κατάλληλος, -η, -ο είναι εφεύρεση των δημοσκόπων) βιβλίο για κάποιον που ταξιδεύει προκειμένου να οργανώσει κινήματα ανεξαρτησίας από τις συνήθειες του, την οικογένεια, τις συναναστροφές, τις ιδέες, τις ελπίδες του, από τον ίδιο του τον εαυτό του. Ένας ύμνος στην (μετα)μορφωτική αξία του ταξιδιού από έναν από τους σημαντικότερους εν ζωή Ευρωπαίους δημιουργούς – αν δεν τον γνωρίζετε (κακώς), αναζητήστε και τα υπόλοιπα βιβλία του (στα ελληνικά νομίζω όλα από τον Καστανιώτη).
cuatro: «Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος», του Gabriele Ranzato (Κέδρος 2006). Δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή επιλογή που θα μπορούσα να κάνω μάλλον, όταν αναζητούσα στα βιβλιοπωλεία μια σχετική ιστορική μονογραφία. Το βιβλίο του Ιταλού ιστορικού μοιάζει πιο πολύ με εγχειρίδιο προορισμένο για φοιτητές ιστορικών σπουδών (ίσως για τους φοιτητές του πανεπιστημίου όπου διδάσκει ο ίδιος ο Ranzato), και ως τέτοιο τη δουλειά του, προφανώς, την κάνει μια χαρά. Ωστόσο, αν θέλει κάποιος να μελετήσει περισσότερο το θέμα μέσω μιας πιο πολιτικής ανάλυσης για έναν πόλεμο όπου συγκρούστηκαν οι κυρίαρχες ιδεολογίες των δύο τελευταίων αιώνων, θα του πρότεινα την «Ιστορία του Ισπανικού Εμφυλίου» του Hugh Thomas, (Τολίδης 1971) ή το «Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος 1936-39» του Antony Beevor (Γκοβόστης 2006), ιδίως αν θέλει να μελετήσει περισσότερο το στρατηγικό σκέλος αυτής της τόσο ένδοξης και βρώμικης ταυτόχρονα ιστορίας. Στα ελληνικά, περισσότερο λόγω φετιχοποίησης του θέματος, παρά λόγω επιστημονικής ή ιδεολογικής αναζήτησης, υπάρχει σημαντική μεταφρασμένη βιβλιογραφία, κυρίως συγκεκριμένου πολιτικού προσανατολισμού. Υπάρχουν βέβαια μεταξύ αυτών και κείμενα που ξεχωρίζουν, όπως το εξαιρετικό «Οι Άνθρωποι που Κύκλωσαν το Άλφα» του Augoustin Souhi (Άρδην).
cinco: «Σκηνές Κυνηγιού», του Rafael Chibres (Άγρα 2009). Το μοτίβο της αφήγησης όπου, ενώ φαινομενικά διαβάζουμε τη ζωή ενός ανθρώπου, στην ουσία παρακολουθούμε την Ιστορία της πόλης και της χώρας του είναι πλέον συνηθισμένο και πολύ αγαπητό και στα καθ’ ημάς. Εδώ ο συγγραφέας –ο Chibres συμπτωματικά είναι και Ιστορικός- μας δίνει την ιστορία της ζωής ενός «κυνηγού», ενός ανθρώπου δηλαδή που πάτησε πάνω στην Ιστορία προκειμένου να ανέλθει κοινωνικά, ώσπου να έρθει η ώρα της κρίσης (τα γηρατειά και η κατάρρευση του φρανκικού καθεστώτος) και να νιώσει τελικά την Ιστορία να φεύγει κάτω από τα πόδια του. Ο αναγνώστης που θέλει να μάθει πολύ περισσότερα από τη βιογραφία ενός φανταστικού ήρωα, θα βρει στις αντικρουόμενες συνιστώσες της προσωπικότητας τού Κάρλος όλες τις αντιφάσεις τις σύγχρονης ισπανικής κοινωνίας. Ο πιο προσεκτικός μελετητής θα μπορέσει χωρίς αμφιβολία να διακρίνει στη διαδικασία αποδόμησης των αξιών της «εκκωφαντικής Ισπανίας, όπου όλα λύνονταν ουρλιάζοντας ζητωκραυγές ή καταδίκες κάτω από τον αστραφτερό ήλιο» την τραγική κατάληξη των δευτεραγωνιστών (νικητών και ηττημένων) ενός πολέμου που, όπως όλοι, εξάλλου, οι εμφύλιοι, ουσιαστικά δεν τελείωσε ποτέ. Ένα πολλαπλώς ωφέλιμο μυθιστόρημα.
seis: «Τα Μυστήρια της Μαδρίτης», του Antonio Muñoz Molina (Σέλας 1994). Κοντά στο σπίτι όπου έμενα στη Μαδρίτη υπάρχει ένα πολύ ωραίο βιβλιοπωλείο, που λέγεται «Ocho y Medio» (8 ½) και που κυρίως ειδικεύεται στα σχετικά με τον κινηματογράφο βιβλία και λευκώματα. Ένα απόγευμα πήγα με την σύντροφό μου και το επισκεφτήκαμε και είδαμε εκεί σε κάποιο ράφι του μια φωτογραφία του Muñoz Molina πλάι σε μία πρόσκληση για κάποια σχετική εκδήλωση. «Χα! Κοίτα», της λέω, «αυτός είναι ο τύπος που έγραψε το βιβλίο που διαβάζω τώρα.» «Α, ναι; Τι βιβλίο είναι αυτό», με ρωτάει. «Χμ, ας πούμε αστυνομικό…», της απαντώ. «Μα, τώρα σοβαρά, είναι φάτσα αυτή ανθρώπου που γράφει αστυνομικά;» και κάπως έτσι προχωρήσαμε πιο κάτω. Εσείς, όμως, μην την ακούτε! Μια χαρά είναι η φάτσα του ανθρώπου. Το βιβλίο, όμως, πράγματι, αστυνομικό δεν το λες. Παρωδία νουάρ, ίσως. Ένα τρελομυθιστόρημα, όπου ο εξαιρετικά δημοφιλής στην Ισπανία συγγραφέας κάνει την πλάκα του και στ’ αλήθεια την κάνει μια χαρά. Αν επισκέπτεστε κολλητά και τις δύο πρωτεύουσες της Ιβηρικής, διαβάστε το μαζί με το «Ο Χειμώνας στη Λισσαβώνα», του ιδίου και από τις ίδιες εκδόσεις στα ελληνικά και αρκετά διασκεδαστικό επίσης.
siete: «Ύπνος», του Javier Azpeitia (Opera 2007). Ο πρωτότυπος τίτλος του ερεβώδους αυτού μυθιστορήματος είναι «Hipnos» και ο πολυπράγμων Μαδριλένος συγγραφέας του (αρχίζω να πιστεύω ότι οι εκδόσεις Opera διαλέγουν βιβλία βάσει του βιογραφικού του δημιουργού τους) φαίνεται να είναι στ’ αλήθεια τεχνίτης της υπνωτιστικής αφήγησης. Επειδή προσωπικά πάντα με ελκύουν οι «έγκλειστες» ιστορίες, ίσως και να μην είμαι τόσο αντικειμενικός κριτής. Επίσης, ομολογώ πως ο μοναδικός τρόπος με τον οποίον ο Azpeitia χειρίζεται την αγαπημένη μου δευτεροπρόσωπη γραφή τελικά δε με άφησε να κοιμηθώ. Πάντως, θεωρώ το βιβλίο αυτό ένα χαρακτηριστικό δείγμα «κακιάς» -προσοχή, όχι κακής!- λογοτεχνίας, από αυτά που μόλις τα τελειώνεις τα ξαναδιαβάζεις ξανά από την αρχή ή που κάπου περίπου στα μισά τα παρατάς φωνάζοντας, «Άσε μας ρε φίλε! Λίγα προβλήματα έχουμε, δηλαδή;». «…στο ανόητο πηγαινέλα των περισσοτέρων, που προκαλεί συναπαντήματα και συγκρούσεις που τις αποφεύγουν μόνο την τελευταία στιγμή - μηχανικά. Η διαδρομή του καθενός μοιάζει να κινείται από ελατήρια κρυμμένα στην ψυχή του. Πλάνητες πλανήτες σ' ένα σύμπαν που το διευθύνει ο θεός της τρέλας, δεν ανταμώνουν ποτέ. Ποτέ δεν αγγίζονται.»
ocho: «Αισθητικό Τρίπτυχο», του José Ortega y Gasset (Printa 2011). Η μετάφραση του βιβλίου αυτού στα ελληνικά υπήρξε ένα από τα εκδοτικά γεγονότα της χρονιάς που μας πέρασε. Ο Ortega y Gasset -ήδη γνωστός στο ελληνικό κοινό κυρίως από την «Εξέγερση των Μαζών» (Δωδώνη 2006)- είναι μαζί με τον Miguel de Unamuno οι πιο προβεβλημένες μορφές της ισπανικής διανόησης του εικοστού αιώνα. Το «Αισθητικό Τρίπτυχο» αποτελείται από τρία επιμέρους δοκίμια, το διάσημο «Ο Απανθρωπισμός της Τέχνης», όπου ο συγγραφέας θέτει με τον πιο προκλητικό τρόπο το υπαρξιακό ζήτημα της αξίας της νεωτερικής (μοντέρνας) τέχνης και της «αντιδημοτικής» σχέσης της με το κοινό, και τα «Σκέψεις για τον Δον Κιχώτη» και «Ιδέες για το Μυθιστόρημα», όπου μελετώνται και αναλύονται –εν προκειμένου και εν γένει αντίστοιχα- οι αισθητικές και φιλοσοφικές παράμετροι του πιο ολοκληρωμένου είδους του αφηγηματικού λόγου, προκειμένου να αναδειχτούν οι αρετές του και να καταδειχτούν τα αδιέξοδά του. Αξίζει να επισημανθεί ότι τα κείμενα αυτά αποδόθηκαν στη γλώσσα μας από σπουδαστές του Π.Μ.Σ Μετάφρασης και Μεταφρασεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών υπό την επίβλεψη του καθηγητή Βίκτωρα Ιβάνοβιτς, στον οποίον οφείλεται και η εξαιρετικά κατατοπιστική εισαγωγή στο βιβλίο, αλλά και στη σκέψη του Ortega y Gasset γενικότερα.
nueve: «Άβυσσος», της Carmen Laforet (Πατάκης 2007). Όσο εμβληματική μορφή είναι για την ισπανόφωνη λογοτεχνία η Carmen Laforet, τόσο το πρώτο και σπουδαιότερό της έργο -«Nada» στο πρωτότυπο, δηλαδή «Τίποτα»- είναι και το μυθιστόρημα που έχει επηρεάσει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο της εποχής του τις μετέπειτα γενιές συγγραφέων αλλά και γενικότερα την σύγχρονη πνευματική δημιουργία της Ισπανίας. Μάλιστα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που -εκ των υστέρων φυσικά- του αναγνωρίζουν επιρροές και αναφορές στο κίνημα «La Movida» που ανέδειξε την μεταπολιτευτική καλλιτεχνική –κυρίως την κινηματογραφική- παραγωγή των Ισπανών σε παγκόσμια πρωτοπορία. Το «Τίποτα» φαινομενικά μοιάζει με μία κοινότυπη ιστορία ενηλικίωσης, τόσο της ηρωίδας του όσο και της ίδιας της συγγραφέως – η Laforet όταν το έγραψε ήταν μόλις είκοσι χρονών. Όμως στην πραγματικότητα είναι πολύ περισσότερα από αυτό, αφού ουσιαστικά είναι το έργο που βγήκε μέσα από τα σπλάχνα της πιο καθυστερημένης και συντηρητικής κοινωνίας της δυτικής, τουλάχιστον, Ευρώπης για να αναδειχθεί σε ένα προκλητικό μανιφέστο υπεράσπισης της λαχτάρας για ζωή, έρωτα και ελευθερία, αλλά και της παράνοιας που αυτή η παμφάγος λαχτάρα επιφυλάσσει. Η σκηνή της σχεδόν υπνοβατικής απόδρασης της νεαρής Αντρέα στους δρόμους της νυχτερινής Βαρκελώνης ειλικρινά μπορεί να στοιχειώσει τα όνειρα κάθε ανήσυχου αναγνώστη.
Επιφυλάσσομαι να συνεχίσω το αφιέρωμά μου αυτό κατά τη δεύτερη (εαρινή) μου εκστρατεία στην Ιβηρική με την προοπτική να παραθέσω και άλλα –ενδεχομένως πιο πορτογαλικά- αναγνώσματα. Θα ευχόμουν να μπορούσα ακόμα και να δεσμευτώ για αυτό, αλλά δεν εξαρτάται μόνο από εμένα, ξέρετε. Ίσως ως τότε καταφέρω, πέρα από το να συλλαβίζω τα απολύτως για την επιβίωσή μου βασικά (una cerveza/uno cortado por favor, soy amigo íntimo del cabrón Francisco Franco κ.λπ.) και να μετράω περίπου ως το δέκα, να αυτοδιδαχτώ κι ένα-δυο πράγματα λιγότερο τουριστικά. Έτσι ώστε να πάψω να μεταφράζω όσα ακούω στο χαρτί πάντα προς όφελος της ποίησης και εις βάρος της αλήθειας.
«Μα ποιον ενδιαφέρουν όλα αυτά;», δικαίως θα αγανακτήσουν κάποιοι. «Δε σε πληρώνουμε γι’ αυτό. Πες μας, κάνα καλό βιβλίο διάβασες;» Για να δούμε, λοιπόν:
uno: «Το Μέγεθος της Τραγωδίας», του Quim Monzó (Πάπυρος 2011). «Θα τον κατασπάραζε. Πρώτα θα του έβγαζε τα γυαλιά, θα τον φιλούσε στα βλέφαρα, θα του τα φωτογράφιζε, θα του έβγαζε εκείνα τα δύο μεγάλα και ανήσυχα μάτια, θα τα φύλαγε στην τσέπη της και θα τα είχε έτσι για πάντα μαζί της μέχρι τον τάφο. Και (όταν πια θα πέθαινε) τα σκουλήκια θα έβρισκαν διπλή μερίδα μάτια.» Ένα γενναίο μυθιστόρημα, όπου ξεδιπλώνεται όλη η γελοιότητα της τραγικότητας της καθημερινότητας και της ζωής. Μια παράδοξα ρεαλιστική ιστορία για το πώς μπορεί το άγχος ενός άντρα για τη στυτική του ανεπάρκεια να οδηγήσει στην συντέλεια του κόσμου (του). Πιστεύω πως ο Ραμόν Μαρία είναι ένας από τους πιο ολοκληρωμένους ήρωες της σύγχρονης μυθοπλασίας, ενώ το επιστημονικοφανές πορνογράφημα στο τέλος του βιβλίου θα έπρεπε ήδη να αποτελεί μνημείο του ανθρώπινου πολιτισμού. Οι εκδόσεις Πάπυρος τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργήσει μια ιδιαίτερη σειρά με ενδιαφέρουσες λογοτεχνικές επιλογές από τα Ισπανικά (ο Monzó είναι Καταλανός) και τα Πορτογαλικά - αναζητήστε επίσης το «Στου Διαόλου τη Μάνα» του António Lobo Antunes και ανακαλύψτε τον Πορτογάλο Céline!
dos: «Σύντομη Ιστορία της Ισπανίας», του J. Vicens Vives (Αίολος 1997). Ο Έλληνας αναγνώστης που γενικά επιθυμεί να διαβάσει σοβαρά και ενδιαφέροντα συγγράμματα για τις Ιστορίες άλλων λαών μεταφρασμένα στη γλώσσα του, μάλλον θα απογοητευτεί. Πέρα από τις τρεις-τέσσερις βασικές δυνάμεις, στο πολιτικό, ιδεολογικό και πολιτιστικό άρμα των οποίων δένεται κατά καιρούς η πτωχή πλην τίμια χώρα μας, για όλα τα υπόλοιπα σημεία του πλανήτη η υπάρχουσα στα ελληνικά βιβλιογραφία είναι τουλάχιστον αποσπασματική. Και όπως μου είπε και ένας φίλος βιβλιοπώλης, όταν τον ρώτησα αν του βρίσκεται καμιά Ιστορία της Ισπανίας, «Έλα μωρέ! Ποιος νοιάζεται για αυτούς; Είναι πολύ “γωνία”…». Τέλος πάντων, το βιβλίο του καθηγητή Vives είναι ένα έγκυρο, σοβαρό και αντικειμενικό ιστορικό εγχειρίδιο – εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η ανάλυση του ιδεολογήματος των «Ισπανιών», με το οποίο επιχειρείται να αντιμετωπιστεί εργαστηριακά το ακόμα φλέγον ζήτημα της «συγκατοίκησης» των διαφορετικών εθνών της Ιβηρικής! Ο ορισμός του επιστημονικού συγγράμματος. Και προς Θεού, μη παρασύρεστε από την εμπορική περιγραφή στο οπισθόφυλλό του! Αν θέλετε «να γνωρίσετε καλύτερα την πλούσια και γοητευτική παράδοση της Ισπανίας» μέσα από τα βιβλία, μάλλον θα πρέπει να ξεκινήσετε μαθήματα Ισπανικών.
tres: «Το Κάθετο Ταξίδι», του Enrique Vila-Matas (Καστανιώτης 2004). «”Υπάρχουν στο νησί οπαδοί της Ανεξαρτησίας;” Του εξήγησα ότι στη Μαδέρα δε ζούσε κανείς πριν από την ανακάλυψή της από τους Πορτογάλους τον 15ο αιώνα. “Τι εντυπωσιακή εικόνα, αν τη σκεφτεί κανείς σε βάθος!” απάντησε. “Ένα νησί για αιώνες έρημο”. Του εξήγησα ότι η απουσία ανθρώπων μέχρι την άφιξη των Πορτογάλων έκανε σουρεαλιστική οποιαδήποτε ιδέα περί ανεξαρτησίας. Του εξήγησα ότι δεν συνέβαινε το ίδιο όπως στα Κανάρια, για παράδειγμα, τα οποία άλλωστε κατοικούνταν από τους Γουάντσες πριν από την άφιξη των Ισπανών. Τον ρώτησα αστειευόμενος: “Δεν πιστεύω να ήρθατε στη Μαδέρα έχοντας κατά νου να οργανώσετε κίνημα ανεξαρτησίας;” Το πήρε στα σοβαρά. “Νομίζετε ότι στην ηλικία μου είμαι σε θέση να κάνω τέτοιο πράγμα; Ήρθα για διακοπές.”» Ίσως το καταλληλότερο (πάντα πίστευα πως ο συγκριτικός βαθμός του επιθέτου κατάλληλος, -η, -ο είναι εφεύρεση των δημοσκόπων) βιβλίο για κάποιον που ταξιδεύει προκειμένου να οργανώσει κινήματα ανεξαρτησίας από τις συνήθειες του, την οικογένεια, τις συναναστροφές, τις ιδέες, τις ελπίδες του, από τον ίδιο του τον εαυτό του. Ένας ύμνος στην (μετα)μορφωτική αξία του ταξιδιού από έναν από τους σημαντικότερους εν ζωή Ευρωπαίους δημιουργούς – αν δεν τον γνωρίζετε (κακώς), αναζητήστε και τα υπόλοιπα βιβλία του (στα ελληνικά νομίζω όλα από τον Καστανιώτη).
cuatro: «Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος», του Gabriele Ranzato (Κέδρος 2006). Δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή επιλογή που θα μπορούσα να κάνω μάλλον, όταν αναζητούσα στα βιβλιοπωλεία μια σχετική ιστορική μονογραφία. Το βιβλίο του Ιταλού ιστορικού μοιάζει πιο πολύ με εγχειρίδιο προορισμένο για φοιτητές ιστορικών σπουδών (ίσως για τους φοιτητές του πανεπιστημίου όπου διδάσκει ο ίδιος ο Ranzato), και ως τέτοιο τη δουλειά του, προφανώς, την κάνει μια χαρά. Ωστόσο, αν θέλει κάποιος να μελετήσει περισσότερο το θέμα μέσω μιας πιο πολιτικής ανάλυσης για έναν πόλεμο όπου συγκρούστηκαν οι κυρίαρχες ιδεολογίες των δύο τελευταίων αιώνων, θα του πρότεινα την «Ιστορία του Ισπανικού Εμφυλίου» του Hugh Thomas, (Τολίδης 1971) ή το «Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος 1936-39» του Antony Beevor (Γκοβόστης 2006), ιδίως αν θέλει να μελετήσει περισσότερο το στρατηγικό σκέλος αυτής της τόσο ένδοξης και βρώμικης ταυτόχρονα ιστορίας. Στα ελληνικά, περισσότερο λόγω φετιχοποίησης του θέματος, παρά λόγω επιστημονικής ή ιδεολογικής αναζήτησης, υπάρχει σημαντική μεταφρασμένη βιβλιογραφία, κυρίως συγκεκριμένου πολιτικού προσανατολισμού. Υπάρχουν βέβαια μεταξύ αυτών και κείμενα που ξεχωρίζουν, όπως το εξαιρετικό «Οι Άνθρωποι που Κύκλωσαν το Άλφα» του Augoustin Souhi (Άρδην).
cinco: «Σκηνές Κυνηγιού», του Rafael Chibres (Άγρα 2009). Το μοτίβο της αφήγησης όπου, ενώ φαινομενικά διαβάζουμε τη ζωή ενός ανθρώπου, στην ουσία παρακολουθούμε την Ιστορία της πόλης και της χώρας του είναι πλέον συνηθισμένο και πολύ αγαπητό και στα καθ’ ημάς. Εδώ ο συγγραφέας –ο Chibres συμπτωματικά είναι και Ιστορικός- μας δίνει την ιστορία της ζωής ενός «κυνηγού», ενός ανθρώπου δηλαδή που πάτησε πάνω στην Ιστορία προκειμένου να ανέλθει κοινωνικά, ώσπου να έρθει η ώρα της κρίσης (τα γηρατειά και η κατάρρευση του φρανκικού καθεστώτος) και να νιώσει τελικά την Ιστορία να φεύγει κάτω από τα πόδια του. Ο αναγνώστης που θέλει να μάθει πολύ περισσότερα από τη βιογραφία ενός φανταστικού ήρωα, θα βρει στις αντικρουόμενες συνιστώσες της προσωπικότητας τού Κάρλος όλες τις αντιφάσεις τις σύγχρονης ισπανικής κοινωνίας. Ο πιο προσεκτικός μελετητής θα μπορέσει χωρίς αμφιβολία να διακρίνει στη διαδικασία αποδόμησης των αξιών της «εκκωφαντικής Ισπανίας, όπου όλα λύνονταν ουρλιάζοντας ζητωκραυγές ή καταδίκες κάτω από τον αστραφτερό ήλιο» την τραγική κατάληξη των δευτεραγωνιστών (νικητών και ηττημένων) ενός πολέμου που, όπως όλοι, εξάλλου, οι εμφύλιοι, ουσιαστικά δεν τελείωσε ποτέ. Ένα πολλαπλώς ωφέλιμο μυθιστόρημα.
seis: «Τα Μυστήρια της Μαδρίτης», του Antonio Muñoz Molina (Σέλας 1994). Κοντά στο σπίτι όπου έμενα στη Μαδρίτη υπάρχει ένα πολύ ωραίο βιβλιοπωλείο, που λέγεται «Ocho y Medio» (8 ½) και που κυρίως ειδικεύεται στα σχετικά με τον κινηματογράφο βιβλία και λευκώματα. Ένα απόγευμα πήγα με την σύντροφό μου και το επισκεφτήκαμε και είδαμε εκεί σε κάποιο ράφι του μια φωτογραφία του Muñoz Molina πλάι σε μία πρόσκληση για κάποια σχετική εκδήλωση. «Χα! Κοίτα», της λέω, «αυτός είναι ο τύπος που έγραψε το βιβλίο που διαβάζω τώρα.» «Α, ναι; Τι βιβλίο είναι αυτό», με ρωτάει. «Χμ, ας πούμε αστυνομικό…», της απαντώ. «Μα, τώρα σοβαρά, είναι φάτσα αυτή ανθρώπου που γράφει αστυνομικά;» και κάπως έτσι προχωρήσαμε πιο κάτω. Εσείς, όμως, μην την ακούτε! Μια χαρά είναι η φάτσα του ανθρώπου. Το βιβλίο, όμως, πράγματι, αστυνομικό δεν το λες. Παρωδία νουάρ, ίσως. Ένα τρελομυθιστόρημα, όπου ο εξαιρετικά δημοφιλής στην Ισπανία συγγραφέας κάνει την πλάκα του και στ’ αλήθεια την κάνει μια χαρά. Αν επισκέπτεστε κολλητά και τις δύο πρωτεύουσες της Ιβηρικής, διαβάστε το μαζί με το «Ο Χειμώνας στη Λισσαβώνα», του ιδίου και από τις ίδιες εκδόσεις στα ελληνικά και αρκετά διασκεδαστικό επίσης.
siete: «Ύπνος», του Javier Azpeitia (Opera 2007). Ο πρωτότυπος τίτλος του ερεβώδους αυτού μυθιστορήματος είναι «Hipnos» και ο πολυπράγμων Μαδριλένος συγγραφέας του (αρχίζω να πιστεύω ότι οι εκδόσεις Opera διαλέγουν βιβλία βάσει του βιογραφικού του δημιουργού τους) φαίνεται να είναι στ’ αλήθεια τεχνίτης της υπνωτιστικής αφήγησης. Επειδή προσωπικά πάντα με ελκύουν οι «έγκλειστες» ιστορίες, ίσως και να μην είμαι τόσο αντικειμενικός κριτής. Επίσης, ομολογώ πως ο μοναδικός τρόπος με τον οποίον ο Azpeitia χειρίζεται την αγαπημένη μου δευτεροπρόσωπη γραφή τελικά δε με άφησε να κοιμηθώ. Πάντως, θεωρώ το βιβλίο αυτό ένα χαρακτηριστικό δείγμα «κακιάς» -προσοχή, όχι κακής!- λογοτεχνίας, από αυτά που μόλις τα τελειώνεις τα ξαναδιαβάζεις ξανά από την αρχή ή που κάπου περίπου στα μισά τα παρατάς φωνάζοντας, «Άσε μας ρε φίλε! Λίγα προβλήματα έχουμε, δηλαδή;». «…στο ανόητο πηγαινέλα των περισσοτέρων, που προκαλεί συναπαντήματα και συγκρούσεις που τις αποφεύγουν μόνο την τελευταία στιγμή - μηχανικά. Η διαδρομή του καθενός μοιάζει να κινείται από ελατήρια κρυμμένα στην ψυχή του. Πλάνητες πλανήτες σ' ένα σύμπαν που το διευθύνει ο θεός της τρέλας, δεν ανταμώνουν ποτέ. Ποτέ δεν αγγίζονται.»
ocho: «Αισθητικό Τρίπτυχο», του José Ortega y Gasset (Printa 2011). Η μετάφραση του βιβλίου αυτού στα ελληνικά υπήρξε ένα από τα εκδοτικά γεγονότα της χρονιάς που μας πέρασε. Ο Ortega y Gasset -ήδη γνωστός στο ελληνικό κοινό κυρίως από την «Εξέγερση των Μαζών» (Δωδώνη 2006)- είναι μαζί με τον Miguel de Unamuno οι πιο προβεβλημένες μορφές της ισπανικής διανόησης του εικοστού αιώνα. Το «Αισθητικό Τρίπτυχο» αποτελείται από τρία επιμέρους δοκίμια, το διάσημο «Ο Απανθρωπισμός της Τέχνης», όπου ο συγγραφέας θέτει με τον πιο προκλητικό τρόπο το υπαρξιακό ζήτημα της αξίας της νεωτερικής (μοντέρνας) τέχνης και της «αντιδημοτικής» σχέσης της με το κοινό, και τα «Σκέψεις για τον Δον Κιχώτη» και «Ιδέες για το Μυθιστόρημα», όπου μελετώνται και αναλύονται –εν προκειμένου και εν γένει αντίστοιχα- οι αισθητικές και φιλοσοφικές παράμετροι του πιο ολοκληρωμένου είδους του αφηγηματικού λόγου, προκειμένου να αναδειχτούν οι αρετές του και να καταδειχτούν τα αδιέξοδά του. Αξίζει να επισημανθεί ότι τα κείμενα αυτά αποδόθηκαν στη γλώσσα μας από σπουδαστές του Π.Μ.Σ Μετάφρασης και Μεταφρασεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών υπό την επίβλεψη του καθηγητή Βίκτωρα Ιβάνοβιτς, στον οποίον οφείλεται και η εξαιρετικά κατατοπιστική εισαγωγή στο βιβλίο, αλλά και στη σκέψη του Ortega y Gasset γενικότερα.
nueve: «Άβυσσος», της Carmen Laforet (Πατάκης 2007). Όσο εμβληματική μορφή είναι για την ισπανόφωνη λογοτεχνία η Carmen Laforet, τόσο το πρώτο και σπουδαιότερό της έργο -«Nada» στο πρωτότυπο, δηλαδή «Τίποτα»- είναι και το μυθιστόρημα που έχει επηρεάσει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο της εποχής του τις μετέπειτα γενιές συγγραφέων αλλά και γενικότερα την σύγχρονη πνευματική δημιουργία της Ισπανίας. Μάλιστα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που -εκ των υστέρων φυσικά- του αναγνωρίζουν επιρροές και αναφορές στο κίνημα «La Movida» που ανέδειξε την μεταπολιτευτική καλλιτεχνική –κυρίως την κινηματογραφική- παραγωγή των Ισπανών σε παγκόσμια πρωτοπορία. Το «Τίποτα» φαινομενικά μοιάζει με μία κοινότυπη ιστορία ενηλικίωσης, τόσο της ηρωίδας του όσο και της ίδιας της συγγραφέως – η Laforet όταν το έγραψε ήταν μόλις είκοσι χρονών. Όμως στην πραγματικότητα είναι πολύ περισσότερα από αυτό, αφού ουσιαστικά είναι το έργο που βγήκε μέσα από τα σπλάχνα της πιο καθυστερημένης και συντηρητικής κοινωνίας της δυτικής, τουλάχιστον, Ευρώπης για να αναδειχθεί σε ένα προκλητικό μανιφέστο υπεράσπισης της λαχτάρας για ζωή, έρωτα και ελευθερία, αλλά και της παράνοιας που αυτή η παμφάγος λαχτάρα επιφυλάσσει. Η σκηνή της σχεδόν υπνοβατικής απόδρασης της νεαρής Αντρέα στους δρόμους της νυχτερινής Βαρκελώνης ειλικρινά μπορεί να στοιχειώσει τα όνειρα κάθε ανήσυχου αναγνώστη.
Επιφυλάσσομαι να συνεχίσω το αφιέρωμά μου αυτό κατά τη δεύτερη (εαρινή) μου εκστρατεία στην Ιβηρική με την προοπτική να παραθέσω και άλλα –ενδεχομένως πιο πορτογαλικά- αναγνώσματα. Θα ευχόμουν να μπορούσα ακόμα και να δεσμευτώ για αυτό, αλλά δεν εξαρτάται μόνο από εμένα, ξέρετε. Ίσως ως τότε καταφέρω, πέρα από το να συλλαβίζω τα απολύτως για την επιβίωσή μου βασικά (una cerveza/uno cortado por favor, soy amigo íntimo del cabrón Francisco Franco κ.λπ.) και να μετράω περίπου ως το δέκα, να αυτοδιδαχτώ κι ένα-δυο πράγματα λιγότερο τουριστικά. Έτσι ώστε να πάψω να μεταφράζω όσα ακούω στο χαρτί πάντα προς όφελος της ποίησης και εις βάρος της αλήθειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου