Στο 10ο διαμέρισμα, στο νούμερο 49 της οδού Lucien Sampaix, δυο βήματα από το Gare de l’Est και πλάι στη δεξιά όχθη του καναλιού του St-Martin, υπάρχει ένα μικρό καφέ που ονομάζεται L'Atmosphère. Το μέρος αυτό το πρωτοεπισκέφτηκα το μακρινό 1999 με την ιδιότητα του ψευτοφοιτητή εξωτερικού και ύστερα πάλι άλλες τρεις-τέσσερις φορές μέσα στην περασμένη μα όχι -όσο μάλλον θα έπρεπε- ξεχασμένη δεκαετία, κάτω από συνθήκες πολύ διαφορετικές, μα πάντα σκοτεινές και ανομολόγητες. Άλλοτε στριμωγμένος πίσω από τη θαμπωμένη τζαμαρία του και άλλοτε αραχτός στο μικροσκοπικό terrasse του, ήπια, κάπνισα, διάβασα, έγραψα, φλέρταρα και φαντάστηκα την Αταλάντη να κυλάει μπροστά στα μάτια μου και λίγο παρακάτω τον Maigret να αναζητά το ακέφαλό του πτώμα. Πριν από λίγες εβδομάδες κάθισα για τελευταία φορά στο Atmosphère, κατάκοπος, ύστερα από ακόμα μια μακρά και άσκοπη περιπλάνηση, και ζήτησα μια παγωμένη «μπύρα της ερήμου». Και τότε συνειδητοποίησα πως, εκτός από την πρόσβαση στο internet και την απαγόρευση του τσιγάρου, τίποτα άλλο δεν είχε αλλάξει σε αυτό το μαγαζί τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Ούτε καν το κορίτσι πίσω από το μπαρ, που πολύ θα ήθελα στ’ αλήθεια να ήταν η μεγαλύτερη αδερφή εκείνης που είχα τότε, στην πρώτη μου επίσκεψη, το μακρινό 1999, γνωρίσει, αλλά που δυστυχώς θα είναι πάντα η ίδια, μέχρι που να γεράσει και αυτή παρέα με τους θαμώνες της.
Η γειτονιά, η πόλη και ολόκληρη η γηραιά μας ήπειρος αλλάζει διαρκώς. Μόνο που τώρα, για πρώτη ίσως φορά ύστερα από δυόμιση ολόκληρους αιώνες, μοιάζει αυτή η αλλαγή ελάχιστα με πρόοδο και περισσότερο θυμίζει ένα άθλια επιτηδευμένο καμουφλάρισμα. Κρύβεται η Ευρώπη μας πίσω από μηχανισμούς αόρατους και μυστικά διευθυντήρια και μέσα στην κρυψώνα της βαθιά παλεύει να καταχωνιάσει όλες εκείνες τις αξίες και τα οράματα, που μέχρι πρόσφατα έκαναν τον κόσμο να κινείται. Και ας έμοιαζε πολλές φορές η κίνηση αυτή με μια μακρά και άσκοπη περιπλάνηση. Μα όσο ακόμα μπορούν και περισσεύουν, έστω εκεί μονάχα, στου ταξιδιώτη το μυαλό, τέτοιες σπουδαίες και ασήμαντες γωνιές, όπου ο χρόνος σταματά για να αφήσει τη στιγμή να αποκτήσει αξία, τόσο και το ίδιο το ταξίδι θα καθυστερεί να χάσει το πραγματικό του νόημα. Μια αόριστη επανάληψη εις το διηνεκές του αιώνιου τοπίου. Μια πεισματική επιστροφή στο άγνωστο.
Στο θέμα μας τώρα: σας παρουσιάζω μια συνοπτική επιλογή κάποιων βιβλίων, που είχα τη χαρά μαζί τους να συνταξιδέψω μες στο χειμώνα που μας πέρασε και ενώ περιπλανιόμουν στις κραταιές χώρες της Εσπερίας, προσδοκώντας την κατάλληλη στιγμή για να γυρίσω πίσω.
een: «Παρίσι Μπλουζ», του Maurice Attia (Πόλις 2010). Η πρώτη φορά που δοκίμασα να χρησιμοποιήσω ένα μυθιστόρημα σαν παραταξιδιωτικό οδηγό ήταν «ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» (μπορείτε να φανταστείτε πού) πριν από έξι χρόνια. Χωρίς να καταφέρω να αποφύγω και πάλι μπελάδες και μπλεξίματα, διάλεξα στο τελευταίο μου ταξίδι τον επίλογο της (pied) noir τριλογίας του αριστοτέχνη Γαλλοαλγερινού συγγραφέα. Και ευτυχώς δικαιώθηκα, αφού διαβάζοντας το βιβλίο αυτό ξεναγήθηκα μια χαρά όχι μόνο στον τόπο, αλλά και στο χρόνο (η υπόθεση ξετυλίγεται στις ύποπτες ημέρες που ακολούθησαν το Μάη του ’68), δραπετεύοντας έτσι, έστω και για λίγο, από το αποστειρωμένο σύγχρονο Παρίσι, που μοιάζει να ντρέπεται για το βρώμικο παρελθόν του και πλασάρει σαν ιλουστρασιόν εμπορικό προϊόν την επαναστατική του ιστορία (βλ. επετειακές εκδηλώσεις για την κομμούνα του 1871). Η υπόθεση, αν και ιστορικά και λογικά εξαρτημένη, είναι σαφώς κατώτερη από εκείνες του «Μαύρου Αλγεριού» και της «Κόκκινης Μασσαλίας», αλλά τα παρελκόμενά της (κινηματογραφική δομή, ακομπλεξάριστες ιδεολογικές αναφορές, ασυγκράτητος σαρκασμός, ερωτισμός στα όρια της πορνογραφίας και ένα εκπληκτικό soundtrack) νομίζω πως αποζημιώνουν τον αναγνώστη και με το παραπάνω.
twee: «Σκλάβοι της Ελευθερίας», του Giuseppe Conte (Πόλις 2009). Μια συναρπαστική θαλασσινή περιπέτεια κάτω από τον ήλιο των τροπικών και υπό τη σκιά του άγριου δουλεμπορίου. Ένα πραγματικά ψυχαγωγικό μυθιστόρημα, με τις αναφορές του να χάνονται στις πιο λαμπρές σελίδες της κλασικής λογοτεχνίας και με έναν ήρωα (ο «Terzo Ufficiale» του πρωτότυπου τίτλου) βγαλμένο μέσα από τα πιο γενναία κινηματογραφικά μας στερεότυπα. Την ώρα που ολόκληρη η Ευρώπη συνταράσσεται από τη Γαλλική Επανάσταση και οι ιδέες του Διαφωτισμού σαρώνουν τα ελέω θεού κεκτημένα του παλαιού κόσμου, κάποια λιμάνια του Ατλαντικού (η Nantes εν προκειμένου) εξακολουθούν να πλουτίζουν από την πιο χυδαία επιχειρηματική δραστηριότητα στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού –λέμε τώρα- μέχρι που ξαφνικά οι διεφθαρμένοι παράγοντες του συστήματος έρχονται αντιμέτωποι με την ανταρσία των ίδιων των δεσμοφυλάκων τους - όπως θα έλεγε και ο συγχωρεμένος ο Howard Zinn. Δύσκολο το εγχείρημα του Ιταλού συγγραφέα, αλλά ευτυχώς φρόντισε να μη σαλπάρει μόνος του για αυτό. Με τον Melville στην τιμονιέρα, με τον De Sand να αλωνίζει στο κατάστρωμα (εκπληκτική κοινωνικοπαθολογική ανάλυση) και μια σοκολατένια ουτοπία στο βάθος του ορίζοντα, το πλήρωμα αλλά και το «εμπόρευμα» του Santa Anna δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν!
drie: «Ο Γάτος», του Georges Simenon (Άγρα 2010). «Μα, ο Georges ο Simenon, φυσικά!», είναι η προφανής απάντηση στο αιώνιο ανεκδοτολογικό ερώτημα «μπορείς να μου ονομάσεις έστω και έναν διάσημο Βέλγο;» (ο Tintin –Kuifje για τους Φλαμανδούς- ως χάρτινος ήρωας, δε μετράει). Ένα εξαιρετικό εγχειρίδιο οικογενειακής τρομοκρατίας, κρυμμένο μέσα σε μια φαινομενικά αδιάφορη ιστορία και με πρωταγωνιστές τους ίδιους σας τους γονείς! Στο μυθιστόρημα αυτό, του μεγαλύτερου Ευρωπαίου μαιτρ της αστυνομικής λογοτεχνίας, δεν υπάρχουν σατανικοί δολοφόνοι και δαιμόνιοι επιθεωρητές και το μοναδικό ίσως μυστήριό του δεν εντοπίζεται τελικά παρά μονάχα στη σπαζοκεφαλιά της «ειρηνικής» πολυετούς συμβίωσης δύο ανθρώπων κάτω από την ίδια στέγη. Η ανάγκη για συντροφικότητα μοιάζει να απέχει από το αβυσσαλέο μίσος για τον έτερον ήμισυ όσο και η κρεβατοκάμαρα από το καθιστικό ενός μικροαστικού σπιτιού. Και ο δρόμος από το ένα άκρο μέχρι το άλλο είναι σπαρμένος από πολλά μικρά home made εγκληματάκια, που ούτε εκατό Maigret δε θα κατόρθωναν ποτέ να διαλευκάνουν. Αλήθεια, πως το έλεγε εκείνο το ωραίο ο Pessoa για τους «κακοπαντρεμένους»; Παρεμπιπτόντως, Βέλγος υπήρξε και ο υπερρεαλιστής ζωγράφος Magritte. Και οι αξέχαστοι Vaya con Dios, επίσης.
vier: «Φλόγες στο Ρετιρέ», του Αχιλλέα Σωτηρέλλου (Εμπειρία Εκδοτική 2009). Ο Αχιλλέας, πέρα από πρώην ομόσταυλός μου, υπήρξε και ένα από τα πρόσωπα του δράματος αυτού του ταξιδιού, αφού με συνόδευσε σε αρκετές από τις νυχτερινές μου εξορμήσεις στις Βρυξέλλες, κατά τη μακρά tranzito εκεί παραμονή μου. Ως εκ τούτου, μάλλον δεν τα κατάφερα να διαβάσω το βιβλίο του νηφάλια και αντικειμενικά, αφού μοιραία μπέρδευα διαρκώς τις χάρτινες ιστορίες του με τους προφορικούς του αφορισμούς και το μελαγχολικό αλκοολούχο βλέμμα του. Όντας ήδη θαυμαστής, ωστόσο, του πρώτου του βιβλίου («Ο Θησαυρός», Οξύ 2008), δε θα μπορούσα να πω ότι απογοητεύτηκα με το δεύτερο, με εξαίρεση, ενδεχομένως, το εναρκτήριο διήγημά του, που αν και καλοδουλεμένο, δεν κολλάει στο στυλ και στο περιεχόμενο με τα υπόλοιπα. Οι ιστορίες του βιβλίου αυτού είναι πολυταξιδεμένες, όπως και ο συγγραφέας τους, ο οποίος, όμως, δε φαίνεται και τόσο πρόθυμος ακόμα να εγκαταλείψει τη ρομαντική –πολύ αθηναϊκή, θα έλεγα, εκνευρίζοντάς τον μάλλον- ματιά του πάνω στα όσα συμβαίνουν ή δε συμβαίνουν ή θα γούσταρε να είχαν κάπως αλλιώς συμβεί, μέσα σε αυτό το τόσο ιδιόμορφο βιβλίο-διαβατήριο. Every day is like Sunday, Αχιλλέα, όπως θα έλεγε και ο αγαπημένος σου Morrissey – ακατόρθωτο, το ξέρω, και όμως γίνεται!
vijf: «Κατάσταση Εξαίρεσης», του Giorgio Agamben (Πατάκης 2007). Η κατάσταση εξαίρεσης (ecxeptio) είναι, καταρχάς, ένας νομικός όρος που αναφέρεται στην εντός του συστήματος «νόμιμη» παρέκκλιση από τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου και της δημοκρατίας, εξαιτίας μιας εξωτερικής ή εσωτερικής άμεσης –υποτίθεται- απειλής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μοιάζει πολύ με την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, με τη διαφορά, όμως, ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε ούτε με τις ιδιαίτερες συνθήκες ενός κηρυγμένου πολέμου ούτε τον στρατιωτικό νόμο που επιβάλλεται πραξικοπηματικά προκειμένου να παραχθεί το συντομότερο δυνατό και με τη μικρότερη δυνατή δόση ρίσκου η αναδρομική νομιμοποίηση της εκτροπής του πολιτεύματος. Με την ecxeptio το πολίτευμα παραμένει -φαινομενικά τουλάχιστον- αλώβητο, τα βασικά, όμως, δομικά στοιχεία του υποχωρούν, έτσι ώστε να ψαλιδιστούν και κάποια πολύ ενοχλητικά ατομικά και συλλογικά δικαιώματα. Α, ναι! Και όλα αυτά βέβαια με το απαραίτητο ιερό κοινοβουλευτικό περίβλημα και την πασπαρτού και πανδαμάτορα λαϊκή συναίνεση. Με λίγα λόγια, να γιατί τον Agamben θα τον θυμούνται οι επόμενες γενιές ως έναν μεγάλο φιλόσοφο και διανοητή της εποχής μας και τον Obama σαν τον τραγικότερο ίσως ερμηνευτή του πάντα αγαπημένου «Guantanamera, guajira Guantanamera…»!
zes: «Μουσική για Χαμαιλέοντες», του Truman Capote (Καστανιώτης 2008). «Δεν είχα γνωρίσει ποτέ κάποιον που να έγραφε και, για την ακρίβεια, γνώριζα ελάχιστους που διάβαζαν. Αλλά ήταν γεγονός πως τα μόνα τέσσερα πράγματα που με ενδιέφεραν ήταν να διαβάζω βιβλία, να πηγαίνω σινεμά, να χορεύω κλακέτες και να ζωγραφίζω. Και ύστερα, μια μέρα, άρχισα να γράφω χωρίς να ξέρω ότι έτσι γινόμουν σκλάβος εφ' όρου ζωής σε έναν ευγενή μεν, αλλά άσπλαχνο αφέντη.» Το βιβλίο αυτό το «δανείστηκα» στις Βρυξέλλες και το πήρα μαζί μου στον ενδιάμεσο ολιγοήμερο σταθμό μου στο παράδοξο και εξωτικό Λονδίνο, όπου και τελικά το «ξέχασα» πλάι στο κρεβάτι όπου κοιμόμουν. Δεκατρία διηγήματα και μια νουβέλα, που φλερτάρουν προκλητικά άλλοτε με το life style ρεπορτάζ και άλλοτε με τη βαθιά αμερικάνικη εγκληματική μυθοπλασία και που βασίζονται κυρίως στις τεχνηέντως απροσδόκητες συναντήσεις και συνομιλίες του συγγραφέα με διαλεκτούς εκπροσώπους της american dream πανίδας (από την αστραφτερή και αθυρόστομη Marilyn ως κάποιον σκοτεινό και διεστραμμένο θανατοποινίτη). Αν και υποτίθεται πως προτιμά να παραμένει αόρατος, ο Capote, ίσως πιο αυτοαναφορικός από ποτέ, παραδίδει με τους «άλικους, πράσινους και ιώδεις χαμαιλέοντές» του μαθήματα δημιουργικής γραφής και αυτοκαταστροφικής διαβίωσης.
zeven: «Παρίσι: Η μυστική Ιστορία», του Andrew Hussey (Πάπυρος 2009). «Αυτοψία σε μια γριά πουτάνα» χαρακτηρίζει ο Εγγλέζος «βιογράφος» της σκοτεινής Ville Lumière το βιβλίο του. Η αλήθεια είναι πως ο άνθρωπος κατάφερε να μας δώσει ένα χορταστικό ιστοριοδιφικό ανάγνωσμα για το βίο και την πολιτεία της αγαπημένης του μητρόπολης, βασιζόμενος στις υποσημειώσεις της επίσημης ιστοριογραφίας και στις τσαλακωμένες σελίδες του μυθολογικού συλλογικού υποσυνείδητου. Η γενική ιδέα του να μας παρουσιάσει τα «ένδοξα Παρίσια» ως μια πόλη-ταραξία σε αντίστιξη με την πόλη-φρούριο-cardpostal, που οραματίστηκαν ο Haussmann και η παρέα του –και εν μέρει κατάφεραν να κατασκευάσουν- απογειώνει την αφήγηση και της δίνει μυθιστορηματικές διαστάσεις. Όποιος υπολογίσει τον ακριβή αριθμό των παρισινών εξεγέρσεων/επαναστάσεων/κινημάτων που καταγράφονται μέσα στη «μυστική Ιστορία», από την ανταρσία του Faubourg St-Marcel μέχρι την Έβδομη Wilaya, τον κερνάω μια ανελέητη μπαρότσαρκα στη Belleville και το Ménilmontant. Ξαναδιαβάζοντας, άλλωστε, σήμερα τον επίλογο-έκπληξη του βιβλίου, πίστεψα για μια στιγμή πως είχα στ’ αλήθεια ξεχάσει κάτι πίσω μου. Α! Και κάτι άσχετο: έγραψα στην αρχή της παραγράφου τη λέξη «πουτάνα» και ο ορθογραφικός έλεγχος μου έκανε μια ωραιότατη ερυθρά υπογράμμιση. Όταν μετά έκανα δεξί κλικ πάνω στη «λανθασμένη» λέξη, το word μου πρότεινε να την αντικαταστήσω με μία εκ των «πλούτυνα», «ρουτίνα», «πούμωνα»(;), «πουθενά» και «ποίμανα». Αυτοψία σε μια γριά ρουτίνα, λοιπόν!
acht: «Ο Αντιδιαφωτισμός», του Zeev Sternhell (Πόλις 2009). Τρεις αιώνες περίπου μετά την έναρξη της μεγαλύτερης εξέγερσης της ανθρώπινης διανόησης, που οραματίστηκε τον άνθρωπο ως άτομο ελεύθερο, αυτόνομο και ορθολογικό και οδήγησε έτσι στη γέννηση της σύγχρονης εποχής, η ανθρωπότητα βιώνει τη μεγαλύτερη ηθική και πνευματική κρίση της Ιστορίας, την οποία όλοι σχεδόν επιμένουν ακόμα να τη βαφτίζουν οικονομική. Μπορεί ο καπιταλισμός να χαροπαλεύει, αλλά ελλείψει μιας πίστης σε νέες ιδέες και γενναία ιδανικά, ολόκληρος ο πλανήτης μοιάζει νομοτελειακά να οδηγείται σε μια αλλόκοτη ψηφιακή φεουδαρχία και να βουλιάζει αμέριμνα σε έναν διαστροφικό ηλεκτρονικό μεσαίωνα. Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό και επιμελούμενος σχολαστικά μες στο μυαλό μου την περιβάλλουσα τηλεπαθητική επικαιρότητα, συνειδητοποίησα περισσότερο από ποτέ πως πρέπει ως κοινωνία, ως χώρα, ως ανθρωπότητα και ως δεν ξέρω τι στο διάολο ακόμα να πιάσουμε το «πράγμα» ξανά από την αρχή. Ξέρετε τώρα… διάκριση των εξουσιών, ελευθερία του λόγου, κατάλυση των προνομίων, πολιτικά δικαιώματα, αμφισβήτηση των αυθεντιών, κατάργηση των προκαταλήψεων, αναπαλλοτρίωτο των αξιών της ζωής και της αξιοπρέπειας, ανεπανάληπτο της ανθρώπινης προσωπικότητας και άλλα τέτοια προφανή και αυτονόητα. Και αυτό είναι η ΜΟΝΗ λύση τελικά. Και μην ανησυχείτε, ΟΛΑ τα άλλα θα έρθουν μετά σχεδόν αυτόματα.
negen: «Το Καράβι του Θανάτου», του Δημοσθένη Βουτυρά (Τόπος 2009). Μια συλλογή διηγημάτων, γραμμένων πριν από σχεδόν έναν αιώνα, από έναν από τους ελάσσονες αγίους της μικρής μα πάντοτε απρόοπτης λογοτεχνίας μας, που χάρη στην ευαισθησία κάποιων εκδοτών έχουμε που και που τη χαρά να τους ξαναθυμόμαστε. Διάβασα τις σκοτεινές και απόκοσμες αυτές ιστορίες, ενώ επέστρεφα στην τόσο μίζερη και τόσο γοητευτική μας χώρα και μάλιστα εν πλω, αψηφώντας τον μάλλον δυσοίωνό γενικό τους τίτλο και σας αφιερώνω ένα ελάχιστο απόσπασμα: «Σταμάτησα στην έξοδο και κει έμαθα τι συνέβαινε και γιατί ήταν όλα πάνω κάτω. Το νεκροταφείο είχε πάψει να θάφτει και πήγαιναν αλλού, σ’ ένα νέο!... Τα αγορασμένα μνήματα θα τα πήγαιναν εκεί!... Δεν ξέρω πως μου φάνηκε τότε. Το νεκροταφείο αυτό, το αφημένο, το παραιτημένο, μου φάνηκε σαν ξωτικό εργοτάξιο, που αφήκαν έρημο οι ξωτικοί εργάτες του, και πήγαν αλλού, εργοτάξιο που από χρόνια πολλά ρουφούσε τη μεγάλη πολυθόρυβη πόλη, που ακουγόταν να διασκεδάζει αμέριμνη, και που η εργασία του η τελειωμένη ήταν οι σωροί των κοκάλων!... Έφυγα γρήγορα προς την πόλη, που πάλι ο θόρυβος της μουσικής της ήρθε σβηστός-σβηστός ίσαμε κει.»
Υ.Γ. Το ταξίδι ως το Παρίσι ήταν τελικά πολύ πιο δύσκολο από όσο υπολόγιζα, αλλά οι ενδιάμεσοι σταθμοί παρουσιάστηκαν ανώτεροι πολύ των ταπεινών, μα πάντα εύφλεκτων, προσδοκιών μου. Μάλιστα, κάποιους από αυτούς επιφυλάσσομαι να τους επισκεφτώ ξανά και να τους μελετήσω με περισσότερη συνέπεια και με όσο το δυνατόν πιο λίγη επιφύλαξη. Και ίσως έτσι κάποτε να κατορθώσει η μέτρησή μου να προσεγγίσει και κάποια άλλα νούμερα διψήφια. La próxima vez, quizás en castellano…
Η γειτονιά, η πόλη και ολόκληρη η γηραιά μας ήπειρος αλλάζει διαρκώς. Μόνο που τώρα, για πρώτη ίσως φορά ύστερα από δυόμιση ολόκληρους αιώνες, μοιάζει αυτή η αλλαγή ελάχιστα με πρόοδο και περισσότερο θυμίζει ένα άθλια επιτηδευμένο καμουφλάρισμα. Κρύβεται η Ευρώπη μας πίσω από μηχανισμούς αόρατους και μυστικά διευθυντήρια και μέσα στην κρυψώνα της βαθιά παλεύει να καταχωνιάσει όλες εκείνες τις αξίες και τα οράματα, που μέχρι πρόσφατα έκαναν τον κόσμο να κινείται. Και ας έμοιαζε πολλές φορές η κίνηση αυτή με μια μακρά και άσκοπη περιπλάνηση. Μα όσο ακόμα μπορούν και περισσεύουν, έστω εκεί μονάχα, στου ταξιδιώτη το μυαλό, τέτοιες σπουδαίες και ασήμαντες γωνιές, όπου ο χρόνος σταματά για να αφήσει τη στιγμή να αποκτήσει αξία, τόσο και το ίδιο το ταξίδι θα καθυστερεί να χάσει το πραγματικό του νόημα. Μια αόριστη επανάληψη εις το διηνεκές του αιώνιου τοπίου. Μια πεισματική επιστροφή στο άγνωστο.
Στο θέμα μας τώρα: σας παρουσιάζω μια συνοπτική επιλογή κάποιων βιβλίων, που είχα τη χαρά μαζί τους να συνταξιδέψω μες στο χειμώνα που μας πέρασε και ενώ περιπλανιόμουν στις κραταιές χώρες της Εσπερίας, προσδοκώντας την κατάλληλη στιγμή για να γυρίσω πίσω.
een: «Παρίσι Μπλουζ», του Maurice Attia (Πόλις 2010). Η πρώτη φορά που δοκίμασα να χρησιμοποιήσω ένα μυθιστόρημα σαν παραταξιδιωτικό οδηγό ήταν «ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» (μπορείτε να φανταστείτε πού) πριν από έξι χρόνια. Χωρίς να καταφέρω να αποφύγω και πάλι μπελάδες και μπλεξίματα, διάλεξα στο τελευταίο μου ταξίδι τον επίλογο της (pied) noir τριλογίας του αριστοτέχνη Γαλλοαλγερινού συγγραφέα. Και ευτυχώς δικαιώθηκα, αφού διαβάζοντας το βιβλίο αυτό ξεναγήθηκα μια χαρά όχι μόνο στον τόπο, αλλά και στο χρόνο (η υπόθεση ξετυλίγεται στις ύποπτες ημέρες που ακολούθησαν το Μάη του ’68), δραπετεύοντας έτσι, έστω και για λίγο, από το αποστειρωμένο σύγχρονο Παρίσι, που μοιάζει να ντρέπεται για το βρώμικο παρελθόν του και πλασάρει σαν ιλουστρασιόν εμπορικό προϊόν την επαναστατική του ιστορία (βλ. επετειακές εκδηλώσεις για την κομμούνα του 1871). Η υπόθεση, αν και ιστορικά και λογικά εξαρτημένη, είναι σαφώς κατώτερη από εκείνες του «Μαύρου Αλγεριού» και της «Κόκκινης Μασσαλίας», αλλά τα παρελκόμενά της (κινηματογραφική δομή, ακομπλεξάριστες ιδεολογικές αναφορές, ασυγκράτητος σαρκασμός, ερωτισμός στα όρια της πορνογραφίας και ένα εκπληκτικό soundtrack) νομίζω πως αποζημιώνουν τον αναγνώστη και με το παραπάνω.
twee: «Σκλάβοι της Ελευθερίας», του Giuseppe Conte (Πόλις 2009). Μια συναρπαστική θαλασσινή περιπέτεια κάτω από τον ήλιο των τροπικών και υπό τη σκιά του άγριου δουλεμπορίου. Ένα πραγματικά ψυχαγωγικό μυθιστόρημα, με τις αναφορές του να χάνονται στις πιο λαμπρές σελίδες της κλασικής λογοτεχνίας και με έναν ήρωα (ο «Terzo Ufficiale» του πρωτότυπου τίτλου) βγαλμένο μέσα από τα πιο γενναία κινηματογραφικά μας στερεότυπα. Την ώρα που ολόκληρη η Ευρώπη συνταράσσεται από τη Γαλλική Επανάσταση και οι ιδέες του Διαφωτισμού σαρώνουν τα ελέω θεού κεκτημένα του παλαιού κόσμου, κάποια λιμάνια του Ατλαντικού (η Nantes εν προκειμένου) εξακολουθούν να πλουτίζουν από την πιο χυδαία επιχειρηματική δραστηριότητα στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού –λέμε τώρα- μέχρι που ξαφνικά οι διεφθαρμένοι παράγοντες του συστήματος έρχονται αντιμέτωποι με την ανταρσία των ίδιων των δεσμοφυλάκων τους - όπως θα έλεγε και ο συγχωρεμένος ο Howard Zinn. Δύσκολο το εγχείρημα του Ιταλού συγγραφέα, αλλά ευτυχώς φρόντισε να μη σαλπάρει μόνος του για αυτό. Με τον Melville στην τιμονιέρα, με τον De Sand να αλωνίζει στο κατάστρωμα (εκπληκτική κοινωνικοπαθολογική ανάλυση) και μια σοκολατένια ουτοπία στο βάθος του ορίζοντα, το πλήρωμα αλλά και το «εμπόρευμα» του Santa Anna δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν!
drie: «Ο Γάτος», του Georges Simenon (Άγρα 2010). «Μα, ο Georges ο Simenon, φυσικά!», είναι η προφανής απάντηση στο αιώνιο ανεκδοτολογικό ερώτημα «μπορείς να μου ονομάσεις έστω και έναν διάσημο Βέλγο;» (ο Tintin –Kuifje για τους Φλαμανδούς- ως χάρτινος ήρωας, δε μετράει). Ένα εξαιρετικό εγχειρίδιο οικογενειακής τρομοκρατίας, κρυμμένο μέσα σε μια φαινομενικά αδιάφορη ιστορία και με πρωταγωνιστές τους ίδιους σας τους γονείς! Στο μυθιστόρημα αυτό, του μεγαλύτερου Ευρωπαίου μαιτρ της αστυνομικής λογοτεχνίας, δεν υπάρχουν σατανικοί δολοφόνοι και δαιμόνιοι επιθεωρητές και το μοναδικό ίσως μυστήριό του δεν εντοπίζεται τελικά παρά μονάχα στη σπαζοκεφαλιά της «ειρηνικής» πολυετούς συμβίωσης δύο ανθρώπων κάτω από την ίδια στέγη. Η ανάγκη για συντροφικότητα μοιάζει να απέχει από το αβυσσαλέο μίσος για τον έτερον ήμισυ όσο και η κρεβατοκάμαρα από το καθιστικό ενός μικροαστικού σπιτιού. Και ο δρόμος από το ένα άκρο μέχρι το άλλο είναι σπαρμένος από πολλά μικρά home made εγκληματάκια, που ούτε εκατό Maigret δε θα κατόρθωναν ποτέ να διαλευκάνουν. Αλήθεια, πως το έλεγε εκείνο το ωραίο ο Pessoa για τους «κακοπαντρεμένους»; Παρεμπιπτόντως, Βέλγος υπήρξε και ο υπερρεαλιστής ζωγράφος Magritte. Και οι αξέχαστοι Vaya con Dios, επίσης.
vier: «Φλόγες στο Ρετιρέ», του Αχιλλέα Σωτηρέλλου (Εμπειρία Εκδοτική 2009). Ο Αχιλλέας, πέρα από πρώην ομόσταυλός μου, υπήρξε και ένα από τα πρόσωπα του δράματος αυτού του ταξιδιού, αφού με συνόδευσε σε αρκετές από τις νυχτερινές μου εξορμήσεις στις Βρυξέλλες, κατά τη μακρά tranzito εκεί παραμονή μου. Ως εκ τούτου, μάλλον δεν τα κατάφερα να διαβάσω το βιβλίο του νηφάλια και αντικειμενικά, αφού μοιραία μπέρδευα διαρκώς τις χάρτινες ιστορίες του με τους προφορικούς του αφορισμούς και το μελαγχολικό αλκοολούχο βλέμμα του. Όντας ήδη θαυμαστής, ωστόσο, του πρώτου του βιβλίου («Ο Θησαυρός», Οξύ 2008), δε θα μπορούσα να πω ότι απογοητεύτηκα με το δεύτερο, με εξαίρεση, ενδεχομένως, το εναρκτήριο διήγημά του, που αν και καλοδουλεμένο, δεν κολλάει στο στυλ και στο περιεχόμενο με τα υπόλοιπα. Οι ιστορίες του βιβλίου αυτού είναι πολυταξιδεμένες, όπως και ο συγγραφέας τους, ο οποίος, όμως, δε φαίνεται και τόσο πρόθυμος ακόμα να εγκαταλείψει τη ρομαντική –πολύ αθηναϊκή, θα έλεγα, εκνευρίζοντάς τον μάλλον- ματιά του πάνω στα όσα συμβαίνουν ή δε συμβαίνουν ή θα γούσταρε να είχαν κάπως αλλιώς συμβεί, μέσα σε αυτό το τόσο ιδιόμορφο βιβλίο-διαβατήριο. Every day is like Sunday, Αχιλλέα, όπως θα έλεγε και ο αγαπημένος σου Morrissey – ακατόρθωτο, το ξέρω, και όμως γίνεται!
vijf: «Κατάσταση Εξαίρεσης», του Giorgio Agamben (Πατάκης 2007). Η κατάσταση εξαίρεσης (ecxeptio) είναι, καταρχάς, ένας νομικός όρος που αναφέρεται στην εντός του συστήματος «νόμιμη» παρέκκλιση από τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου και της δημοκρατίας, εξαιτίας μιας εξωτερικής ή εσωτερικής άμεσης –υποτίθεται- απειλής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μοιάζει πολύ με την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, με τη διαφορά, όμως, ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε ούτε με τις ιδιαίτερες συνθήκες ενός κηρυγμένου πολέμου ούτε τον στρατιωτικό νόμο που επιβάλλεται πραξικοπηματικά προκειμένου να παραχθεί το συντομότερο δυνατό και με τη μικρότερη δυνατή δόση ρίσκου η αναδρομική νομιμοποίηση της εκτροπής του πολιτεύματος. Με την ecxeptio το πολίτευμα παραμένει -φαινομενικά τουλάχιστον- αλώβητο, τα βασικά, όμως, δομικά στοιχεία του υποχωρούν, έτσι ώστε να ψαλιδιστούν και κάποια πολύ ενοχλητικά ατομικά και συλλογικά δικαιώματα. Α, ναι! Και όλα αυτά βέβαια με το απαραίτητο ιερό κοινοβουλευτικό περίβλημα και την πασπαρτού και πανδαμάτορα λαϊκή συναίνεση. Με λίγα λόγια, να γιατί τον Agamben θα τον θυμούνται οι επόμενες γενιές ως έναν μεγάλο φιλόσοφο και διανοητή της εποχής μας και τον Obama σαν τον τραγικότερο ίσως ερμηνευτή του πάντα αγαπημένου «Guantanamera, guajira Guantanamera…»!
zes: «Μουσική για Χαμαιλέοντες», του Truman Capote (Καστανιώτης 2008). «Δεν είχα γνωρίσει ποτέ κάποιον που να έγραφε και, για την ακρίβεια, γνώριζα ελάχιστους που διάβαζαν. Αλλά ήταν γεγονός πως τα μόνα τέσσερα πράγματα που με ενδιέφεραν ήταν να διαβάζω βιβλία, να πηγαίνω σινεμά, να χορεύω κλακέτες και να ζωγραφίζω. Και ύστερα, μια μέρα, άρχισα να γράφω χωρίς να ξέρω ότι έτσι γινόμουν σκλάβος εφ' όρου ζωής σε έναν ευγενή μεν, αλλά άσπλαχνο αφέντη.» Το βιβλίο αυτό το «δανείστηκα» στις Βρυξέλλες και το πήρα μαζί μου στον ενδιάμεσο ολιγοήμερο σταθμό μου στο παράδοξο και εξωτικό Λονδίνο, όπου και τελικά το «ξέχασα» πλάι στο κρεβάτι όπου κοιμόμουν. Δεκατρία διηγήματα και μια νουβέλα, που φλερτάρουν προκλητικά άλλοτε με το life style ρεπορτάζ και άλλοτε με τη βαθιά αμερικάνικη εγκληματική μυθοπλασία και που βασίζονται κυρίως στις τεχνηέντως απροσδόκητες συναντήσεις και συνομιλίες του συγγραφέα με διαλεκτούς εκπροσώπους της american dream πανίδας (από την αστραφτερή και αθυρόστομη Marilyn ως κάποιον σκοτεινό και διεστραμμένο θανατοποινίτη). Αν και υποτίθεται πως προτιμά να παραμένει αόρατος, ο Capote, ίσως πιο αυτοαναφορικός από ποτέ, παραδίδει με τους «άλικους, πράσινους και ιώδεις χαμαιλέοντές» του μαθήματα δημιουργικής γραφής και αυτοκαταστροφικής διαβίωσης.
zeven: «Παρίσι: Η μυστική Ιστορία», του Andrew Hussey (Πάπυρος 2009). «Αυτοψία σε μια γριά πουτάνα» χαρακτηρίζει ο Εγγλέζος «βιογράφος» της σκοτεινής Ville Lumière το βιβλίο του. Η αλήθεια είναι πως ο άνθρωπος κατάφερε να μας δώσει ένα χορταστικό ιστοριοδιφικό ανάγνωσμα για το βίο και την πολιτεία της αγαπημένης του μητρόπολης, βασιζόμενος στις υποσημειώσεις της επίσημης ιστοριογραφίας και στις τσαλακωμένες σελίδες του μυθολογικού συλλογικού υποσυνείδητου. Η γενική ιδέα του να μας παρουσιάσει τα «ένδοξα Παρίσια» ως μια πόλη-ταραξία σε αντίστιξη με την πόλη-φρούριο-cardpostal, που οραματίστηκαν ο Haussmann και η παρέα του –και εν μέρει κατάφεραν να κατασκευάσουν- απογειώνει την αφήγηση και της δίνει μυθιστορηματικές διαστάσεις. Όποιος υπολογίσει τον ακριβή αριθμό των παρισινών εξεγέρσεων/επαναστάσεων/κινημάτων που καταγράφονται μέσα στη «μυστική Ιστορία», από την ανταρσία του Faubourg St-Marcel μέχρι την Έβδομη Wilaya, τον κερνάω μια ανελέητη μπαρότσαρκα στη Belleville και το Ménilmontant. Ξαναδιαβάζοντας, άλλωστε, σήμερα τον επίλογο-έκπληξη του βιβλίου, πίστεψα για μια στιγμή πως είχα στ’ αλήθεια ξεχάσει κάτι πίσω μου. Α! Και κάτι άσχετο: έγραψα στην αρχή της παραγράφου τη λέξη «πουτάνα» και ο ορθογραφικός έλεγχος μου έκανε μια ωραιότατη ερυθρά υπογράμμιση. Όταν μετά έκανα δεξί κλικ πάνω στη «λανθασμένη» λέξη, το word μου πρότεινε να την αντικαταστήσω με μία εκ των «πλούτυνα», «ρουτίνα», «πούμωνα»(;), «πουθενά» και «ποίμανα». Αυτοψία σε μια γριά ρουτίνα, λοιπόν!
acht: «Ο Αντιδιαφωτισμός», του Zeev Sternhell (Πόλις 2009). Τρεις αιώνες περίπου μετά την έναρξη της μεγαλύτερης εξέγερσης της ανθρώπινης διανόησης, που οραματίστηκε τον άνθρωπο ως άτομο ελεύθερο, αυτόνομο και ορθολογικό και οδήγησε έτσι στη γέννηση της σύγχρονης εποχής, η ανθρωπότητα βιώνει τη μεγαλύτερη ηθική και πνευματική κρίση της Ιστορίας, την οποία όλοι σχεδόν επιμένουν ακόμα να τη βαφτίζουν οικονομική. Μπορεί ο καπιταλισμός να χαροπαλεύει, αλλά ελλείψει μιας πίστης σε νέες ιδέες και γενναία ιδανικά, ολόκληρος ο πλανήτης μοιάζει νομοτελειακά να οδηγείται σε μια αλλόκοτη ψηφιακή φεουδαρχία και να βουλιάζει αμέριμνα σε έναν διαστροφικό ηλεκτρονικό μεσαίωνα. Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό και επιμελούμενος σχολαστικά μες στο μυαλό μου την περιβάλλουσα τηλεπαθητική επικαιρότητα, συνειδητοποίησα περισσότερο από ποτέ πως πρέπει ως κοινωνία, ως χώρα, ως ανθρωπότητα και ως δεν ξέρω τι στο διάολο ακόμα να πιάσουμε το «πράγμα» ξανά από την αρχή. Ξέρετε τώρα… διάκριση των εξουσιών, ελευθερία του λόγου, κατάλυση των προνομίων, πολιτικά δικαιώματα, αμφισβήτηση των αυθεντιών, κατάργηση των προκαταλήψεων, αναπαλλοτρίωτο των αξιών της ζωής και της αξιοπρέπειας, ανεπανάληπτο της ανθρώπινης προσωπικότητας και άλλα τέτοια προφανή και αυτονόητα. Και αυτό είναι η ΜΟΝΗ λύση τελικά. Και μην ανησυχείτε, ΟΛΑ τα άλλα θα έρθουν μετά σχεδόν αυτόματα.
negen: «Το Καράβι του Θανάτου», του Δημοσθένη Βουτυρά (Τόπος 2009). Μια συλλογή διηγημάτων, γραμμένων πριν από σχεδόν έναν αιώνα, από έναν από τους ελάσσονες αγίους της μικρής μα πάντοτε απρόοπτης λογοτεχνίας μας, που χάρη στην ευαισθησία κάποιων εκδοτών έχουμε που και που τη χαρά να τους ξαναθυμόμαστε. Διάβασα τις σκοτεινές και απόκοσμες αυτές ιστορίες, ενώ επέστρεφα στην τόσο μίζερη και τόσο γοητευτική μας χώρα και μάλιστα εν πλω, αψηφώντας τον μάλλον δυσοίωνό γενικό τους τίτλο και σας αφιερώνω ένα ελάχιστο απόσπασμα: «Σταμάτησα στην έξοδο και κει έμαθα τι συνέβαινε και γιατί ήταν όλα πάνω κάτω. Το νεκροταφείο είχε πάψει να θάφτει και πήγαιναν αλλού, σ’ ένα νέο!... Τα αγορασμένα μνήματα θα τα πήγαιναν εκεί!... Δεν ξέρω πως μου φάνηκε τότε. Το νεκροταφείο αυτό, το αφημένο, το παραιτημένο, μου φάνηκε σαν ξωτικό εργοτάξιο, που αφήκαν έρημο οι ξωτικοί εργάτες του, και πήγαν αλλού, εργοτάξιο που από χρόνια πολλά ρουφούσε τη μεγάλη πολυθόρυβη πόλη, που ακουγόταν να διασκεδάζει αμέριμνη, και που η εργασία του η τελειωμένη ήταν οι σωροί των κοκάλων!... Έφυγα γρήγορα προς την πόλη, που πάλι ο θόρυβος της μουσικής της ήρθε σβηστός-σβηστός ίσαμε κει.»
Υ.Γ. Το ταξίδι ως το Παρίσι ήταν τελικά πολύ πιο δύσκολο από όσο υπολόγιζα, αλλά οι ενδιάμεσοι σταθμοί παρουσιάστηκαν ανώτεροι πολύ των ταπεινών, μα πάντα εύφλεκτων, προσδοκιών μου. Μάλιστα, κάποιους από αυτούς επιφυλάσσομαι να τους επισκεφτώ ξανά και να τους μελετήσω με περισσότερη συνέπεια και με όσο το δυνατόν πιο λίγη επιφύλαξη. Και ίσως έτσι κάποτε να κατορθώσει η μέτρησή μου να προσεγγίσει και κάποια άλλα νούμερα διψήφια. La próxima vez, quizás en castellano…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου